Με αφορμή την πολυσυζητμένη τροπολογία για την ΤΕΞ που υπερψήφισαν τα περισσότερα κόμματα της Βουλής, η Εφημερίδα των Συντακτών και ο Δημήτρης Ψαρράς, προσέγγισαν σε αφιέρωμά τους το ζήτημα των μειονοτικών Σωματείων από ένα νέο πρίσμα καθώς και με νέα στοιχεία:
H τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναγνώριση των σωματείων της μειονότητας της Δυτικής Θράκης άναψε εθνικιστικές «φωτιές»: αξιωματική αντιπολίτευση (η Χρυσή Αυγή εννοείται…) και πολλά ΜΜΕ υπαινίσσονται από εθνική υποχώρηση έως εθνική προδοσία, μη γνωρίζοντας (ή «ξεχνώντας») την πολιτική Καραμανλή, αλλά και τις ποικίλες δράσεις του ελληνικού κράτους σε βάρος των μη ελληνόφωνων και μη… ελληνόθρησκων της περιοχής
Η τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναγνώριση των σωματείων της μειονότητας της Δυτικής Θράκης υπήρξε μια υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας. Παρά τον θόρυβο που ξεσηκώθηκε προτού καν αυτή η τροπολογία φτάσει στη Βουλή και παρά το γεγονός ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης φρόντισε να περιλάβει τόσες εθνικές ασφαλιστικές δικλίδες ώστε να εξασφαλίσει την ενθουσιώδη συναίνεση ακόμα και του Δ. Καμμένου, η αξιωματική αντιπολίτευση και μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης εξακολουθούν να διαμαρτύρονται και να υπαινίσσονται εθνική υποχώρηση, αν όχι και προδοσία της ελληνικής πλευράς.
Προδότης και ο «εθνάρχης»;
Προτού βιαστούν να καταδικάσουν την κυβερνητική πρωτοβουλία οι ποικιλόχρωμοι εθνικόφρονες καλό θα ήταν να λάβουν υπόψη τους ότι τον χαρακτηρισμό «Τούρκοι» για τους μειονοτικούς πολίτες της Δυτικής Θράκης και την ονομασία «τουρκική» για τη μειονότητα υιοθετεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και μάλιστα κατά τις επίσημες συνομιλίες του με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ στο Μοντρέ της Ελβετίας (10-11.3.1978).
Σύμφωνα με το κείμενο που περιλαμβάνεται στο δημοσιευμένο «Αρχείο Καραμανλή» (τ. 10, σ. 134-135), ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας είχε δηλώσει τα ακόλουθα στον Τούρκο ομόλογό του:
«Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα των μειονοτήτων, η δική μας πλευρά είναι εκείνη που θα πρέπει να εγείρει θέμα. Η εξέλιξις του προβλήματος αυτού έχει ως εξής: Οταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης, υπήρχαν 111.000 Ελληνες εις την Τουρκία και 106.000 Τούρκοι εις Ελλάδα. Σήμερα υπάρχουν 10.000 Ελληνες στην Κωνσταντινούπολη και 120.000 Τούρκοι στην Ελλάδα.
Με αποτέλεσμα η ισορροπία που προεβλέπετο στην Συνθήκη της Λωζάννης ανετράπη εναντίον μας. Το μόνο θέμα που μπορεί να εγερθεί στο σημείο αυτό είναι η επαναφορά της ισορροπίας αυτής. Δεν είχα ποτέ την πρόθεση, ως Κυβέρνησις, να ενοχλήσω την τουρκική μειονότητα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 300 τουρκικά δημοτικά σχολεία, 2 γυμνάσια, 280 τεμένη, 7 περιοδικά στην τουρκική και 2 βουλευτές, αμφότεροι στην αντιπολίτευση, ένας του φιλοχουντικού κόμματος και ένας του κόμματος του Κέντρου.
Επαναλαμβάνω ότι, αν σημειώθηκαν οποιεσδήποτε υπερβολές απ’ τις τοπικές αρχές, είμαι πρόθυμος να τις συζητήσω. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κυβέρνησις έχει πολιτική διωγμού. Σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω το καλύτερο δυνατό για να προλάβω τέτοιες υπερβολές».
Μια ιστορία 90 χρόνων
Αλλά τι ακριβώς θέλησε να θεραπεύσει η επίμαχη τροπολογία του κ. Κοντονή; Απλά και μόνο να αντιμετωπίσει μια διεθνή εκκρεμότητα της χώρας μας, η οποία έχει υποστεί επανειλημμένα τον εξευτελισμό να καταδικάζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται η απαγόρευση από τα ελληνικά δικαστήρια του σωματείου «Τουρκική Ενωση Ξάνθης», με βασική αιτιολογία ότι πίσω απ’ αυτό υποκρύπτεται η μετατροπή της επίσημα αναγνωρισμένης ως θρησκευτικής (μουσουλμανικής) μειονότητας της Θράκης σε εθνική (τουρκική) με συνέπεια τη βλάβη των εθνικών συμφερόντων.
■ Το σωματείο αυτό είχε συσταθεί από το 1927 µε την επωνυμία «Οίκος της τουρκικής νεολαίας της Ξάνθης», στην περιοχή της ∆υτικής Θράκης, από Ελληνες υπηκόους που ανήκαν στη μουσουλµανική μειονότητα.
Οι σκοποί του, όπως αυτοί προκύπτουν από το καταστατικό του, ήταν να διαφυλάττει και να προωθεί τον πολιτισμό των «Τούρκων της ∆υτικής Θράκης», να δημιουργεί δεσµούς φιλίας και αλληλεγγύης μεταξύ τους και να συμβάλλει στη διάδοση των πολιτιστικών, κοινωνικών και θρησκευτικών µεταρρυθµίσεων που πραγµατοποιήθηκαν στην Τουρκία μετά την αλλαγή του καθεστώτος στην οποία προχώρησε ο Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ.
■ Το 1936 το σωματείο ζήτησε από το Πρωτοδικείο Ξάνθης την τροποποίηση της επωνυµίας του σε «Τουρκική Ενωση Ξάνθης». Το Μονοµελές Πρωτοδικείο Ξάνθης έκανε δεκτή την αίτησή του (απόφαση αριθ. 122/1936).
■ Η ελληνική πολιτεία δεν έδειξε να ενοχλείται από την παρουσία του σωματείου παρά μόνο 56 χρόνια μετά την ίδρυσή του! Στις 29 Νοεµβρίου 1983 ο νοµάρχης Ξάνθης προσέφυγε ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης µε µία αίτηση ασφαλιστικών μέτρων µε την οποία ζητούσε να απαγορευτεί στο σωματείο να χρησιµοποιεί τον όρο «τουρκικός» σε οποιοδήποτε έµβληµα, έγγραφο ή σφραγίδα του. Το Μονοµελές Πρωτοδικείο Ξάνθης έκανε δεκτή την αίτηση (απόφαση αριθ. 561/1983).
Δύο μήνες αργότερα, στις 30 Ιανουαρίου 1984, ο νοµάρχης Ξάνθης προσέφυγε ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης µε µία αγωγή διάλυσης του σωματείου, υποστηρίζοντας ότι το καταστατικό του προσέβαλε τη δημόσια τάξη.
Στις 11 Μαρτίου 1986 το Πολυµελές Πρωτοδικείο Ξάνθης έκανε δεκτή την αγωγή του νοµάρχη Ξάνθης και διέταξε τη διάλυση του σωματείου, με το αιτιολογικό ότι μέσα στο καταστατικό του γινόταν αναφορά στις πολιτιστικές, κοινωνικές και θρησκευτικές μεταρρυθµίσεις που πραγµατοποιήθηκαν στην Τουρκία μετά την αλλαγή του καθεστώτος στην οποία προχώρησε ο Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ, χωρίς όμως να παρέχει ακριβή εξήγηση των µεταρρυθµίσεων αυτών. Κατά συνέπεια το δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν σε θέση να εκτιµήσει κατά πόσο οι αρχές ήταν σύµφωνες µε τις αρχές της ελληνικής πολιτείας (απόφαση αριθ. 36/1986).
■ Το σωματείο κατέθεσε έφεση κατά της απόφασης αυτής, αλλά στις 19 Μαρτίου 1999 το Εφετείο Θράκης την επικύρωσε (απόφαση αριθ. 117/1999).
Η αίτηση αναίρεσης του σωματείου έγινε δεκτή στις 8 ∆εκεµβρίου 2000 από τον Αρειο Πάγο, ο οποίος ανέπεµψε την υπόθεση στο Εφετείο Θράκης (απόφαση αριθ. 1530/2000), το οποίο όμως στις 25 Ιανουαρίου 2002 επικύρωσε την αρχική απόφαση με την αιτιολογία ότι οι σκοποί που αναγράφονταν στο καταστατικό του καθώς και οι δραστηριότητες που διεξήγαγε το προσφεύγον σωματείο δεν ήταν σύμφωνες προς την εσωτερική δημόσια τάξη.
Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ότι το σωματείο θεωρούσε τα µέλη του Τούρκους και όχι «µουσουλµάνους ελληνικής υπηκοότητος», όπως είχαν αναγνωριστεί από τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Το Εφετείο έκρινε επιπλέον ότι το πρώτο προσφεύγον στόχευε στη διάδοση στην Ελλάδα των τουρκικών ιδανικών, όπως τα είχε ορίσει ο Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ κατά την ανακήρυξη της ∆ηµοκρατίας στην Τουρκία. Με τον τρόπο αυτό το εν λόγω σωματείο διακρινόταν από άλλα σωματεία, τα οποία έχουν αναγνωριστεί στην Ελλάδα και των οποίων τα µέλη ανήκαν σε εθνικές μειονότητες, διότι αυτές στόχευαν μόνο στη διαφύλαξη των πολιτιστικών εθίμων και παραδόσεών τους.
Τέλος, το Εφετείο σημείωσε ότι ορισμένα από τα µέλη του πρώτου προσφεύγοντος, συµπεριλαµβανοµένου και του προέδρου του, παρουσίαζαν τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως µία «τουρκική μειονότητα πολύ καταπιεσμένη». Το Εφετείο κατέληξε ότι, εάν το σωματείο δεν στόχευε, µε την επωνυμία του, παρά να μνηµονεύσει την καταγωγή των µελών του, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει έναν διαφορετικό όρο από εκείνο του «τουρκικού σωματείου» (απόφαση αριθ. 31/2002).
Στις 7 Φεβρουαρίου 2005 η ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι η απόφαση αυτή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, ότι οι σκοποί του σωματείου καθώς και οι δραστηριότητές του ήταν αντίθετες προς τη δημόσια τάξη και ότι κατά συνέπεια το μέτρο της διάλυσης ήταν αναγκαίο (απόφαση αριθ. 4/2005).
Η απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου πάρθηκε κάτω από απροκάλυπτες πιέσεις των μέσων ενημέρωσης. Αρχικός εισηγητής ήταν ο αρεοπαγίτης Νικόλαος Κασσαβέτης. Στα μέσα διέρρευσε η είδηση ότι η εισήγηση ήταν θετική για το σωματείο. Αμέσως ξεσηκώθηκε το «βαθύ κράτος» και τα συνήθη μέσα ενημέρωσης. «Βόμβα για τη μειονότητα της Θράκης» ήταν ο τίτλος στο «Βήμα» (2.10.2003). Το αποτέλεσμα ήταν να αναλάβει την (απορριπτική βέβαια) εισήγηση άλλος αρεοπαγίτης.
■ Ακόμα και η ίδρυση άλλου σωματείου, του «Συλλόγου Μειονότητας Νομού Εβρου», που δεν είχε καν τον όρο «τουρκικός» στην ονομασία του απορρίφθηκε από τον Αρειο Πάγο (Δ΄ Τμήμα, 58/2006), με τη δικαιολογία ότι εφόσον δεν αναφέρεται ρητά ο όρος «μουσουλμανική» θα μπορούσε να υπονοηθεί ότι πρόκειται για «τουρκική μειονότητα».
■ Ακολούθησε προσφυγή της «Τουρκικής Ενωσης» στο ΕΔΔΑ, το οποίο έκρινε ότι με τη διάλυση του σωματείου υπήρξε εκ μέρους της Ελλάδας παραβίαση του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ περί ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι (Απόφαση 27.3.2008).
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «δεν αρκούσε μόνο ο τίτλος και η χρήση του όρου “τουρκικός” μέσα στο καταστατικό προκειμένου να εξαχθεί το συµπέρασµα της επικινδυνότητας του σωματείου για τη δημόσια τάξη», διότι πάγια θέση του είναι ότι «η ύπαρξη μειονοτήτων και διαφορετικών πολιτισμών μέσα σε µία χώρα συνιστά ιστορικό γεγονός που µία δημοκρατική κοινωνία θα πρέπει να ανέχεται, και ακόμη και να προστατεύει και να υποστηρίζει σύμφωνα µε τις αρχές του διεθνούς δικαίου».
Από τότε υπήρχε αυτή η εκκρεμότητα, την οποία ήρθε να αντιμετωπίσει η τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ομηροι της ελληνοτουρκικής διένεξης
Η περιπέτεια αυτή του σωματείου είναι μόνο ένα απλό παράδειγμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει στην ελληνική έννομη τάξη η μειονότητα της Θράκης.
Στον πυρήνα αυτών των προβλημάτων βρίσκεται το γεγονός ότι η κατηγορία αυτή των Ελλήνων πολιτών βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο κράτη, των οποίων οι σχέσεις κυμαίνονται από συμμαχικές και φιλικές έως και εχθρικές και εν δυνάμει εμπόλεμες. Οταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ανθούν, τότε μπορεί και η μειονότητα να ελπίζει σε ομαλές συνθήκες διαβίωσης και ένταξης στην ελληνική κοινωνία.
Σε περιόδους κρίσης όμως η μειονότητα αντιμετωπίζεται ως οιονεί πέμπτη φάλαγγα. Η εξήγηση για την αρχική απόφαση διάλυσης του σωματείου που πήρε ο νομάρχης στις 29.11.1983 είναι δηλωτική: δύο βδομάδες νωρίτερα, στις 15.11.1983, η Τουρκία είχε προχωρήσει στην ανακήρυξη των κατεχομένων εδαφών της βόρειας Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος. Η κίνηση περιορισμού των δικαιωμάτων της μειονότητας ήταν δηλαδή ένα είδος αντιποίνων για την τουρκική πραξικοπηματική ενέργεια.
Αυτό είναι το δράμα της Θράκης. Η εξωτερική πολιτική και οι σχέσεις μας με την Τουρκία καθορίζει τον βαθμό ελευθερίας που επιτρέπεται να έχουν αυτοί οι πολίτες, οι οποίοι κατά περίπτωση αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Αλλωστε επί χρόνια η μειονότητα υφίστατο σειρά διοικητικών διακρίσεων που δεν στηρίζονταν σε κανένα νόμο (άρνηση άδειας οικοδομής, άδειας οδήγησης τρακτέρ, άδειας κυνηγιού, αποκλεισμό από δάνεια κ.λπ.), ενώ διατηρούνταν επί δεκαετίες και άλλες ειδικές ρυθμίσεις όπως το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας, είτε ακόμα και η περιβόητη «Επιτηρούμενη Ζώνη», οι κάτοικοι της οποίας ήταν υποχρεωμένοι να κινούνται σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων και να μπαίνουν στην περιοχή του περνώντας από έλεγχο σε στρατιωτικά φυλάκια και μπάρες.
Μάλιστα αυτό το ιδιότυπο απαρτχάιντ στα βόρεια σύνορά μας αφορούσε κυρίως τα Πομακοχώρια, εκεί δηλαδή που ζούσαν εκείνοι τους οποίους αργότερα το ελληνικό κράτος ήθελε να προσεταιριστεί προκειμένου να διαχωρίσει τη μειονότητα σε Τουρκογενείς, Πομάκους και Ρομά. Η αρχική καχυποψία απέναντι στους Πομάκους οφειλόταν βέβαια στη σλαβική γλώσσα τους που τους καθιστούσε ύποπτους για συνεργασία με τους Βούλγαρους, δηλαδή με τον «από Βορράν κίνδυνο» την περίοδο του ψυχρού πολέμου.
Η ύπαρξη των διακρίσεων ομολογήθηκε κατά την περίοδο της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα, με ένα έγγραφο στο οποίο συναινούσαν οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί (Κ. Μητσοτάκης, Α. Παπανδρέου, Χ. Φλωράκης) να καταργηθούν «αι διοικητικαί ενοχλήσεις [sic] αι οποίαι όχι μόνον απεδείχθησαν ατελέσφοροι αλλ’ επέτυχον αντίθετα αποτελέσματα των επιδιωκομένων και συνάμα μας εκθέτουν διεθνώς» (31.1.1990).
Δυστυχώς για να ληφθεί αυτή η απόφαση χρειάστηκε να προηγηθεί τις προηγούμενες μέρες μια οργανωμένη επίθεση σε βάρος της μειονότητας στην Κομοτηνή με δεκάδες σπασμένα και λεηλατημένα μαγαζιά.
Οι ναζιστές για τη Θράκη
Η Χρυσή Αυγή θεώρησε την τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης κατάλληλη ευκαιρία για να χαρακτηρίσει προδοτικό το πολιτικό σύστημα. Ξεκίνησαν Λαγός και Παναγιώταρος.
Ακολούθησε ο Ηλ. Κασιδιάρης, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι το σχετικό άρθρο προκαλεί «κοσοβοποίηση της ελληνικής Θράκης», ότι είναι «ανθελληνικό σχέδιο της παγκοσμιοποίησης και των εχθρών του Ελληνισμού» και ότι πρόκειται για «εθνοπροδοτική» και «κατάπτυστη» τροπολογία, ενώ δεν παρέλειψε και την πλαστή δήλωση Κίσινγκερ κατά της Ελλάδας.
Τη σκυτάλη πήρε ο Αρχηγός Μιχαλολιάκος, ο οποίος επιχείρησε να συνδέσει την τροπολογία του κ. Κοντονή με τη δίκη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, ενώ έφτασε στο σημείο να υπερασπιστεί και τους Ρομά της Θράκης, αυτούς που η ναζιστική οργάνωση αποκαλεί «ανθρώπινα σκουπίδια», προκειμένου να επιτεθεί στη μειονότητα.
Ο Αντ. Γρέγος προχώρησε σε κήρυξη πολέμου στην Τουρκία και την Αλβανία, τις οποίες αποκάλεσε εχθρικές χώρες, ενώ τις παρεμβάσεις της οργάνωσης έκλεισε ο Ι. Λαγός, ο οποίος βρήκε την ευκαιρία να δηλώσει ότι η δικογραφία για την υπόθεση της «εγκληματικής οργάνωσης» δεν εμπλέκει «κανέναν βουλευτή ή τον Αρχηγό της Χρυσής Αυγής», ενώ είναι πασίγνωστο ότι στο εδώλιο με την κατηγορία της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης βρίσκεται σύσσωμη η κοινοβουλευτική ομάδα της και φυσικά πρώτος πρώτος ο ίδιος ο Ν. Μιχαλολιάκος.
Η φανατική προσκόλληση…
Αλλά ποια ακριβώς είναι η θέση της ναζιστικής οργάνωσης απέναντι στο ζήτημα της μειονότητας της Θράκης; Δεν θα είχε καμιά σημασία η προσπάθειά της στη Βουλή να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας αλλού, αν από τη στάση αυτή δεν προέκυπτε ακόμα μια φορά η φανατική προσκόλλησή της προς την εγκληματική ιδεολογία του εθνικοσοσιαλιστικού φυλετισμού.
Από το 1988 η Χρυσή Αυγή έχει τοποθετηθεί ανοιχτά εναντίον των Ελλήνων πολιτών τουρκικής καταγωγής στη Θράκη και έχει υποστηρίξει ότι πρέπει να εκδιωχθούν από τη χώρα πάση θυσία. Και φυσικά, αντίθετα με όσα επιχειρεί να ψελλίσει σήμερα, η Χρυσή Αυγή αποκαλεί την κατηγορία αυτή των πολιτών «Τούρκους», χωρίς κανέναν δισταγμό. Στο άρθρο με τον δηλωτικό τίτλο «Τούρκοι της Θράκης,Η αφομοίωσή τους είναι τραγωδία, δεν είναι λύση», το περιοδικό της οργάνωσης υποστηρίζει ότι ο χαρακτηρισμός «Ελληνες Μουσουλμάνοι» είναι παραπειστικός, ότι τον χρησιμοποιεί το ελληνικό κράτος «εθελοτυφλώντας» και ότι πρόκειται για Τούρκους, οι οποίοι αποτελούν τουρκική μειονότητα (περ. «Χρυσή Αυγή», τχ. 34, Μάρτιος 1988).