Η νίκη του Στράτου Κοντού, ο οποίος εμφανίστηκε μόλις τον Απρίλιο στο πολιτικό σκηνικό, με ένα μείγμα παλιών και νέων συμβούλων, είναι προφανώς μεγάλη. Και δείχνει ότι διέθετε σχεδιασμό, σωστούς συμβούλους, προσεγμένες κινήσεις και, φυσικά, τα αναγκαία μέσα και μηχανισμούς για να καταφέρει να φτάσει σε αυτή τη νική. Eνώ, εν αντιθέσει, ο Σάββας Μελισσόπουλος, που ήταν το αντίπαλο δέος στην αντιπολίτευση, δεν τα διέθετε όλα στον ίδιο βαθμό και δεν κινήθηκε αντίστοιχα.
Είναι μάλλον άσκοπο και παρελκυστικό να συνεχίσει κάποιος να μελετά την επιρροή των “εκλογικών μηχανισμών” για να ερμηνεύσει το εκλογικό αποτέλεσμα στο Δήμο της Ξάνθης (μπράβοι, φύλαρχοι, κουμανταδόροι και λοιποί κομματάρχες). Η επιρροή τους είναι απόλυτα καθοριστική και οι Ξανθιώτες θα πρέπει να μάθουν να ζουν με αυτή. Αν και τώρα δεν επηρρέασε το τελικό αποτέλεσμα ανανατίστοιχα με τη λαϊκή βούληση, οι μηχανισμοί είναι υπαρκτοί. Άλλωστε, και όταν κάποιοι είχαν την ευκαιρία να κάνουν κάτι που θα εξυγιάνει το πολιτικό παιχνίδι -έστω στο Δήμο Ξάνθης- προτίμησαν να δικαιωνίσουν το καθεστώς, κοντόφθαλμα και ανόητα.
Μια ματιά στα αποτελέσματα κάθε συνδυασμού σε πρώτο και δεύτερο γύρο, χωρισμένα σε εκλογικά διαμερίσματα, δείχνει τα πάντα. Στα Β’ και Γ’ εκλογικά διαμερίσματα της πόλης, στον πρώτο γύρο, καταγράφεται η ίδια σειρά στο αποτέλεσμα με μικρές, όμως, διαφορές μεταξύ των τριών συνδυασμών ενώ η βαρύτητα υπέρ Τσέπελη εντείνεται όσο φεύγουμε από το αστικό κομμάτι προς τα νότια (στο Α’) και προς τα Διαμερίσματα Ευμοίρου και Κιμμερίων. Αυτό εξομαλύνθηκε πολύ λίγο στο δεύτερο γύρο μεταξύ των δύο πρώτων, αλλά η μεγάλη διαφορά στην πόλη, βγάζει Δήμαρχο τον Κοντό.
Μόλις 3 γυναίκες διαθέτει το νέο δημοτικό συμβούλιο, όλες από την παράταξη Κοντού (Γιάνναρου-Θεοδωρίδου-Παυλίδου) Ακόμη πιο προβληματικό ζήτημα είναι ότι στην πρώτη δεκάδα των δύο μονομάχων της δεύτερης Κυριακής δεν εξελέγη καμία γυναίκα και μόλις στη δεύτερη δεκάδα υπήρχαν από δύο γυναίκες. Στην παράταξη Μελισσόπουλου υπήρχαν οι περισσότερες γυναίκες, δύο στην πρώτη δεκάδα και δύο στη δεύτερη. Αυτό ας μας προβληματίσει για την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού αλλά και το γεγονός ότι οι μηχανισμοί που ελέγχουν το πολιτικό παιχνίδι, αναπαράγουν νοοτροπίες του παρελθόντος.
Η περίπτωση του Κοντού, διαφοροποίησε αυτή τη μονομαχία, παρά το σύνηθες τοξικό κλίμα. Καθώς η πολιτική διαδρομή των γονέων δεν πρέπει να δεσμεύει τους διαδόχους, ο Στράτος Κοντός είχε το περιθώριο να παρουσιάσει το δικό του στίγμα, μάλλον πιο νεανικό από όσα μέχρι σήμερα ξέραμε, να προσπεράσει το Σάββα Μελισσόπουλο στην τελική ευθεία, για να βρεθεί με αξιώσεις στη δεύτερη Κυριακή. Επειδή ήταν ένα φρέσκο πρόσωπο, έπεισε, αλλά χρειάστηκε και τους μηχανισμούς γιατί διαφορετικά δεν είχε φτάσει ούτε στο Πρωτοδικείο.
Τη δεύτερη Κυριακή, ήταν αντιμέτωποι οι ίδιοι δύο μηχανισμοί που συγκρούστηκαν και στις εκλογές του 2019 και το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό. Όσο για το αν ο Στράτος Κοντός μπορεί να διαφοροποιηθεί από το μηχανισμό και από το παρελθόν που, μοιραία τον καταδιώκει, χαράσσοντας συμπεριληπτική και όχι ρεβανσιστική πολιτική, αυτό θα φανεί στην πράξη από πολύ συγκεκριμένα κριτήρια. Ο δρόμος είναι ανοιχτός και η πίστωση χρόνου δεδομένη.
Από την άλλη, στην παράταξη Τσέπελη γνώριζαν ότι αν δεν καταφέρουν να πετύχουν το 43% την πρώτη Κυριακή, θα τους είχαν όλους απέναντί τους και δύσκολα θα επικρατούσαν. Και μάλλον δεν είχαν καμία στρατηγική στην πορεία της τετραετίας. Το 2019 ο κόσμος, έστω και με μισή καρδιά, θέλησε να τιμωρήσει τους μηχανισμούς του Αλέξανδρου Κοντού και εξέλεξε τον Τσέπελη και τους ανθρώπους του. Όμως, για να είμαστε ρεαλιστές, η δημοτική αρχή, όποιες και αν ήταν οι προθέσεις, αποδείχτηκε στην πράξη εξίσου ανίκανη με αυτή του Χ. Δημαρχόπουλου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πια κανείς σύμμαχος.
Στην αντίπερα όχθη, ο προοδευτικός κόσμος πρέπει άμεσα να πάρει την απόφαση να διαμορφώσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα με σαφές πολιτικό πρόσημο απέναντι στο δεξιό κατεστημένο του Δήμου. Με επικεφαλής που μάλλον θα πρέπει να βρίσκεται στο νέο Δημοτικό Συμβούλιο και να εργαστεί από τώρα. Όχι γιατί τα τεκταινόμενα στο δημοτικό συμβούλιο απασχολούν κάποιον πολίτη (αντίθετα, κάποιος πρέπει να δει out of the box και όχι από μέσα προς τα έξω) αλλά γιατί το δημοτικό συμβούλιο δημιουργεί τριβή με όσα έχει να αντιμετωπίσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ειδικότερα, σε αυτές τις εκλογές πλήρωσε (πιο εμφατικά από την περασμένη φορά) την απουσία κοινωνικής γείωσης του οργανωμένου κόμματος. Αναιμική παρουσία στο Δήμο και πρωτόγνωρη αποτυχία στην Περιφέρεια, με την 5η θέση στην ΠΕ Ξάνθης. Ο καθένας μετρήθηκε από την αναπόδραστη σταυροδοσία, και αυτό δεν χωράει καμία αμφιβολία, αντίθετα συνιστά ηχηρό πολιτικό μήνυμα. Επίσης δεν περνά απαρατήρητο ότι ψηλά σε όλες τις λίστες Περιφέρειας και Δήμου, με μόνη εξαίρεση το Νίκο Καλιαμπάκα, βρίσκονται μόνο εκπαιδευτικοί, περίπου σαν ψηφοδέλτια συνδικαλιστικών εκλογών. Όχι τόσο γιατί μονοπωλούν όσο γιατί συχνά (τουλάχιστον στην Περιφέρεια) επιστρατεύτηκαν για να στελεχώσουν το ψηφοδέλτιο.
Αυτή είναι άλλη μια απόδειξη ότι οι έχοντες την ευθύνη των κομματικών οργανώσεων συνέχισαν να κρατούν κλειστό το κόμμα στην κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια. Αν μάλιστα ο ίδιος κύκλος ανθρώπων που έχει την ευθύνη αυτής της κατάστασης, και προκάλεσε διαδοχικές αποτυχίες και λάθος επιλογές, επιχειρήσει τώρα να αναβαπτιστεί από το αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών (σαν περίπου το ηχηρό μήνυμα της βάσης να απευθύνεται σε άλλους και όχι στους ίδιους) θα είναι η απόδειξη ότι τελικά μας φτύνουν και δεν βρέχει…
Στις εκλογές αυτές αποδείχτηκε και η πλήρης αδυναμία των ΜΜΕ της πόλης, με κάποιες εξαιρέσεις, να θέσουν την ατζέντα, να ενημερώσουν αποτελεσματικά, να έχουν θετική συνεισφορά, να είναι παρόντα. Ακόμη και η κακώς εννοούμενη επιρροή στα πολιτικά πράγματα, είναι πια μικρή γιατί τα ΜΜΕ είναι άνευρα και συχνά δεν απασχολούν καν δημοσιογράφους. Αυτή είναι μια κατάσταση που συναντάται μόνο στην Ξάνθη και οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στην παρακμή που επέφεραν διαχρονικά κάποιοι “μηχανισμοί” που αναλύσαμε παραπάνω και λυμαίνονται την πόλη για δεκαετίες.
Πάντως, οι εκλογές, όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση δραματικά. Η ένδεια πολιτικού προσωπικού συνολικά, ο καιροσκοπισμός και η αδιαφορία των πολιτών έχουν οδηγήσει την πόλη και όλη την περιοχή της Ξάνθης σε μαρασμό οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό. Αν δεν γίνει αυτή η παραδοχή από όλους τους ξανθιώτες ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, δεν θα υπάρξει βελτίωση ούτε στα πιο απλά καθημερινά πράγματα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι διαθέτουν μίνιμουμ κοινής λογικής και στοιχειώδους ευφυίας…
Τέλος, καλά τα πολιτικά συμπεράσματα, αλλά δεν πρέπει να διαφεύγει από κανέναν μια σκληρή πραγματικότητα. Ότι στο μεν Δήμο Ξάνθης δεν υπάρχουν πολλές ρεαλιστικές δυνατότητες να γίνει κάτι εντυπωσιακό άμεσα τόσο γιατί οι υπηρεσίες έχουν, πρακτικά, σταματήσει να λειτουργούν όσο και γιατί δεν υπάρχει κανένα τεχνικό πρόγραμμα. Χρόνια πριν. Από τους υπόλοιπους Δήμους, αυτός των Αβδήρων, είναι αυτός που θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας Δήμος που λειτουργεί ορθολογικά και συνεχίζει να απορροφά -με όλες τις κυβερνήσεις- σημαντικούς πόρους και ακολουθεί η Μύκη, όπου επίσης οι υπηρεσίες λειτουργούν ικανοποιητικά.
Στη δε Περιφέρεια υπάρχει ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα μηδαμινών εντάξεων έργων πνοής και σημαντικών πρωτοβουλιών, που αντικατοπτρίζεται και στην σημαντική κάμψη των δημόσιων επενδύσεων με σοβαρές επιπτώσεις σε όλη την οικονομία. Όλο αυτό το πλαίσιο -άρρηκτα συνδεδεμένο με τις εθνικές πολιτικές που ασκούνται στην περιοχή- και η έλλειψη παραγωγικού μοντέλου, συνιστά ένα πολύ δυσάρεστο φαύλο-κύκλο για τις τοπικές κοινωνίες.
Εξίσου μεγάλη η νίκη Τοψίδη στην Περιφέρεια γιατί απέναντί του είχε όχι μόνο μια απερχόμενη περιφερειακή αρχή αλλά όλη την κυβέρνηση και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να ποντάρουν στη νίκη Μέτιου και να τον στηρίζουν έμπρακτα. Όμως δίπλα στον Τοψίδη βρέθηκαν οι δυσαρεστημένοι βουλευτές της ΝΔ και στο δεύτερο γύρο έστω και αθόρυβα, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ -τουλάχιστον αυτές γιατί το ΠΑΣΟΚ φάνηκε να διχάζεται λόγω Σιμιτσή.
Τελικά, η μειονότητα της Θράκης σε αυτές τις εκλογές στήριξε σθεναρά την επίσημη Νέα Δημοκρατία σε Ροδόπη και Ξάνθη αλλά αυτό δεν αρκούσε. Αποδείχτηκε όμως πόσο υποκριτική και δημαγωγική ήταν η απόπειρα να δαιμονοποιηθεί η μειονότητα και ο ΣΥΡΙΖΑ στις Εθνικές Εκλογές από τη ΝΔ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκε ως “εθνικός μειοδότης” στις βουλευτικές εκλογές, ο χαρακτηρισμός αυτός θα έπρεπε να επιστραφεί τώρα στο κυβερνών κόμμα και τους υποψήφιούς του για τις αυτοδιοικητικές.
Όταν σοβαρευτούν όλοι όσοι εργαλειοποιούν τη μειονότητα (είτε για να την προσεταιριστούν είτε για να τη δαιμονοποιήσουν όταν δεν τους κάνει τα χατήρια), τότε θα μπορέσουμε να βάλουμε όλα τα θέματα στο τραπέζι και να μιλήσουμε για πολιτικές…