Ξεκίνησε την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου η δίκη για την υπόθεση του θανάτου της 37χρονης Δέσποινας Καραγεωργίου και του 7 μηνών αγέννητου μωρού της, τον περασμένο Απρίλιο, στο νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης. Κατηγορούμενες για τους δύο θανάτους είναι μία μαιευτήρας – γυναικολόγος, η οποία ήταν υπεύθυνη γιατρός της βάρδιας, μία ειδικευόμενη γιατρός μαιευτήρας – γυναικολόγος, μία μαία, η οποία κατηγορείται και για παραποίηση εγγράφων, καθώς και μία νοσηλεύτρια.

Η δίκη ξεκίνησε με την κατάθεση του συζύγου της Δέσποινας Κώστα Μπακαλάκη, ο οποίος περιέγραψε όσα εκτυλίχθηκαν τη μοιραία βραδιά της 14ης Απριλίου, όταν η σύζυγός του μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σφαδάζοντας από τους πόνους. Η προηγούμενη και άκρως αμφίβολη διάγνωση για ουρολοίμωξη, που είχε γίνει πριν 3 μέρες, ήταν αυτή στην οποία βασίστηκαν οι γιατροί, δίχως να λάβουν υπόψη τους, όπως ανέφερε ο κ Μπακαλάκης, το ιστορικό της Δέσποινας, η οποία είχε  υποβληθεί σε μία πολύ σοβαρή επέμβαση, αρκετούς μήνες προτού μείνει έγκυος. Οι εξετάσεις που έγιναν σε πρώτη φάση στην γυναίκα δεν έδειξαν κάτι ανησυχητικό αναφορικά με την εγκυμοσύνη της, κατά τους γιατρούς, παρά το γεγονός ότι στον υπέρηχο εντοπίστηκε υγρό στην κοιλιακή χώρα. Η υπεύθυνη γιατρός βάρδιας πρότεινε να παραμείνει στο νοσοκομείο το βράδυ η Δέσποινα για να της δοθεί ενδοφλέβια αντιβίωση, ο σύζυγός της, όμως, λόγω covid, έπρεπε να αποχωρήσει. Προτού γίνει αυτό, βοήθησε τον τραυματιοφορέα να την πάει στο θάλαμο, ο οποίος ήταν στο τέρμα ενός έρημου διαδρόμου, με μόνο ένα κρεβάτι κι ένα τηλέφωνο, χωρίς κουμπί έκτακτης ανάγκης. Ο σύζυγος αποχώρησε και μίλησε για τελευταία φορά με τη γυναίκα του στις 3 παρά τα ξημερώματα, όταν του είπε η ίδια, μέσα σε λυγμούς, ότι δεν αντέχει άλλο κι ότι πονάει πολύ. Την επόμενη μέρα το πρωί, ο κ Μπακαλάκης πήγε στο νοσοκομείο, όπου του ανακοινώθηκε ότι χάθηκε και η γυναίκα και το παιδί του. Μάλιστα, το έμβρυο ήταν σε τέτοια κατάσταση όταν έγινε η τομή, που ήταν ξεκάθαρο ότι είχε πεθάνει πριν από ώρα, όπως είπε ο ίδιος. Ο σύζυγος της Δέσποινας δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο γεγονός ότι η υπεύθυνη γιατρός λίγο καιρό μετά το συμβάν, αναβαθμίστηκε πανεπιστημιακά, χωρίς να έχει καν την ευθιξία, όπως είπε, να αρνηθεί μέχρι να βγει η δικαστική απόφαση.

Στη συνέχεια κατέθεσαν οι γονείς της Δέσποινας και ο αδερφός της ο οποίος διαμήνυσε προς τις κατηγορούμενες ότι δεν δέχεται τη συγνώμη τους, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν οι καταθέσεις του γυναικολόγου που παρακολουθούσε τη Δέσποινα ως τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης της Παναγιώτη Δεληγεωργη και του διευθυντή της παν/κής μαιευτικής-γυναικολογικής κλινικής του ΠΓΝΑ καθηγητή Νικολαου Νικολέττου. Ο κ. Δεληγεώργης σημείωσε μεταξύ άλλων πως η ασθενής λόγω του ιστορικού και της κλινικής της εικόνας θα έπρεπε να είχε τεθεί σε συνεχή παρακολούθηση και υποβολή εξετάσεων κάθε λίγη ώρα, προκειμένου να αποφευχθεί αυτή η τραγική κατάληξη. Και ο κ Νικολέττος, αν και αναγνώρισε τις συναδέλφους του ως εξαιρετικές στην επιστήμη τους, τόνισε πως υποεκτίμησαν την κλινική εικόνα και το ιστορικό της, και έδωσαν βαρύτητα που δεν χρειαζόταν στα ευρήματα στο ουροποιητικό. Μάλιστα, ο κ Νικολέττος έκανε λόγο για μία «αλληλουχία λανθασμένων κινήσεων» , λέγοντας ότι η ρήξη μήτρας μπορεί να μην μπορούσε να αποφευχθεί, ο θάνατος όμως θα μπορούσε, αν είχαν γίνει τακτικότερες εξετάσεις και αν είχε υπάρξει στενή παρακολούθηση. Για εκείνον οι κρίσιμες ώρες ήταν μεταξύ 4 και 5 το πρωί, διάστημα κατά το οποίο, σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, δεν λήφθηκε κάποια δραστική απόφαση για τη ζωή  μητέρας και εμβρύου με αποτέλεσμα να επέλθει ο διπλός αυτος και τόσο άδικος θάνατος.

Η δίκη διακόπηκε για τις 25/1/2023 και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία δικάσιμος καθώς απομένουν τουλάχιστον ακόμη 15 μάρτυρες που πρέπει να καταθέσουν, ενώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται οι απολογίες των 4 κατηγορουμένων.