Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, χωρίς να το επιθυμεί, μπορεί να εξελιχθεί στον καταλύτη της συζήτησης για την προοπτική της κεντροαριστεράς και να συμβάλει στο να ξεπεραστούν διαχρονικές αδυναμίες και εμπόδια. Η πολιτική ανισορροπία αναγνωρίζεται πλέον ως σοβαρό πρόβλημα και οι εμπλεκόμενοι είναι υποχρεωμένοι να ανοίξουν το διάλογο, να πάρουν θέση και να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης τους.
Η συζήτηση για την κυριαρχία στην κεντροαριστερά, άνοιξε βίαια μετά τη συντριπτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ το 2019. Ο Αλέξης Τσίπρας, έχοντας ψηφίσει την απλή αναλογική, αλλά κουβαλώντας στις πολιτικές του αποσκευές την ήττα του 32%, στήριξε το αφήγημά του στη συνεργασία των δυνάμεων της κεντροαριστεράς. Ο Νίκος Ανδρουλάκης το επανέλαβε λίγο αργότερα, το ίδιο ισχυρίζεται και ο Στέφανος Κασσελάκης.
Στο δημόσιο διάλογο εμφανίζεται μία αόριστη ανάγκη ένωσης των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς, όμως η συζήτηση διεξάγεται αποσπασματικά, αγνοώντας δεδομένα και θεωρώντας λανθασμένα ότι ο πολιτικός χώρος ανήκει και, δικαιωματικά θα καλυφθεί από τα υπάρχοντα κόμματα της Κεντροαριστεράς.
Σε ένα ανισόρροπο πολιτικό περιβάλλον όπου όλες οι βεβαιότητες αμφισβητούνται και η πραγματικότητα διαμορφώνεται με βάση την κυρίαρχη αντίληψη για την πραγματικότητα, η συζήτηση για την κεντροαριστερά μοιάζει ελαττωματική και αμήχανη. Είναι ασταθής και ετεροκαθορίζεται με βάση την προσδοκώμενη αδυναμία του αντιπάλου. Θέτει ως στόχο την εκλογική νίκη, αλλά αδυνατεί να αντιτάξει πειστικά επιχειρήματα ακόμη και σε αυταρχικές κυβερνητικές πρακτικές που ανατρέπουν το υπόδειγμα της μεταπολίτευσης. Δυσκολεύεται να αποδεχθεί την ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία εκτός από κοινοβουλευτική εξελίσσεται σε ιδεολογική και κοινωνική.
Το επιτακτικό ερώτημα που αναδεικνύεται είναι εάν μπορούν οι κυρίαρχες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς να θέσουν τις βάσεις για την εκκίνηση του διαλόγου, να αμφισβητήσουν δηλαδή ακόμη και την πολιτική τους ταυτότητα, παραχωρώντας την και ενισχύοντας μία ευρύτερη κοινωνικοπολιτική δυναμική.
Μάλλον όχι.
Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να παράξει πολιτικά γεγονότα. Το αφήγημα χτίζεται γύρω από την persona του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος εγκλωβισμένος στην εικόνα του, υπάρχει μόνο όταν τροφοδοτεί τις αδηφάγες lifestyle ορέξεις των ΜΜΕ. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, επίσης είναι δύσκολο να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο διάλογο αν δεν εξασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία. Κάτι που επίσης αμφισβητείται, καθώς υποτάχθηκε στην ευμετάβλητη δημοσκοπική ευδαιμονία της δεύτερης θέσης και τώρα την παρατηρεί αμήχανα να τον τιμωρεί.
Ανεξάρτητα από την δυνατότητα των ηγεσιών, η πρωτοβουλία για την εκκίνηση του διαλόγου οφείλει να ληφθεί άμεσα και ανεξάρτητα από το εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεπεράσει τις πιέσεις, κάτι που μοιάζει πιθανό (όπως ξεπερνά κάθε σοβαρή κρίση, πανδημία, υποκλοπές, ναυάγιο Πύλου, ανασφάλεια, ενεργειακή κρίση, ακρίβεια κλπ.). Οφείλει να ξεκινήσει γιατί ακόμη και αν ο πρωθυπουργός χάσει το προβάδισμα των 20 ή 15 μονάδων στις ευρωεκλογές ή αν προκηρύξει εθνικές εκλογές, θα αμφισβητηθεί η κυριαρχία του;
Μάλλον όχι.
Μπορούν αυτές οι δύο αρνήσεις, να δημιουργήσουν μία κατάφαση. Είναι πιθανό, γιατί ο πολιτικός χώρος παραμένει πλειοψηφικός. Όσο κι αν η κυρίαρχη ρητορική επιμένει για το αντίθετο, η πλειοψηφία των πολιτών διατηρεί ισχυρό το αίτημα για κοινωνική Δικαιοσύνη, αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της υπεράσπισης του δημόσιου (Παιδεία, Υγεία, Υποδομές κλπ) έναντι του ιδιωτικού. Παραμένει ισχυρή η ανάγκη διαμόρφωσης συνεκτικού αφηγήματος που θα προσφέρει λύσεις στα διογκούμενα προβλήματα της κοινωνίας. Η ανάγκη εκκίνησης σοβαρού διαλόγου για την Κεντροαριστερά.
Οι δυνάμεις υπάρχουν, αλλά δεν αναγνωρίζουν ιδιοκτήτες ούτε έχουν απεριόριστη υπομονή.
Πηγή: dnews.gr