Άρθρο του Ραγκίπ Ντουράν, εξόριστου -στην Ελλάδα- Τούρκου Δημοσιογράφου, στο tvxs.gr

«Στο κατώφλι της 30ής επετείου του θανάτου του Σαδίκ Αχμέτ, σε μια εποχή που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επανέρχονται σε τροχιά, οι επίσημοι θεσμοί που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Τουρκίας δεν πρέπει να υποστηρίζουν αβάσιμους ισχυρισμούς», γράφει ο κ. Οκτσαλ στη στήλη του που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα στη δημοφιλή ειδησεογραφική ιστοσελίδα T24.com.tr.

Σε αυτήν καταγγέλλει την επίσημη γραμμή ότι ο Δρ Σαδικ, ο διορισμένος ηγέτης και αντιπρόσωπος των «Τούρκων» στην Ελλάδα, έπεσε θύμα δολοφονίας, παρά το γεγονός ότι ο τότε Γενικός Πρόξενος είχε πραγματοποιήσει επιτόπια έρευνα και είχε συντάξει έκθεση για την Άγκυρα σχετικά με τις λεπτομέρειες του τροχαίου δυστυχήματος που συνέβη στις 24 Ιουλίου 1995 μεταξύ Ξάνθης και Κομοτηνής.

Ο πρέσβης εν αποστρατεία υπενθυμίζει ότι η ημερομηνία της 24ης Ιουλίου είναι και η ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης της Λωζάνης (1923), του επίσημου εγγράφου αναγνώρισης της γέννησης της Κεμαλικής Δημοκρατίας της Τουρκίας από τις δυτικές δυνάμεις.

Ο συνταξιούχος πρέσβης έγραψε τη στήλη του για να συμπέσει με την κυκλοφορία μιας ταινίας για τον Σαδίκ Αχμέτ από έναν σκηνοθέτη που πρόσκειται στην κυβέρνηση.

Ο κ. Οκτσαλ επικρίνει ορισμένες από τις πολιτικές της Ελλάδας για τους μουσουλμάνους της Θράκης, αλλά δεν παραλείπει να αμφισβητήσει τη θέση της Άγκυρας:

Αν πρόκειται να μιλήσουμε για παραβιάσεις των άρθρων της Σύμβασης της Λωζάνης και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, οι ελλείψεις, τα εγκλήματα και οι αμαρτίες της Τουρκίας είναι πολύ πιο σοβαρές από αυτές της Ελλάδας. Ο πλούτος της Κωνσταντινούπολης, η ελληνική μειονότητα που είχε ανατεθεί στην Τουρκία με τη Σύμβαση, έχει πλέον περιοριστεί σε μια μικρή κοινότητα δύο χιλιάδων παλαιών ψυχών. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γενέτειρά τους εξαιτίας της καταπίεσης και των επιθέσεων, όπως το πογκρόμ της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, η επιβολή φόρου πλούτου (1942) και η ακύρωση των αδειών παραμονής το 1964. Οι «Τούρκοι» της Δυτικής Θράκης, από την άλλη πλευρά, εξακολουθούν να ζουν εκεί.

Είναι σπάνιο, και μάλιστα πολύ σπάνιο, να δει κανείς έναν κρατικό υπάλληλο στην Άγκυρα να μιλάει για το «πογκρόμ» του 1955 ή να επικρίνει τον φόρο πλούτου, ο οποίος στοχεύει ιδιαίτερα τους χριστιανούς πολίτες της χώρας.

Οι νυν και οι συνταξιούχοι πρέσβεις επαναλαμβάνουν γενικά τις επίσημες θέσεις της Άγκυρας.

Οι διπλωμάτες στην Τουρκία, και πιθανότατα και αλλού, θεωρούνται γενικά τυφλοί υπηρέτες του κράτους. «Μάλιστα Αρχηγέ, ναι κύριε, στις διαταγές σας» θα ήταν το αγαπημένο τους σύνθημα. Ο μεγάλος αναρχομαρξιστής ποιητής Ετζέ Αϋχάν (1931-2002), ο οποίος αποδόμησε τον ποιητικό λόγο της τουρκικής γλώσσας, χλεύαζε τους πρεσβευτές: «Στη χώρα μας, οι συνταξιούχοι πρεσβευτές νομίζουν ότι είναι διανοούμενοι και οι λογιστές νομίζουν ότι είναι οικονομολόγοι». Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον κ. Οκτσαλ, ο οποίος τόλμησε επίσης να δηλώσει δημοσίως ότι «το πρόβλημα της νοτιοανατολικής Ανατολίας (το κουρδικό πρόβλημα) δεν μπορεί να επιλυθεί με στρατιωτική βία».

Ο κ. Οκτσαλ γράφει ότι ο Δρ Σαδίκ Αχμέτ, ο οποίος θεωρείται από το τουρκικό κράτος ως ο μεγάλος ήρωας των «Τούρκων» της Ελλάδας, ήταν «ο κύριος πρωταγωνιστής της διαίρεσης εντός της μουσουλμανικής κοινότητας της Θράκης». Καταγγέλλει την Άγκυρα και ιδιαίτερα τους τουρκικούς εθνικιστικούς και κρατικούς κύκλους που υποστηρίζουν τον Δρ Σαδικ.

Υπενθυμίζεται ότι το όνομα του Δρ Σαδικ δόθηκε σε έναν δρόμο στον οποίο βρίσκεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στο Φανάρι, τη σημερινή συνοικία Μπαλάτ. Υπάρχουν περίπου είκοσι δρόμοι, πλατείες και βιβλιοθήκες στην Τουρκία που φέρουν το όνομα του.

Ο κ. Ακτσάλ πήρε λοιπόν ένα μεγάλο ρίσκο όταν τόλμησε να ασκήσει κριτική στον Σαδικ Αχμετ.