
Του Γιώργου Μπατζακίδη
H συνάντηση του Πάπα Λέοντος ΙΔ΄ και του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου στη Νίκαια της Βιθυνίας. Το momentum της ιστορίας στην 3η χιλιετία.
Η Νίκαια της Βιθυνίας, το σημερινό Ίζνικ/iznik της Τουρκίας, αποτελεί έναν από τους ιερότερους τόπους της χριστιανικής ιστορίας. Εκεί συγκλήθηκε το έτος τριακόσια είκοσι πέντε από τον Μέγα Κωνσταντίνο, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία καθόρισε τη θεολογική ταυτότητα της Εκκλησίας και χάρισε στο χριστιανικό πλήρωμα το Σύμβολο της Πίστεως. Η παρουσία του αυτοκράτορα ως «Επισκόπου των Έξω» ανέδειξε τη σύνθεση κοσμικής και πνευματικής εξουσίας και υπογράμμισε τη σημασία της ενότητας ως θεμέλιο του χριστιανικού βίου. Χίλια επτακόσια χρόνια αργότερα ο ίδιος τόπος έγινε ξανά σημείο αναφοράς για ολόκληρη την οικουμένη.Ο Πάπας Λέων ΙΔ’ και ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος συναντήθηκαν στη Νίκαια προσδίδοντας στο γεγονός μια διάσταση που υπερβαίνει τον ιστορικό χρόνο. Η στιγμή αυτή συγκινεί βαθιά διότι ανακαλεί τη μνήμη της πρώτης μεγάλης ενότητας της Εκκλησίας και δημιουργεί μια νέα προοπτική συμφιλίωσης μετά από σχεδόν μία χιλιετία διαχωρισμού. Το Σχίσμα του χίλια πενήντα τέσσερα ανάμεσα στον Πάπα Λέοντα Θ’ και τον Πατριάρχη Μιχαήλ Α’ Κηρουλάριο είχε χαράξει ένα βαθύ ρήγμα που σημάδεψε την πορεία Ανατολής και Δύσεως. Η συνάντηση των δύο σημερινών προκαθημένων απαλύνει αυτό το ρήγμα και προσφέρει χώρο στο πνεύμα της ενότητας.
Στο επίκεντρο της ιστορικής στιγμής δεσπόζει η προσωπικότητα του Παναγιωτάτου Βαρθολομαίου. Η πνευματική του ωριμότητα η σοφία του και η αταλάντευτη προσήλωσή του στον διάλογο τον καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους ιεράρχες της χιλιόχρονης πορείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η ηγετική του παρουσία δεν περιορίζεται στη διοικητική διάσταση της Εκκλησίας αλλά εκτείνεται στην οικοδόμηση γεφυρών σε έναν κόσμο που συχνά παρασύρεται από την ένταση και τη διαίρεση. Με σεμνότητα και αποφασιστικότητα αναδεικνύει την Ορθοδοξία ως δύναμη ελπίδας και ειρήνης. Επί των ημερών του έχουν αναστηλωθεί πάνω από εξήντα ορθόδοξοι χριστιανικοί ναοί σε ολόκληρη την επικράτεια της σημερινής Τουρκίας.
Σε αυτό το ήδη μοναδικό γεγονός προστίθεται η ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη στάση του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας. Παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις και τις δυσκολίες που συνοδεύουν κάθε δημόσια ανάδειξη της Βυζαντινής χριστιανικής κληρονομιάς της χώρας του, επέτρεψε με σεβασμό και ωριμότητα την πραγματοποίηση της συναντήσεως στον ιερό χώρο της Νικαίας. Η επιλογή αυτή αποκαλύπτει επίγνωση του υψηλού συμβολισμού και της τεράστιας ιστορικής σημασίας του τόπου, αλλά και συνειδητοποίηση του ρόλου της σύγχρονης Τουρκίας ως κράτους, μιας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί τον παλαιότερο «εν ζωή» θεσμό της χώρας του από την πάλαι ποτέ οθωμανική αυτοκρατορία. Η στάση του αποτελεί ένδειξη πολιτικής σοφίας.
Ακόμη πιο συμβολική υπήρξε η πραγματοποίηση της συνάντησης χωρίς να τεθεί το ζήτημα του filioque, το θεολογικό τούτο θέμα υπήρξε για αιώνες σημείο τριβής ανάμεσα στους δύο κόσμους της χριστιανικής παράδοσης. Η συνειδητή αποσιώπησή του στη Νίκαια δείχνει την επιθυμία των δύο ηγετών να δώσουν προτεραιότητα στην κοινή μνήμη, στην κοινή πίστη και στη βαθύτερη πνευματική συγγένεια των δύο Εκκλησιών. Δεν πρόκειται για παραγνώριση των θεολογικών διαφορών αλλά για υπέρβαση των εμποδίων που θα μπορούσαν να σκιάσουν μια τόσο λαμπρή στιγμή. Η ενότητα δεν οικοδομείται με συγκρούσεις αλλά με υπερβάσεις, με αποφασιστικότητα και με το θάρρος της αγάπης.
Η Νίκαια γίνεται έτσι τόπος όπου η ιστορία συναντά το μέλλον. Ο Μέγας Κωνσταντίνος που χάρισε στον χριστιανικό κόσμο την πρώτη μεγάλη σύναξη των Πατέρων μοιάζει να ευλογεί μέσα από τη μνήμη του χρόνου τη νέα αυτή προσέγγιση. Η γη που φιλοξένησε την πρώτη ομολογία της ενιαίας πίστεως δέχθηκε τώρα τα βήματα δύο φωτισμένων ηγετών που επέλεξαν να σταθούν μαζί και να υψώσουν την ελπίδα πάνω από το παρελθόν.
Μέσα σε αυτή τη συνάντηση αντανακλάται η βαθύτερη αλήθεια της Εκκλησίας η οποία υπερβαίνει σύνορα και ιστορικές πληγές. Η ενότητα δεν είναι απλώς θεσμικό αίτημα αλλά πνευματική αναγκαιότητα. Δεν είναι προσπάθεια επιβολής αλλά καρπός αμοιβαίας κατανόησης. Η Νίκαια γίνεται για άλλη μια φορά τόπος θαύματος και υπόμνηση ότι η ιστορία της Εκκλησίας γράφεται όταν οι καρδιές ανοίγουν και όταν η αγάπη γίνεται δρόμος συμφιλίωσης.
Αυτό το γεγονός δεν αποτελεί απλή επετειακή στιγμή. Είναι μια πνοή που ανανεώνει την πορεία της οικουμενικής χριστιανοσύνης και μια μαρτυρία ότι ακόμη και μετά από χίλια χρόνια διαχωρισμού η ενότητα μπορεί να βρει χώρο να ανθίσει. Είναι μια στιγμή που συγκινεί γιατί αγγίζει τον πυρήνα της πίστης και της ιστορικής μνήμης και ανοίγει την προοπτική ενός μέλλοντος ειρηνικότερου και φωτεινότερου για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Τέλος, παρά τις αντιδράσεις μερίδας αρχαιολόγων που αμφισβητούν αν ο χώρος της Βασιλικής του Αγίου Νεοφύτου ταυτίζεται πλήρως και επιστημονικά με τον αρχικό παλαιοχριστιανικό ναό, η συζήτηση αυτή δεν μειώνει την ουσία του γεγονότος. Η ιστορική μνήμη της Νικαίας δεν εξαρτάται αποκλειστικά από απόλυτη αρχαιολογική βεβαιότητα αλλά από τον βαθύ συμβολισμό που φέρει ο τόπος. Εκεί όπου η παράδοση τοποθετεί τη λατρεία των πρώτων χριστιανών εκεί όπου η πίστη άφησε ανεξίτηλα ίχνη ακόμη και όταν τα μνημεία αλλοιώθηκαν από τον χρόνο, ο υψηλός συμβολισμός υπερέχει των επιμέρους επιστημονικών διαφωνιών. Η Νίκαια διατηρεί τη δύναμη να συγκινεί και να ενώνει διότι η αξία της δεν μετριέται μόνο με ανασκαφικά δεδομένα αλλά με την πνευματική της ακτινοβολία μέσα στους αιώνες.
Επιμέλεια ιστορικής έρευνας:
Γιώργος Φ. Μπατζακίδης
Ιστορικός Ερευνητής.


















