Του Γιάννη Σιδηρόπουλου

Ένας αιώνας συμπληρώνεται στις 24 Ιουλίου 2023 από την τελική υπογραφή και συμφωνία της Συνθήκης της Λωζάνης*. Παρότι αποτελεί την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων των νικητών και των ηττημένων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και καλύπτει μια ευρεία γκάμα ζητημάτων, στην ελληνική κοινή γνώμη είναι γνωστή ως αφετηρία των σύγχρονων σχέσεων μεταξύ της Ελληνικής και της Τουρκικής Δημοκρατίας, ρυθμίζοντας τα σύνορα των εθνικών κρατών και την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών ενώ αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στο δημόσιο λόγο, στα ζητήματα της Θράκης.

Το κύριο αντικείμενο της Συνθήκης βέβαια, ήταν να καθορίσει τις περιοχές επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, το εμπόριο και το καθεστώς των Στενών του Βοσπόρου, Τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή και, ειδικότερα, τα κοιτασμάτα πετρελαίου. Παράλληλα, επισημοποίησε και τον ενταφιασμό της “Μεγάλη Ιδέας” που πρακτικά είχε ήδη συντελεστεί με τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η Συνθήκη, εκτός των άλλων, καθόρισε και συνεχίζει να καθορίζει μέχρι σήμερα την πραγματικότητα της Θράκης, την παρουσία της -μη ανταλλάξιμης- μειονότητας και τη σχέση με την πλειονότητα και το ελληνικό κράτος, με τις στρεβλώσεις, τις αστοχίες και τα προβλήματα της εφαρμογής της. Καθώς στα 100 χρόνια που μεσολάβησαν, έχουν αλλάξει δραματικά οι συσχετισμοί στην ευρύτερη περιοχή, η εφαρμογή (ή μη) των όρων της Συνθήκης και η προσαρμογή τους στην τρέχουσα πραγματικότητα απασχολεί την εσωτερική πολιτική σκηνή και την πρόνοια της κεντρικής διοίκησης για τους πολίτες της που αναφέρονται σε αυτή, αλλά και τις διμερείς σχέσεις με την Τουρκία.

Σε αυτό τον αιώνα,  το ελληνικό κράτος, παρότι το κρύβει επιμελώς, άλλαξε αρκετές φορές την πολιτική του απέναντι στη μειονότητα και την ίδια τη Συνθήκη, ακολουθώντας αλληλοσυγκρουόμενες και διαμετρικά αντίθετες πολιτικές. Εφάρμοσε κατά περίπτωση και ευκαιριακά τη Συνθήκη ή τη συμπλήρωσε με πρόσθετα πρωτόκολλα, ως μη όφειλε, και, σε αρκετές περιπτώσεις, δημιούργησε με αποκλειστική του ευθύνη, τα προβλήματα που προσπαθεί σήμερα να  αντιμετωπίσει  και δαιμονοποιεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι η μετεμφυλιακή Δεξιά ήταν αυτή που πρώτη και μόνη προσδιόρισε τη μειονότητα ως “τουρκική”, επίσημα, επιχειρώντας να της το επιβάλει βίαια ενώ μέχρι σήμερα επιχειρηματολογεί για το αντίθετο και κατηγορεί την Αριστερά ως “εθνική εξαίρεση” !

Καθώς το ελληνικό κράτος εφάρμοσε στη συνέχεια, μια καταστροφική πολιτική καταπίεσης με αποκορύφωμα τις διοικητικές διακρίσεις και τις αδιανόητες “μπάρες”, στο διάστημα των τελευταίων 30 ετών όταν και αναγκάστηκε να ακολουθήσει μια ευρωπαϊκή πολιτική, παρά τα πισωγυρίσματα, το ένοχο παρελθόν συνεχίζει να δημιουργεί απόσταση. Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία με την σταθερά διεκδικητική και αναθεωρητική διπλωματία της, συνεχίζει να απαιτεί μια άλλη, πιο τμηματική και πιο ευκαιριακή εφαρμογή της Συνθήκης και  παρεμβαίνει κατά περίπτωση.

Σε αυτή την “καλή” εποχή της Πολιτικής Ισονομίας και Ισοπολιτείας και με επίκεντρο τη Συνθήκη, δημιουργήθηκε και μια υβριδική μορφή δημοσιολόγων και ημιμαθών πολιτικάντηδων που ονομάζονται ¨Θρακολόγοι” της Πλατείας Συντάγματος, οι οποίοι αναπαράγουν τη συντηρητική και απλοϊκή εκφοβιστική ρητορική περί “εθνικών κινδύνων”, εμποδίζοντας το πολιτικό σύστημα να σοβαρευτεί στοιχειωδώς. Η πικρή αλήθεια είναι ότι αντίληψη για τα ζητήματα της Θράκης είναι αδύνατο να έχει κάποιος που δεν έχει ζήσει εκεί, είτε δεξιός είτε και αριστερός. Ενώ αυτό που εμποδίζει την άσκηση σοβαρής πολιτικής είναι ότι όλοι οι παράγοντες, καλλιεργούν μια διαφορετική εικόνα για τη Θράκη, που ποτέ δεν συναντά όμως την πραγματικότητα και, κυρίως, αγνοεί πώς καθορίζουν οι πολίτες τη θέση τους μέσα σε αυτή.

Αν κάτι δικαιώθηκε σε όλα αυτά τα χρόνια ήταν οι θέσεις της μετριοπαθούς Αριστεράς, που έθεσε με μεγάλο πολιτικό κόστος και σε πολύ δύσκολες εποχές (κατά τις οποίες ο “γαλάζιος” συναγωνιζόταν τον “πράσινο” εθνικισμό), τις πλέον συνεπείς θέσεις για την επίλυση των σοβαρών εθνικών ζητημάτων που δημιουργήθηκαν στη Θράκη, οι οποίες αποτελούν – ουσιαστικά- τον οδικό χάρτη των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόζει με βασανιστικά αργό ρυθμό η χώρα μέχρι και σήμερα. Η Δεξιά, πράγματι, άνοιξε το δρόμο με την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (πρακτικά ήταν αναγκασμένη από τη διεθνή συγκυρία αλλά πιστώνεται αδιαμφισβήτητα ότι έριξε την πρώτη “μπάρα”) Έκτοτε όμως υπονόμευσε συστηματικά τις μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ. Το αν η Κυβερνώσα Αριστερά επιτάχυνε ή όχι αυτή την πορεία εκσυγχρονισμού είναι μια μεγάλη συζήτηση και η απάντηση μάλλον αρνητική σε σχέση με τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει και τις ξεκάθαρες θέσεις της. Για πολλούς λόγους.

Το σίγουρο είναι ότι οι προβλέψεις και οι όροι της αιωνόβιας, πια, Συνθήκης της Λωζάνης για τη Θράκη, παραμένουν άγνωστες όχι απλώς στην κοινή γνώμη  αλλά και στη συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού της χώρας ενώ η Θράκη συνεχίζει να προσφέρεται -όπως αποδείχτηκε και πολύ πρόσφατα- για εθνικιστική δημαγωγία, υπονομεύοντας την ανάγκη χάραξης συμπεριληπτικής στρατηγικής χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες, που θα βασίζεται στις κοινές ευρωπαϊκές αξίες και στους κανόνες του κράτους δικαίου και θα αγνοεί τους δύο αντικρουόμενους εθνικισμούς. Γιατί αυτή είναι στο τέλος της ημέρας η πιο “εθνική” πολιτική.

Έναν αιώνα μετά, η Συνθήκη της Λωζάνης, συνεχίζει να τέμνει και την καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας, η οποία συνεχίζει να ετεροκαθορίζεται και να μην έχει άποψη για τον εαυτό της, απόρροια της κεντρικής πολιτικής ανευθυνότητας και της τραγικής ένδειας πολιτικού προσωπικού, κάθε καταγωγής και θρησκεύματος, στη Θράκη.

Από το tvxs.gr

 

*Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σεβρών, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη