ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ένα δράμα σε πολλές πράξεις
Του Θανάση Μουσόπουλου
Ε. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΞΑΝΘΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ
Ο Στέφανος Ιωαννίδης στο μυθιστόρημά του «Τα παιδιά των πελαργών», το έπος της Ξάνθης όπως το αποκάλεσα, περιγράφει τη μέρα κήρυξης του πολέμου χαρακτηριστικά, όπως και ό,τι ακολούθησε. Στο βιβλίο μας «Στέφανος Ιωαννίδης: ένας λογοτέχνης γεννιέται» (2010) παραθέτουμε επίσης ένα ημερολόγιό του από την περίοδο της κατοχής (1942) και πολλά αποσπάσματα έργων του. Το ημερολόγιο και το λογοτεχνικό έργο είναι «συγκοινωνούντα δοχεία».
Ένα κείμενό του, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Αρχαιολογία» (τ. 13 / Νοέμβριος 1984) με τίτλο «Ξάνθη, περίοδοι ακμής κατά τα τελευταία εκατό χρόνια», θα μας βοηθήσει να αναφερθούμε στην περίοδο 1940 – 1945.
«Στις 7 του Απρίλη του 1940 η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς και στις 22 του ίδιου μήνα παραδίδεται στους Βουλγάρους, που παρέμειναν στην πόλη μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944.
Κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων κατοίκων εγκατέλειψε την πόλη και εγκαταστάθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα, για να μην επιστρέψουν μετά τη λήξη του πολέμου πολλοί από αυτούς. Τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν, οι υπηρεσίες λειτουργούσαν με Βουλγάρους, που είχαν μεταφερθεί από τη Βουλγαρία, τα καταστήματα περιήλθαν σε Βουλγάρους. Ένας μεγάλος αριθμός πατριωτών είχε φυλακισθεί είτε είχε οδηγηθεί στα καταναγκαστικά έργα μέσα στη Βουλγαρία.
Στις 11 του Σεπτέμβρη του 1944 μπήκαν στην Ξάνθη οι μονάδες του ΕΛΑΣ και σε λίγες μέρες οι Βούλγαροι εγκαταλείπουν την πόλη. Μέχρι τον Απρίλιο του 1945 στην Ξάνθη εγκαθιδρύεται η αυτοδιοίκηση του ΕΑΜ. Τα σχολεία και οι υπηρεσίες λειτουργούν με εντόπιες δυνάμεις, γίνονται δημοτικές εκλογές, στήνονται λαϊκά δικαστήρια, εκτελούνται συνεργάτες του κατακτητή.
Την άνοιξη του 1945 γίνεται η εγκατάσταση των επίσημων ελληνικών αρχών. Επιστρέφει ο Δήμαρχος, ανοίγουν τα σχολεία.
Ακολουθεί για ένα διάστημα τριάντα χρόνων μια περίοδος οικονομικού μαρασμού και προοδευτικής παρακμής […] Όσοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη μετά τον πόλεμο και την κατοχή δεν επιστρέφουν στις εστίες τους. Οξύ δημογραφικό πρόβλημα δημιουργείται».
Σε συνέντευξη του 1986 (στη δημοσιογράφο Λένα Καλφοπούλου στον Ρ. Σ. Κομοτηνής) ο Στέφανος Ιωαννίδης για την περίοδο 1940 – 1950 (αφαιρώ τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία) ανάμεσα στα πολλά και ενδιαφέροντα, σημειώνει:
«Από το 1940 που κηρύχθηκε ο πόλεμος και ακολούθησε η τετράχρονη σχεδόν βουλγαρική κατοχή δεν υπήρξε ούτε η ψυχική διάθεση, ούτε οι αντικειμενικές συνθήκες για να ασχοληθεί κανείς με λογοτεχνική εργασία. Πρώτα πρώτα η πείνα και η καθημερινή μέριμνα, να μπορέσεις να επιβιώσεις, κάθε άλλο παρά ευνοούν μια τέτοια ενασχόληση. Μετά την απαλλαγή όμως από την κατοχή, ακολούθησε μια ολιγόμηνη περίοδος ανασυγκρότησης. Είναι δύσκολο να μπορέσεις να ανορθώσεις τα ερείπια που έχουν συσσωρευτεί γύρω σου […] Οι συνθήκες που επικρατούσαν γενικά στην Ελλάδα με τον εμφύλιο ήταν άθλιες […] Περίοδος 1947 και πέρα. Περίοδος εμφύλιου αλληλοσπαραγμού και μισαλλοδοξίας».
*
Θα παραθέσουμε κάποια στοιχεία που περιλαμβάνονται σε άρθρα δημοσιευμένα στον τόμο «Ξάνθη, η πόλη με τα χίλια χρώματα» (2008, Δήμος Ξάνθης – ΠΑΚΕΘΡΑ, Επιμέλεια Δημήτρης Μαυρίδης).
Στο άρθρο «Διαδικασίες πολεοδομικής ανασυγκρότησης της Ξάνθης» των Γ. Πατρίκιου, Ε. Πλάκα, Ι. Σιναμίδη διαβάζουμε: «Το 1943 κατασκευάζεται ανοιχτό κολυμβητήριο στην περιοχή της αποξηραμένης κοίτης για χρήση των βουλγάρων αξιωματικών. Στη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής, καίγεται και καταστρέφεται το κεντρικό τζαμί. Από τώρα και στο εξής ο πύργος με το ρολόι, κάποτε σύμβολο του οθωμανικού κέντρου, θα παραμείνει ως αχρονικό ταυτόσημο της πόλης.
Η απελευθέρωση βρίσκει το 1944 την Ξάνθη σε οικονομικό και δημογραφικό μαρασμό. Η φθίνουσα πορεία των δραστηριοτήτων που συνδέονται με τον καπνό στερεί την πόλη από την παραγωγική της βάση, ενώ παράλληλα η πόλη έχει χάσει τον ρόλο της ως διοικητικού κέντρου. Η στρατηγική επιλογή του ελληνικού κράτους για τόνωση των παραμεθόριων περιοχών έρχεται ως ένα βαθμό να αντισταθμίσει την απαξίωση της ενδογενούς δυναμικής».
Εξάλλου, στο άρθρο «Οι κοινωνικές ομάδες της Ξάνθης» της Μαρίας Βεργέτη διαβάζουμε: «Τα ιστορικά γεγονότα που ακολουθούν κατά τη δεκαετία του 1940 οδηγούν τον πληθυσμό στη φτώχια και στην εξαθλίωση. Η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, που παρατηρείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, δεν έχει στη Θράκη το ευνοϊκό αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται σε άλλες περιοχές της χώρας. Το χαμηλότερο εισόδημα το έχουν τα ορεινά χωριά. Πολλά προσφυγικά χωριά της ορεινής περιοχής του νομού ερημώνουν»
Να σημειώσουμε ότι το δόγμα άλλοτε του από βορρά κινδύνου και άλλοτε το εξ ανατολών αποπροσανατόλιζε και αποδυνάμωνε όποια αναπτυξιακή κίνηση.
Επιπλέον, η πνευματική ζωή κατά την περίοδο αυτή νεκρώνεται, ενώ πολλά δυναμικά στοιχεία μετακομίζουν, μεταναστεύουν ή εξοντώνονται, όπως σημειώνω σε σχετικό άρθρο μου στον ίδιο τόμο με τίτλο «Η πνευματική ζωή της Ξάνθης»: «Αυτή η αποψίλωση συνεχίζεται και κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες».
*
Δεν έχω υπόψη μου πολλά τεκμηριωμένα στοιχεία για τα θέματα που σχετίζονται με τις ομάδες Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής, ούτε για το τι ακολούθησε την απελευθέρωση και τα χρόνια του εμφυλίου.
Γεννήθηκα τον Μάιο του 1949, στο Νοσοκομείο της πόλης, μου έλεγαν ότι εκείνες τις μέρες ανταλλάσσονταν πυρά μεταξύ των «αντίπαλων» παρατάξεων πάνω από τη στέγη του, μεταξύ Κιμμερίων και Χρύσας. Καταλαβαίνετε. Πάντως, όσο μεγάλωνα, δε συζητούνταν τέτοια ευαίσθητα θέματα. Ούτε και γράφονταν ή δημοσιεύονταν. Τα στοιχεία που θα σταχυολογήσω στη συνέχεια είναι από πολύ μεταγενέστερες έρευνές μου.
Πρώτα πρώτα, για την αντίσταση στα χρόνια της κατοχής. Μετά την εξέγερση της Δράμας το 1941, οι βουλγαρικές αρχές στην περιοχή μας είναι σκληρές. Από το 1943 οργανώνονται αντιστασιακές ομάδες, του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και του Αντών Τσαούς, που από τον επόμενο χρόνο αντιπαρατίθενται. Σημαντική είναι επίσης η συμμετοχή μουσουλμάνων στον αγώνα εναντίον των κατακτητών.
Στην περίοδο του εμφυλίου, πολλοί μουσουλμάνοι εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό. Ιδιαίτερα οι κάτοικοι της ορεινής Ροδόπης, οι λεγόμενοι Πομάκοι, που δεινοπάθησαν από τους Βουλγάρους κατακτητές, με θέρμη αγωνίστηκαν δίπλα στους υπόλοιπους Έλληνες.
Την περίοδο της κατοχής αγωνιστές που συλλαμβάνονται θανατώνονται ή εκτοπίζονται. Οι αγώνες δεν πήγαν χαμένοι, γιατί υπερασπίζονταν την ελληνικότητα της περιοχής. Στα χρόνια του εμφυλίου πολλοί ήταν οι αντάρτες στην παραμεθόριο περιοχής της Ξάνθης. Οι συγκρούσεις μεταξύ των κρατικών δυνάμεων και του Δημοκρατικού Στρατού ήταν συνεχείς, ιδίως από το 1947 και μετά ως το 1949. Βέβαια, στα δύσκολα αυτά χρόνια, πολλοί και πολλές είναι αυτοί που οδηγούνται στα στρατοδικεία, θανατώνονται ή οδηγούνται σε τόπους εξορίας. Αντίθετα, λίγοι είναι οι δωσίλογοι που τιμωρούνται για τις πράξεις τους.
ΣΤ. Νίκος Καζαντζάκης, Κρήτη και 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ένας χαλκέντερος εργάτης του πνεύματος. Τιμώντας τη μνήμη του – στις 26 Οκτωβρίου 1957 έφυγε από τούτη τη ζωή – θα παρουσιάσουμε κάποια στοιχεία που συνδέονται με την περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Ξεκινούμε με σύντομο χρονολόγιο της ζωής του ίδιου του Ν. Κ. (1940 – 1945)
1
1940. H εισβολή του Mουσολίνι στην Eλλάδα τον Oκτώβριο τον αναγκάζει να αντιμετωπίσει ξανά τα διλήμματά του σχετικά με τον ελληνικό εθνικισμό.
1941. Kαθώς οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την ηπειρωτική Eλλάδα και μετά την Kρήτη, ο Kαζαντζάκης πνίγει τον πόνο του στη δουλειά. Ξεκινάει ένα μυθιστόρημα με αρχικό τίτλο “Tο Συναξάρι του Zορμπά”.
1942. Aπομονωμένος στην Aίγινα καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, ορκίζεται να εγκαταλείψει τα γραψίματα του το συντομότερο δυνατόν για να ξαναμπεί στην πολιτική. Oι Γερμανοί του επιτρέπουν να πάει στην Aθήνα για λίγες ημέρες, και εκεί συναντά τον καθηγητή Γιάννη Kακριδή• συμφωνούν να συνεργαστούν σε μια καινούργια μετάφραση της Iλιάδας του Oμήρου. Σχεδιάζει ένα καινούργιο μυθιστόρημα για το Xριστό με τον τίτλο “T’ Aπομνημονεύματα του Xριστού” – πυρήνα του μελλοντικού “Τελευταίου πειρασμού”.
1943. Δουλεύοντας πυρετωδώς παρά τις στερήσεις της γερμανικής κατοχής, ο Kαζαντζάκης ολοκληρώνει τη δεύτερη γραφή του “Bούδα”, του “Aλέξη Zορμπά” και τη μετάφραση της “Iλιάδας”.
1944. Tην άνοιξη και το καλοκαίρι γράφει θεατρικά έργα, που καλύπτουν την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεότερη Eλλάδα. Aμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ο Kαζαντζάκης μετοικεί στην Aθήνα, όπου τον φιλοξενεί η Tέα Aνεμογιάννη. Γίνεται μάρτυρας των Δεκεμβριανών.
1945. Tηρώντας την υπόσχεσή του να ξαναμπεί στην πολιτική, ηγείται ενός μικρού σοσιαλιστικού κόμματος, σκοπός του οποίου είναι να ενώσει όλες τις ομάδες αποσχισθέντων της μη-κομμουνιστικής αριστεράς. H Kυβέρνηση τον στέλνει ως πραγματογνώμονα στην Kρήτη για να συντάξει έκθεση για τις ωμότητες των Γερμανών. Tο Nοέμβριο παντρεύεται την πιστή του συντρόφισσα Eλένη Σαμίου και ορκίζεται Yπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην Kυβέρνηση Συνασπισμού του Σοφούλη. (Το 1946 μετά την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ο Kαζαντζάκης παραιτείται από το αξίωμα του Yπουργού)
Συνεχίζοντας παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από ένα κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη που αναφέρεται στη Μάχη της Κρήτης.
2
«Σοβαρό είναι το πρόσωπο της Κρήτης, πολυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχειές, αγέλαστες. Κοιτάζεις από το αεροπλάνο την Κρήτη ν’ απλώνεται στη θάλασσα και νιώθεις πώς αληθινά το νησί τούτο είναι γιοφύρι ανάμεσα στις τρεις τούτες μεγάλες Μοίρες. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη πήδηξε κι’ έχτισε φωλιά στην Κρήτη το πεινασμένο αρπαχτικό πουλί πού το λέμε Πνεύμα. Άπλωσε τις φτερούγες του στο Κρητικό χώμα και γέννησε το μυστηριώδη, βουβό ακόμα, όλο ζωή, χάρη, κίνηση και λαμπρότητα, Κρητικό πολιτισμό.
Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο, που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλικάρια. Έχει τόσο πολύ πολεμήσει κι υποφέρει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει το θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πια και μπορεί να γελάει και να παίζει μαζί του.
Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη, για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν την βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα πεινασμένα Κι’ αλύγιστα.
Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη, συλλογιζόμουν, και πού βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Και ποια ακριτική πνοή τους δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο; Ο Κρητικοί αλήθεια αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δεν φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά που πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα που δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυτα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλικαριά: παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρισμα του θανάτου».Και ένα απόσπασμα για τη Μάχη της Κρήτης:
«Στις 19 του Μάη 1941 σκοτείνιασε ο ουρανός της Κρήτης από τα γερμανικά αεροπλάνα, άρχισαν οι βομβαρδισμοί, οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, κοντά στα Χανιά, ύστερα στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, παντού. Ένας γέρος, από ένα χωριουδάκι κοντά στο Μάλεμε, μας διηγάται: – Ευτύς ως είδαμε τ’ αεροπλάνα, φωνάζαμε: Απάνω τους, μωρέ παιδιά! Πήραμε τ’ άρματα και χυθήκαμε. – Ποια άρματα; ρώτησα. Είχατε άρματα; – Πώς δεν είχαμε; μού αποκρίθηκε. Άλλοι είχαν παλιές καραμπίνες, άλλοι μαχαίρες κι όλοι είχαν ραβδιά. Την ώρα που έπεφτε ένας «ουρανίτης» ήταν ακόμα ζαλισμένος και μεις χιμούσαμε απάνω του, τον σκοτώναμε με τα ραβδιά, με τις μαχαίρες, τον ξαρματώναμε και σιγά – σιγά γέμιζε και μας η φούχτα μας πολυβόλο και περίστροφο. Οι Γερμανοί είχαν ορίσει να πάρουν την Κρήτη σε 24 ώρες. Η παραμικρή αργοπορία θα τους ήταν θανάσιμη. Ήξεραν πως οι Κρητικοί ήταν άοπλοι, πως όλοι οι νέοι ήταν επιστρατευμένοι και βρίσκονταν ακόμη στην Ελλάδα και πως οι Άγγλοι μήτε στρατό αρκετό είχαν μήτε αεροπλάνα. Ήταν λοιπόν σίγουροι πως σε 24 ώρες θα παίρναν την Κρήτη. Έκαμαν 8 μέρες. Έξη χιλιάδες αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν από τα ραβδιά και τις μαχαίρες. Ένας Κρητικός χωριάτης, όταν μ’ είδε να ξαφνιάζομαι για την παλικαριά και την αυτοθυσία αυτών των Κρητικών, μου είπε τα καταπληχτικά τούτα λόγια: – Γιατί παραξενεύεσαι; Εμείς ξέραμε πως γράφαμε Ιστορία!».Κλείνουμε με τις ωμότητες της Κρήτης, όπως καταγράφονται μετά το τέλος του πολέμου.
3
Ο Καζαντζάκης ως μέλος της «Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη», όπως ονομάστηκε, μαζί με τους πανεπιστημιακούς Ιωάννη Κακριδή, Ιωάννη Καλιτσουνάκη αλλά και τον φωτογράφο Κωνσταντίνο Κουτουλάκη, συνέταξε μία έκθεση σχετική.
Η φρίκη και η βαρβαρότητα των Γερμανών κατά την εισβολή στα χωριά της Κρήτης ιδωμένη μέσα από το βλέμμα του Νίκου Καζαντζάκη, το καλοκαίρι του 1945, προκαλεί ατελείωτη οδύνη ακόμη και σήμερα και τα λόγια του σε αυτές τις περιγραφές κόβουν την ανάσα. Δύο παραδείγματα:
«ΚΑΝΤΑΝΟΣ. […] Μετά την γενικήν λεηλασίαν ὅλαι αἱ οἰκίαι τοῦ χωρίου ἐκάησαν ἤ ἀνετινάχθησαν διά δυναμίτιδος. […] Ἐν τῷ μεταξύ ἀπεφασίσθη ἡ περιοχή τῆς Καντάνου νά καλλιεργηθῇ διά λογαριασμόν τοῦ Ράϊχ.
ΑΛΙΚΙΑΝΟΣ Εἰς τάς 2/6 προέβησαν εἰς τήν ἐκτέλεσιν 42 ἀνδρῶν ἐντός τοῦ περιβόλου τῆς ἐκκλησίας καί ἐνώπιον τῶν ὑποχρεωτικῶς συγκεντρωμένων ἐκεῖ γυναικῶν. […] Πολλοί ἐτάφησαν ζῶντες ἀκόμη[…]»
Ζ. ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ ΣΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚ. ΠΟΛΕΜΟ
Ειρήνη και Πόλεμος είναι καταστάσεις αλληλένδετες και συνεχόμενες. Το τι γινόταν στον πόλεμο εξαρτιόταν από το τι γινόταν στην ειρήνη, και τούμπαλιν. Είναι μια κυλιόμενη σκάλα που ανεβοκατεβαίνει συνεχώς. Υπ’ αυτή την έννοια η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μελετώντας το πλούσιο σε δεδομένα ψυχοπαθολογίας έργο του Βασίλη Τζανακάρη «Η Ελλάδα φλέγεται – Από την είσοδο των Γερμανοβουλγάρων στη ματωμένη Αθήνα των Δεκεμβριανών», φέρνουμε στη μνήμη όσα διαβάσαμε στο Θουκυδίδη, όπου ο πόλεμος είναι το αποκορύφωμα προηγούμενων ‘ειρηνικών’ καταστάσεων που σταδιακά μεταλλάχθηκαν σε πόλεμο. Βλέπουμε τον ξεπεσμό των αξιών, την προσωπικότητα των πολιτικών (π.χ. Κλέων) που έρρεπε στα έκτροπα και στα παθολογικά. Ο γείτονάς μας είναι ο αυριανός, πιθανός εχθρός – ΑΡΑ: φά’τον πρώτος για να μη σε φάει αυτός. Προβληματιζόμαστε ακολουθώντας τη θουκυδίδεια πεποίθηση για την ανθρώπινη φύση : «γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ».
Αναρωτιόμαστε τι μας οδηγεί ώστε να θέλουμε – να προετοιμάζουμε θελητά ή αθέλητα – τον πόλεμο. Αυτή η διάθεσή μας να μπούμε σε πόλεμο ή να μην τον σταματούμε ποτέ, θα μπορούσε να περιοριστεί, αν κατορθώναμε να γνωρίσουμε και να επανερμηνεύσουμε την ταυτότητά μας. Αν αντιληφθούμε ότι σε πρώτο επίπεδο είμαστε ανθρώπινες υπάρξεις εκ φύσεως έξυπνοι και καλοί, και μόνο σε δεύτερο επίπεδο είμαστε τα μέλη της μιας ή της άλλης ομάδας. Συνυπάρχουμε στην ομάδα μας χωρίς να αντιπαρατιθέμαστε κατ’ ανάγκην με τις άλλες ομάδες. Ο άνθρωπος έτσι δεν κυριαρχείται από μνησικακία και επομένως παύει να υποφέρει από ένα συναίσθημα ανωτερότητας / κατωτερότητας. Τα βήματα: εκτόνωση όσων μας πλήγωσαν ατομικά και συνολικά, γνώση και εκτίμηση του εαυτού μας και κοινωνική δικαιοσύνη.
Το βιβλίο αυτό του Βασίλη Τζανακάρη εκτός από εγχειρίδιο γενικής και τοπικής ιστορίας, ένα και εργαλείο για ατομική συλλογική εκτόνωση. Με την εκτόνωση μπορεί να αλλάξει η θουκυδίδεια «φύσις ἀνθρώπων», αν διαρκώς σβήνουμε όσο γίνεται τις πληγές και τις οδύνες που μας θολώνουν το μυαλό.
*
Ολοκληρώνοντας θα παρουσιάσουμε συνοπτικά την ιστορία της δεκαετίας 1941 – 1949 και τι ακολούθησε.
Από το 1941 αρχίζει για την Ελλάδα τριπλή κατοχή [Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι στην Ανατ. Μακεδονία και Θράκη].
Υπάρχει πλήρης οικονομική εξάντληση της χώρας, ενώ εμφανίζεται και δρα η «μαύρη αγορά». Ο λαός όμως οργανώνει την αντίστασή του.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 οργανώνεται ο ΕΔΕΣ, κατόπιν η ΕΚΚΑ και στις 28 Σεπτεμβρίου 1941 το ΕΑΜ. Οι οργανώσεις άμεσα χτυπούν τους καταχτητές, μακροπρόθεσμα όμως αγωνίζονται για μια δικαιότερη ελεύθερη Ελλάδα.
Η αντίσταση παίρνει μορφή λαϊκής εξέγερσης. Το Φεβρουάριο 1942 ιδρύεται ο ΕΛΑΣ (αντάρτικα σώματα) με αρχηγό τον ΄Αρη Βελουχιώτη.
Απελευθερώνονται ολόκληρες περιοχές που οργανώνονται και μάχονται κατά των κατακτητών. Στις 25 Νοεμβρίου 1942 όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις ανατινάζουν τη γέφυρα του Γοργοπόταμου. Οι νέοι επίσης οργανώνονται και μάχονται, το Φεβρουάριο του 1943 ιδρύεται η ΕΠΟΝ. Οι κατοχικές κυβερνήσεις και τα ‘τάγματα ασφαλείας’ χτυπούν την αντίσταση. Από τα μέσα του 1943 παρατηρούνται έριδες μεταξύ των τριών αντιστασιακών οργανώσεων, επειδή ο ΕΛΑΣ κατευθύνεται από το ΚΚΕ . Η κατάσταση φτάνει σε ανοιχτή σύγκρουση. Στις 10 Μαρτίου 1944 το ΕΑΜ δημιουργεί την ΠΕΕΑ, την κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας. Διοργανώνονται εκλογές και συγκαλείται το «Εθνικό Συμβούλιο» στο χωριό Κορυσχάδες Ευρυτανίας – βουλή των υπόδουλων Ελλήνων. Έχουμε, λοιπόν, τη νόμιμη κυβέρνηση του Καΐρου και την κυβέρνηση του Βουνού – ΠΕΕΑ. Οι Άγγλοι δεν επιτρέπουν τον πρωθυπουργό Τσουδερό να παραιτηθεί, ώστε να γίνει κυβέρνηση εθνικής ενότητας , όπως ζητούσε η ΠΕΕΑ.
Γίνεται ανταρσία των στρατιωτών που συμφωνούσαν με την ΠΕΕΑ, τελικά παραιτείται ο Τσουδερός, αναλαμβάνει ο Σοφοκλής Βενιζέλος και στις 27 Απριλίου 1944 ο Γεώργιος Παπανδρέου, που συγκαλεί διάσκεψη στο Λίβανο με αντιπροσώπους όλων των πλευρών. Η συμφωνία του Λιβάνου οδηγεί σε νέα αντιπροσωπευτική κυβέρνηση στις 3 Σεπτεμβρίου 1944. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1944 φεύγουν οι Γερμανοί και στις 18 φτάνει στην Ελλάδα η εθνική κυβέρνηση.
Από το Δεκέμβριο 1944, με την επέμβαση των ΄Αγγλων , εκδηλώνεται εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των δύο πλευρών των ελλήνων, εμφύλιος που τελειώνει το 1949 με ήττα των ανταρτών που είχαν ακολουθήσει την αριστερά και το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ. Οι Άγγλοι στην αρχή και οι Αμερικανοί (ΗΠΑ) στη συνέχεια έπαιξαν βρώμικο ρόλο σε όλες τις φάσεις του εμφυλίου πολέμου.
*
Θα προσεγγίσουμε τη Βουλγαροκρατία στη Θράκη από δύο πλευρές. Η Μαρία Νικολάου [«Όψεις του δωσιλογισμού στη Θράκη», σελ. 231, Κομοτηνή, 2012] γράφει: «Μετά την είσοδο της Βουλγαρίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των δυνάμεων του Άξονος, οι βουλγαρικές προσπάθειες είχαν ως αποτέλεσμα τη στρατιωτική κατοχή εδαφών, τόσο της Δυτικής Θράκης, όσο και της Ανατολικής Μακεδονίας. […] Ήταν η τρίτη φορά μέσα σε διάστημα μιας γενιάς, που έρχονταν οι Βούλγαροι στον τόπο και η πείρα των κατοίκων ήταν τραγική. Ενώ στην υπόλοιπη χώρα λειτουργούσαν οι – κατοχικές έστω – ελληνικές αρχές, η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη αποτελούσαν τις «Νέες Χώρες» του βουλγαρικού κράτους με την ονομασία Μπελομόριε. Απώτερος σκοπός της Βουλγαρίας ήταν η de jure προσάρτησή τους στο βουλγαρικό κράτος» (σελ. 24-25).
Θεωρώ απαραίτητο να αναφερθώ σε ένα σημαντικό έργο της ποιήτριας Ελένης Δημητριάδου Εφραιμίδου, με τίτλο «Γκέρα», σελ. 196, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2020, που περιέχει εικοσιοκτώ διηγήματα αναφερόμενα στη βουλγαρική κατοχή της Θράκης κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Τούτο το βιβλίο αποτελεί μία κατάθεση πολυσήμαντη και, θα τολμούσα να πω, πρωτοποριακή. Καταφέρνει να συνδυάσει πολλές πλευρές και πολλές προσεγγίσεις ενός και του αυτού θέματος: της Βουλγαροκρατίας της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Γλωσσικά και Λαογραφικά στοιχεία, ψυχογράφηση τριών κυρίως λαών: Ελλήνων, Βουλγάρων, Τούρκων, ενδοσκόπηση και διαφοροποιήσεις μέσα σε κάθε λαό. Πρόκειται για αφηγηματικό λόγο, εμπλουτισμένο με ιστορικά, βιωματικά, γλωσσολογικά, λαογραφικά στοιχεία.
Κάποιες πλευρές της βουλγαρικής κατοχής: «Κάποιος βουλγαρογραμμένος απ’ το χωριό τους κάρφωσε, τους πρόδωσε για λίγα αργύρια φτηνά». Το ψωμί που μοίραζαν είχε μέσα γυαλιά, μου έλεγε η μητέρα. Διαβάζουμε στο βιβλίο κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση για τον βουλγάρικο ρατσισμό και τις βαθύτερες βλέψεις των κατακτητών: Καλαμποκίσιο ψωμί διέθεταν με γυαλιά στους Έλληνες, σταρίσιο χωρίς γυαλιά σε Αρμένιους, Τούρκους, Γύφτους. «Ειδωλολάτρες γίναμε και προσκυνάμε το καλαμπόκι και την μπομπότα. Οφθαλμαπάτες έχουμε τα βράδια. Βλέπουμε ν’ αχνίζει ζεστό ψωμί στο τραπέζι, να μοσχοβολάει λίγο κατσαμάκι στο ταψί, να χαμογελάνε τα παιδιά ευχαριστημένα, αλλά πού!».
*
Κλείνουμε με μια γενική εκτίμηση της μεταπολεμικής περιόδου. Η Ελλάδα βγήκε από τον εμφύλιο με βαριά ηθικά και υλικά τραύματα. Χιλιάδες νεκροί, χιλιάδες επίσης φεύγουν στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη. Χειρότερο, όμως, είναι το ιδεολογικό, πολιτικό, πολιτιστικό χάσμα που χωρίζει τους Έλληνες. Πολλοί αριστεροί και συμπαθούντες εκτελούνται ή εξορίζονται. Ήδη από το 1951 πολλοί είναι αυτοί που καταλαβαίνουν ότι πρέπει να κλείσει αυτό το χάσμα. Ταυτόχρονα οι συμμαχικές δυνάμεις απροκάλυπτα επεμβαίνουν στα εσωτερικά της χώρας μας, συντηρώντας αυτό το μετεμφυλιακό κλίμα. Να επαναλάβουμε ότι ο κόσμος μετά το β΄ πόλεμο χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα : ΗΠΑ – Σοβιετική Ένωση και οι σύμμαχοί τους, ενώ επικρατεί ανάμεσά τους ο Ψυχρός πόλεμος, που συχνά φτάνει να γίνει θερμός και ένοπλος. Το σκηνικό αυτό αλλάζει στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, με τη διάλυση του σοβιετικού μπλοκ.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022