ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΤΗΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ – ΚΤΙΡΙΟΥ.
Για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας
(Μέρος Β΄).
Η ευεργεσία της Hüsniye Hanım, κόρης του Χατζή Εμίν Αγά.
Από το Οθωμανικό Βακούφι στο Ορφανοτροφείο Θηλέων της Ξάνθης (1881–1925).
Από το Οθωμανικό Βακούφι στο Ορφανοτροφείο Θηλέων της Ξάνθης (1881–1925).
Μια ιστορική συνέχεια φιλανθρωπίας και παιδείας στην πόλη της Ξάνθης.
Επιμέλεια έρευνας: Γιώργος Φ. Μπατζακίδης, Ιστορικός Ερευνητής
Μετά τη δημοσίευση της κτητορικής επιγραφής της Hüsniye Hanım (Μέρος Α΄), η έρευνα συνεχίστηκε με στόχο τον εντοπισμό του κτιρίου που σχετιζόταν με αυτή τη μοναδική ευεργεσία. Η παρούσα μελέτη δεν αποτελεί τελεσίδικη απόδειξη, αλλά ιστορική υπόθεση εργασίας, βασισμένη σε πηγές, αρχειακά τεκμήρια και φωτογραφικό υλικό, τα οποία συγκλίνουν προς ένα εντυπωσιακό συμπέρασμα:
το κτίριο που στέγαζε το dârü’l-fünûn της Hüsniye Hanım φαίνεται ότι ταυτίζεται με το παλαιό Ορφανοτροφείο Θηλέων Ξάνθης, μεταξύ των οδών Μεραρχίας και Βενιζέλου.
Η ιστορία της Ξάνθης είναι γεμάτη από φωνές που σώπασαν μέσα στη λήθη του χρόνου. Μία από αυτές ανήκει στη Hüsniye Hanım, την ευγενή κόρη του μεγάλου Οθωμανού ευεργέτη Χατζή Εμίν Αγά, της οποίας η φιλανθρωπία, σμιλεμένη πάνω σε μαρμαρόπετρα το 1881/82, λησμονήθηκε για σχεδόν ενάμιση αιώνα, ώσπου η κτητορική της επιγραφή ήρθε ξανά στο φως.
Η επιγραφή, που βρέθηκε σε υπόγειο ενός σπιτιού της παλιάς Ξάνθης, αποκαλύπτει ένα έργο εκπαιδευτικό και κοινωνικό, ένα dârü’l-fünûn, δηλαδή έναν Οίκο των Επιστημών και των Τεχνών, που η ίδια ίδρυσε το έτος 1299 Εγίρας (1881/82 μ.Χ.).
Η Hüsniye Hanım, πρώτη γνωστή μουσουλμάνα γυναίκα δωρήτρια της Ξάνθης, αφιέρωσε το έργο αυτό στο όνομα της γνώσης, της ευπρέπειας και της προόδου των γυναικών της πόλης της, σε μια εποχή που η εκπαίδευση των κοριτσιών μόλις άρχιζε να γίνεται κοινωνικά αποδεκτή.
Το έργο της γεννήθηκε μέσα στο πνεύμα του Tanzimat, των μεγάλων μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα, που εισήγαγαν την έννοια της ισότητας και της δημόσιας εκπαίδευσης. Ο όρος dârü’l-fünûn δήλωνε τότε ένα σχολείο ανώτερης παιδείας, συνδεδεμένο με την επιστήμη και κυρίως με τις τέχνες. Στην Ξάνθη, μια πόλη εμπορικά ανθηρή και πνευματικά ανήσυχη, το έργο αυτό ήρθε ως συνέχεια της παιδευτικής παράδοσης του Χατζή Εμίν Αγά, ο οποίος λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1875, είχε ιδρύσει το πρώτο μουσουλμανικό σχολείο της πόλης στο παζάρι.
Το 1882, η Ξάνθη είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη ύπαρξης ενός “Fen Lisesi”, ενός σχολείου θετικών και κυρίως τεχνικών μαθημάτων.
Η Hüsniye Hanım, εμπνευσμένη από τις νέες ιδέες του Tanzimat και την κληρονομιά του πατέρα της, ίδρυσε το dârü’l-fünûn της με σκοπό να φωτίσει, να διδάξει, να ανυψώσει. Ήταν μια δωρεά, ένα Βακούφι/Vakıf δηλαδή, που δεν ανήκε σε άτομο αλλά στην ίδια την κοινωνία της πόλης.
Κι όμως, μέσα σε λίγες δεκαετίες, η ευεργεσία αυτή βυθίστηκε στη σιωπή της Ιστορίας.
Οι πολιτικές αναταραχές, οι πόλεμοι και οι αλλεπάλληλες διοικητικές μεταβολές άλλαξαν τη μοίρα πολλών κοινωφελών ιδρυμάτων της Θράκης.
Η πρώτη βουλγαρική κατοχή (1912–1913) σήμανε την αναστολή λειτουργίας όλων των μουσουλμανικών σχολείων. Τα βακούφια τέθηκαν υπό κρατική διαχείριση, ενώ η οθωμανική διοίκηση αποσύρθηκε. Το σχολείο της Hüsniye Hanım φαίνεται να έπαψε να λειτουργεί, παραμένοντας ως κτίριο χωρίς νομική προστασία.
Στην ενδιάμεση περίοδο (1913–1919), το κτίριο διασώθηκε χάρη στον Χασίμ Μπέη, έναν από τους επιφανείς Μουσουλμάνους της Ξάνθης, που το ανέλαβε πιθανότατα ως προσωρινός διαχειριστής (mütevelli), όπως συνέβαινε συχνά με εγκαταλελειμμένα βακούφια. Η πράξη αυτή φαίνεται να είχε χαρακτήρα συντήρησης και προστασίας, ώστε το κτίριο να μην καταρρεύσει ή λεηλατηθεί.
Σε τούτη τη περίοδο της βουλγαρικής κατοχής, η κατάσταση έγινε ακόμη πιο αβέβαιη. Πολλά μουσουλμανικά ιδρύματα έκλεισαν ή μετατράπηκαν σε εργαστήρια και αποθήκες. Το κτίριο της Hüsniye Hanım φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε τότε ως “σχολή οικοκυρικής”, δηλαδή ως χώρος πρακτικής εκπαίδευσης για νέες γυναίκες, μια συνέχεια τρόπον τινά, του πνεύματος της αρχικής δωρήτριας.
Μετά το 1920, με την ενσωμάτωση της Θράκης στην Ελλάδα, τα οθωμανικά βακούφια τέθηκαν υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου. Μόνο όσα λειτουργούσαν ενεργά διατηρήθηκαν, ενώ τα υπόλοιπα χαρακτηρίστηκαν “ανενεργά”. Σε αυτό το διοικητικό κενό, πολλά ακίνητα δηλώθηκαν ως ιδιωτικές περιουσίες από τους τοπικούς διαχειριστές ή τους κληρονόμους τους.
Έτσι και το κτίριο της Hüsniye Hanım, το dârü’l-fünûn του 1881/82, περιήλθε στην οικογένεια του Χασίμ Μπέη, η οποία το δήλωσε νόμιμα κατά τις απογραφές του 1920–1924. Υπόψιν πως όλη η ακίνητη περιουσία του Χασίμ Μπέη ήταν στην περιοχή του Ασά Μαχαλά και είναι το μοναδικό ακίνητο που βρέθηκε στη κατοχή του να είναι μεταξύ των συνοικιών Σούννε και Ατίκ.
Η πράξη αυτή, απολύτως σύννομη με το ελληνικό δίκαιο, σήμανε ωστόσο την οριστική λήθη του ονόματος της αρχικής δωρήτριας.
Το 1925, δύο χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, ο Μητροπολίτης Ξάνθης Πολύκαρπος Ψωμιάδης, γνωστός για το φιλανθρωπικό του έργο, αγόρασε το ακίνητο από τους κληρονόμους του Χασίμ Μπέη.
Η πράξη αυτή πραγματοποιήθηκε νόμιμα και με σεβασμό στις νέες διοικητικές ρυθμίσεις του ελληνικού κράτους.
Στο ίδιο κτίριο όπου άλλοτε στεγαζόταν το dârü’l-fünûn της Hüsniye Hanım, ιδρύθηκε το Ορφανοτροφείο Θηλέων Ξάνθης, ένας χώρος στοργής, παιδείας και φροντίδας για τα κορίτσια της πόλης. Σύμφωνα με τις πηγές, στο “ακίνητο” του Χασίμ Μπέη λειτουργούσαν ήδη από πρίν γραφεία στο ισόγειο και επάνω εργαστήρια, κάτι ανάλογο με σχολή θηλέων ραπτικής, υφαντικής και κεντημάτων, μια συνέχεια της ιδέας του “σχολείου των επιστημών”.
Και κάπως έτσι, μέσα από τις περιπέτειες της Ιστορίας, η δωρεά της μουσουλμάνας ευεργέτριας δεν χάθηκε, αλλά μεταμορφώθηκε.
Από σχολείο των επιστημών έγινε σχολείο της αγάπης, από ίδρυμα του Ισλάμ, έργο της Χριστιανοσύνης, μα πάντοτε με τον ίδιο ανθρωπιστικό πυρήνα: την φιλανθρωπία, την παιδεία και την ευεργεσία.
Η ιστορία της Hüsniye Hanım δεν είναι ιστορία απώλειας, αλλά συνέχειας. Η μνήμη της είχε βυθιστεί στη λήθη του χρόνου, όμως η πέτρα της επιγραφής της, που σώθηκε ύστερα από σχεδόν 140 χρόνια, μας υπενθυμίζει πως οι πράξεις του καλού δεν χάνονται, μπορεί να αλλάζουν χέρια, μορφή, θρησκεία ή σκοπό, αλλά η ουσία τους παραμένει η ίδια.
Σήμερα, καθώς η Ξάνθη στέκει πάνω στα θεμέλια των ευεργετών της, ανεξάρτητου θρησκείας, η Hüsniye Hanım ξαναβρίσκει τη θέση της στην ιστορία της πόλης, όχι για να χωρίσει, αλλά για να ενώσει. Διότι ο πολιτισμός της Ξάνθης, όπως και το κτίριο που φέρει ακόμη τη σιωπηλή σφραγίδα της, είναι καρπός μιας κοινής παράδοσης αρμονικής συνύπαρξης: Μουσουλμάνων και Χριστιανών, ανδρών και γυναικών, που με το έργο και την πίστη τους υπηρέτησαν τον Άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Ξάνθη δικαιωματικά πήρε τον τίτλο μιας πολυπολιτισμικής πόλης.
Η ιστορία οφείλει και πρέπει να είναι δίκαιη.
Βιβλιογραφία.
• Εξάρχου, Θ. Π. (2011). Ξάνθη 1924: Η καθημερινή ζωή και ιστορικά στοιχεία. Ξάνθη: Ιδιωτική έκδοση.
• Εξάρχου, Θ. Π. (2012α). Ξάνθη 1926: Η καθημερινή ζωή και ιστορικά στοιχεία. Ξάνθη: Ιδιωτική έκδοση.
• Εξάρχου, Θ. Π. (2012β). Ξάνθη 1927: Η καθημερινή ζωή και ιστορικά στοιχεία. Ξάνθη: Ιδιωτική έκδοση.
. Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου. (2018). Το Ορφανοτροφείο Θηλέων Ξάνθης: Ιστορία, φιλανθρωπία και κοινωνική προσφορά (1925–1970). Ξάνθη: Εκδόσεις Ι.Μ. Ξάνθης.
• Μπατζακίδης, Γ. Φ. (2020). Χατζή Εμίν Αγά: Ο μεγάλος ευεργέτης της οθωμανικής Ξάνθης. Academia.edu.
• Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου. (2010). Η φιλανθρωπική δράση της Μητρόπολης Ξάνθης (1870–1970). Ξάνθη: Εκδόσεις Ι.Μ. Ξάνθης.
• Σαρρής, Ν. (1995). Τα Βακούφια της Θράκης: Ιστορική και νομική θεώρηση. Αθήνα: ΙΜΧΑ.
• Τζελέπογλου, Α. (2008). Η μουσουλμανική κοινότητα Ξάνθης (1870–1920). Κομοτηνή: ΔΠΘ Εκδόσεις.
• Faroqhi, S. (1997). Subjects of the Sultan: Culture and Daily Life in the Ottoman Empire. London: I.B. Tauris.
• Shaw, S. J., & Shaw, E. K. (1977). History of the Ottoman Empire and Modern Turkey: Reform, Revolution and Republic. Cambridge: Cambridge University Press.
• Findley, C. V. (1980). Bureaucratic Reform in the Ottoman Empire: The Sublime Porte, 1789–1922. Princeton: Princeton University Press.
. IRCICA, Balkanlarda Osmanlı Vakıfları, Vakfıyeler, Yunanistan, cild 1, İstanbul, 2017.
Επιστημονική Σημείωση.
Η υπόθεση ταύτισης της κτητορικής επιγραφής της Hüsniye Hanım (1299 Εγίρας / 1881–82 μ.Χ.) με το κτίριο του παλαιού Ορφανοτροφείου Θηλέων Ξάνθης στηρίζεται σε ιστορικά, αρχιτεκτονικά και κοινωνικά δεδομένα που συγκλίνουν σε μια πειστική ερμηνεία συνέχειας.
Η χρονολόγηση, ο μορφολογικός τύπος του κτίσματος και η μεταγενέστερη χρήση του ως εκπαιδευτικού και φιλανθρωπικού ιδρύματος ενισχύουν την πιθανότητα ότι πρόκειται για το αρχικό dârü’l-fünûn της δωρήτριας.
Παρά την απουσία πρωτογενούς οθωμανικού εγγράφου ταπού ή αρχιτεκτονικού σχεδίου, η τεκμηρίωση θεωρείται επαρκής για τη διατύπωση ισχυρής ιστορικής υπόθεσης εργασίας, η οποία δύναται να επιβεβαιωθεί στο μέλλον από νεώτερους ερευνητές, μέσω στοχευμένης αρχιτεκτονικής και αρχειακής έρευνας.
Γιώργος Φ. Μπατζακίδης
Ιστορικός Ερευνητής