Του Θανάση Μουσόπουλου.

Είχα τη χαρά, πριν από μερικές μέρες, να γνωρίσω από κοντά και να μιλήσω με ένα νέο Ξανθιώτη, άνθρωπο του θεάτρου και του λόγου. Αναφέρομαι στον Χασάν Μπουγιουκλού, που γεννήθηκε το 1989 στα Σήμαντρα, σπούδασε στο ΑΠΘ, και ως Θεατρολόγος διδάσκει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Θα ήθελα με το κείμενό μου να παρουσιάσω μια μεταφραστική του δουλειά, από τα τουρκικά στα ελληνικά.

Η χαρά που ένιωσα από τη γνωριμία μου με τον Χασάν έχει δύο άξονες. Χαίρομαι γιατί παιδιά της μειονότητας γράφουν και δημοσιεύουν λογοτεχνικά κείμενα, ασχολούνται με την τέχνη του λόγου. Κατά το παρελθόν αναφέρθηκα στην ποίηση της Ραμπάν Ιμπράμογλου και του Σαλή Ελιάζ, στις εργασίες του Σεμπαϊδήν Καραχότζα. Πρόσφατα ασχολήθηκα με την ποιητική συλλογή της Νιλγκιούν Τουρσέν Ογλού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σπανίδη σε ελληνικά και τουρκικά.

Ο δεύτερος λόγος είναι η μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων από τα ελληνικά στα τουρκικά ή το αντίστροφο. Γνωρίζω την Μπουρτσού Γιαμανσαβαστσιλάρ που ζει στην Ξάνθη και έχει μεταφράσει από τα ελληνικά στα τουρκικά την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη, τη βιογραφία του Μουσταφά Κεμάλ του ξανθιώτη συγγραφέα Χρίστου Χριστοδούλου κά. έργα.

Ο Χασάν Μπουγιουκλού πρόσφατα δημοσίευσε τη μετάφραση του θεατρικού έργου του Ναζίμ Χικμέτ «Ο Ταξιδιώτης», στις εκδόσεις Δωδώνη, 2018, σελ. 97.

Θεωρώ πολύ σημαντικό που οι κλασικές εκδόσεις Δωδώνη, ιδιαίτερα η σειρά για το Παγκόσμιο Θέατρο αφιέρωσε τον 183. τόμο της στη μετάφραση αυτή του Χασάν.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου δημοσιεύεται η εργασία του διδάκτορα θεατρολογίας Μιχάλη Γεωργίου «Η θεατρική δημιουργία του Ναζίμ Χικμέτ» (σελ. 7 – 23). Ο αναγνώστης / η αναγνώστρια έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τη θεατρική διαδρομή του Χικμέτ, μια και συνήθως ασχολούμαστε με την ποίησή του.

Θα παραθέσω λίγα εργοβιογραφικά στοιχεία για τον Ναζίμ Nazim Hikmet Ran (1902-1963), που ως γνωστόν γεννήθηκε στη οθωμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Γόνος οικογένειας κρατικών αξιωματούχων, ο Χικμέτ αρχικά πήγε στη ναυτική ακαδημία και υποστήριξε την κεμαλική επανάσταση, γράφοντας παράλληλα έμμετρα πατριωτικά ποιήματα. Ωστόσο, οι κομμουνιστικές ιδέες του τον έβαλαν γρήγορα σε τροχιά σύγκρουσης με τη νέα τάξη πραγμάτων στην Τουρκία. Θέλοντας να ζήσει από κοντά τα αποτελέσματα της ρωσικής επανάστασης, μετακόμισε στη Μόσχα, όπου σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Επέστρεψε στην Τουρκία το 1924, εισάγοντας τον ελεύθερο στίχο και προώθησε συστηματικά τις πολιτικές του απόψεις μέσω του πολύπλευρου συγγραφικού του έργου. Θεωρήθηκε αντικαθεστωτικός και πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του στη φυλακή. Το 1951 άφησε οριστικά πίσω του την Τουρκία, ζώντας τα τελευταία χρόνια του στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου υπηρέτησε τα ιδεώδη του. Στη χώρα του έγινε δημοφιλής κυρίως μετά τον θάνατό του. Για την τουρκική αριστερά ήταν “ποιητής του λαού και ήρωας της επανάστασης”.

Διεθνώς ο Χικμέτ θεωρείται από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα και το έργο του έχει μεταφραστεί σε 50 γλώσσες. Έγραψε πλήθος θεατρικών έργων, ενώ η ποίησή του στα ελληνικά είναι κυρίως γνωστή από τις μεταφράσεις του Γιάννη Ρίτσου και τις πολλές μελοποιήσεις.

*
Στο οπισθόφυλλο της παρουσιαζόμενης έκδοσης διαβάζουμε:
«Τρεις άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε ένα σκοτεινό παρόν, μαύρο παρελθόν και ένα μέλλον που δεν ξέρουν αν θα υπάρξει και πώς θα είναι. Ο μικρός σταθμός στην Ανατολία φιλοξενεί έναν ολόκληρο κόσμο και η ελπίδα με το άλογο όντως κάποτε θα έρθει.
Ο Ναζίμ Χικμέτ αναρωτήθηκε πολλές φορές αν θα καταφέρει να φτάσει ανάμεσα στους κορυφαίους δραματουργούς του κόσμου. Πριν το αποψινό βράδυ ούτε εγώ ήξερα πότε θα το κατάφερνε. Νομίζω όμως ότι Ο Ταξιδιώτης τοποθετεί τον Χικμέτ στο πάνθεον των δραματουργών, όπου του αξίζει άλλωστε”.
Οζνούρ Οράς Τσολάκ, Δημοσιογράφος – Κριτικός τέχνης, εφημερίδα Τζουμχουριέτ, 21 Νοεμβρίου 2013 παράσταση στο Εθνικό Θέατρο Κωνσταντινούπολης»
Όσον αφορά την υπόθεση του έργου, διαβάζουμε :

Ο μικρός σταθμός στην Ανατολία – το 1921, κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο ή Τουρκικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας – φιλοξενεί έναν ολόκληρο κόσμο. Τρεις άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε ένα σκοτεινό παρόν, μαύρο παρελθόν και ένα μέλλον που δεν ξέρουν αν θα υπάρξει και πώς θα είναι. Και οι τρεις αδιάφοροι για ό,τι συμβαίνει στη χώρα, βυθισμένοι στις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Η έλλειψη ονοματοδοσίας στους ήρωες εξυπηρετεί την απώλεια της εσωτερικότητας και την έλλειψη επικοινωνίας. Ο Καβαλάρης φέρνει την αλλαγή, την ελπίδα και σηματοδοτεί τον νέο κόσμο, τη σκέψη, την ανασυγκρότηση της συνείδησης.

Για να σχολιάσω το έργο, καταφεύγω σε ένα δημοσίευμα της Διδώς Σωτηρίου (1909 – 2004) από επίσκεψή της στον τάφο του Ναζίμ. Το κείμενο είναι του 1963.
«Λίγες μέρες πριν πάω στον τάφο του Ναζίμ Χικμέτ αντάμωσα την πρώτη γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του που γι’ αυτήν έγραψε τα περισσότερα τραγούδια της φυλακής. Έχει όλες τις αρετές μιας μορφωμένης Ευρωπαίας και τίποτα που να θυμίζει Τουρκία, εκτός από την φλογερή αγάπη της για την γενέτειρά της. Μιλήσαμε για τον ποιητή.
«Τα βιβλία σας δεν ήταν δυνατόν να μην του άρεσαν, μου είπε, γιατί έζησε τον πυρετό των γεγονότων της Μικρασίας σε ηλικία 17 χρονών και αναστατώθηκε. Η οικογένειά του βρισκόταν τότε στην Πόλη. Ο ίδιος ήταν δόκιμος σε ναυτική σχολή. Κατάλαβε μέσα στα κατάβαθα της ψυχής του τον ύπουλο ρόλο της Αντάντ. Ο Ναζίμ γεννήθηκε το 1902 στη Θεσσαλονίκη, μην το ξεχνάτε. Ο παππούς του ήταν πασάς και διοικητής εκεί. Ίσως γι’ αυτό μισούσε πιο πολύ κάθε κατακτητική μανία, κάθε βία και απολυταρχία…»
Κοιτάζω το συμπαθητικό, πανέξυπνο και κάπως νευρικό πρόσωπό της. Την γνωρίζουμε τόσο καλά μέσα από τους στίχους του μεγάλου φυλακισμένου. Δεκατρία χρόνια πέρασε ο Ναζίμ μέσα στις άθλιες φυλακές της Ανατολής – από το 1938 ως το ’51. Εκεί η υγεία του κλονίστηκε. Η καρδιά που ήξερε ν’ αγαπά όλο τον κόσμο, ράγισε.
Ο άνθρωπος πέθανε. Το έργο του όμως ζει στις καρδιές του κόσμου που αγωνίζεται για ένα ευτυχισμένο ειρηνικό μέλλον».

Ολοκληρώνοντας, θα παραθέσω δύο μικρά αποσπάσματα από τον Ταξιδιώτη του Ναζίμ Χικμέτ, για να πάρει ο αναγνώστης και η αναγνώστριά μου μια γεύση από την εξαιρετική μετάφραση του Χασάν Μπουγιουκλού.

Είναι κατά τη γνώμη μου η κεντρική ιδέα του έργου:

«Εμείς έχουμε χάσει κάθε επαφή με τον έξω κόσμο […] Εδώ μέσα το μόνο που υπάρχει είναι η ζήλια, η μυστικότητα κι ο καθένας βλέπει μόνο τον εαυτούλη του» (σελ. 46-7)

«Μακάρι να ’χαμε ακόμα εκατό παράθυρα ν’ ανοίγαμε και τα πρόσωπά μας. Μην κλείνεις το παράθυρο. Επειδή κλείσανε τα παράθυρα εδώ, γι’ αυτό γίναμε κακοί» (σελ. 96).