Πολλά παραμένουν τα αναπάντητα ερωτήματα τη συντριβή του Antonov που μετέφερε σερβικά όπλα στην Καβάλα.

Σύμφωνα με την Deutsche Welle, το περιστατικό έβαλε για μια ακόμη φορά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος τη βιομηχανία όπλων και την πολιτική διαφθορά της Σερβίας, καθώς και τις προσπάθειές της να ισορροπήσει μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η Σερβία είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους παραγωγούς όπλων στην κεντρική Ευρώπη, μια παράδοση που ξεκινά από την εποχή της Γιουγκοσλαβίας. Σχεδόν εξ ολοκλήρου κρατική, η βιομηχανία αποτελεί σημαντικό μέρος της οικονομίας της χώρας. Σε ό,τι αφορά την προσφορά, η Σερβία διαθέτει σχεδόν τα πάντα, από πιστόλια και νάρκες μέχρι πυροβολικό και άρματα μάχης, ακόμη και πυραυλικά συστήματα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, μαχητικά αεροσκάφη και ηλεκτρονικό εξοπλισμό όπως ραντάρ.

Από τη μεριά του, το Υπουργείο Άμυνας της Σερβίας εκτιμά ότι η συνολική αξία των σερβικών εξαγωγών όπλων το 2020 θα ανέλθει σε περίπου 600 εκατομμύρια δολάρια (530 εκατομμύρια ευρώ), ποσό που αντιπροσωπεύει περίπου το 3% των συνολικών εξαγωγών της Σερβίας για το έτος αυτό. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Deutsche Welle, αξιόπιστα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα.

Παραδόσεις όπλων σε εμπόλεμες ζώνες

Oι σημαντικότεροι αγοραστές σερβικών όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Κύπρος, οι ΗΠΑ, η Βουλγαρία και η Σαουδική Αραβία. Οι πελάτες της βιομηχανίας καλύπτουν όλο τον κόσμο και ο κλάδος φέρεται να μην είναι επιλεκτικός ως προς το σε ποιον πουλάει, σημειώνει μιλώντας στη DW ο πολιτικός επιστήμονας Vuk Vuksanovic, από Κέντρο Πολιτικής Ασφάλειας του Βελιγραδίου.

“Το σερβικό κράτος θέλει πραγματικά να αποσπάσει κάθε δυνατό δηνάριο από αυτή τη βιομηχανία”, προσθέτει και συνεχίζει: “Η κόκκινη γραμμή, ωστόσο, είναι ότι οι χώρες προορισμού των εξαγωγών δεν πρέπει να βρίσκονται υπό κυρώσεις του ΟΗΕ και να μην υφίστανται ένοπλες συγκρούσεις”.

Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Vuksanovic, η Σερβία “δεν ακολουθεί πάντα αυτούς τους κανόνες”.

Στην πραγματικότητα, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η χώρα των Δυτικών Βαλκανίων εξήγαγε επανειλημμένα όπλα σε ζώνες πολέμου και συγκρούσεων και τα παρέδωσε σε χώρες που τελούσαν υπό εμπάργκο όπλων.

Το φθινόπωρο του 2019 αποκαλύφθηκε ότι σερβικά όπλα είχαν φτάσει στα χέρια μαχητικών ισλαμιστών στην Υεμένη μέσω της Σαουδικής Αραβίας. Το καλοκαίρι του 2020, ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν ανακάλυψε σερβικά όπλα που είχαν πωληθεί στην Αρμενία και είχαν καταλήξει στην αμφισβητούμενη περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Και τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, ένα δίκτυο Σέρβων ερευνητών δημοσιογράφων αποκάλυψε ότι σερβικά όπλα είχαν παραδοθεί στη Μιανμάρ ακόμη και μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Φεβρουαρίου του 2021.

Κυρώσεις για τον έμπορο όπλων

Με βάση το ρεπορτάζ, το όνομα που εμφανίζεται επανειλημμένα σε σχέση με παράνομες συναλλαγές σερβικών όπλων είναι εκείνο του Slobodan Tesic. Ο 64χρονος δραστηριοποιείται εδώ και δεκαετίες στις επιχειρήσεις όπλων στα Βαλκάνια. Από το 2003 έως το 2013, βρισκόταν σε κατάλογο κυρώσεων των ΗΠΑ για παράνομη παράδοση όπλων στη Λιβερία. Τον Δεκέμβριο του 2017, του επιβλήθηκαν και πάλι κυρώσεις για πολυάριθμες παράνομες συναλλαγές όπλων. Αυτές παραμένουν σε ισχύ μέχρι σήμερα και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ταξιδιωτική απαγόρευση και κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων με έδρα τις ΗΠΑ. Αμερικανοί αξιωματούχοι τον αναφέρουν ως τον μεγαλύτερο έμπορο όπλων και πυρομαχικών στα Βαλκάνια.

Ο Tesic βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο πολλαπλών υποθέσεων διαφθοράς στη σερβική βιομηχανία όπλων, συμπεριλαμβανομένου του γνωστού ως σκανδάλου εξαγωγών Krusik, το οποίο ήρθε στο φως το φθινόπωρο του 2019. Εταιρείες που ανήκουν στον Tesic φέρονται να αγόρασαν προϊόντα από τον κρατικόκατασκευαστή όπλων Krusik πολύ κάτω από την τιμή της αγοράς και στη συνέχεια τα πούλησαν σε πολύ υψηλότερη τιμή στο εξωτερικό – παρόλο που η κρατική εταιρεία Yugoimport SDPR είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση των διεθνών συμφωνιών της Σερβίας για τα όπλα.

Χρήματα για τον πρόεδρο;

Μεταφορές χρημάτων προς το κυβερνών κόμμα του προέδρου Αλεξάντερ Βούτσιτς, το Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα (SNS), λέγεται επίσης ότι αποτέλεσαν μέρος επιχειρηματικών συναλλαγών μεταξύ κρατικών εταιρειών όπλων και ιδιωτικών εταιρειών. Ο Τέσιτς είναι ένας από τους μεγαλύτερους δωρητές του SNS. Μάλιστα, σύμφωνα με τα σερβικά μέσα ενημέρωσης, ο ίδιος έχει διπλωματικό διαβατήριο.

Ο πατέρας του σημερινού υπουργού Άμυνας της Σερβίας, Νεμπόισα Στεφάνοβιτς ο οποίος έχει πλέον αποβιώσει, φέρεται να εμπλέκεται εδώ και χρόνια σε παρόμοιες συμφωνίες για όπλα. Τόσο ο Βούτσιτς όσο και ο ‘ιδιος ο Στεφάνοβιτς, αρνούνται σταθερά τις κατηγορίες.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το όνομα του Tesic έχει εμφανιστεί σε σχέση με την προβλεπόμενη παράδοση όπλων στο Μπαγκλαντές και τη συντριβή του αεροσκάφους. Φέρεται να βρίσκεται πίσω από τη Valir DOO, την εταιρεία που ήταν επισήμως υπεύθυνη για τη συμφωνία. Ο ίδιος Tesic δεν έχει προβεί σε καμία δημόσια δήλωση σχετικά με τα γεγονότα ή τις κατηγορίες εναντίον του.

Η άσκηση ισορροπίας του Βελιγραδίου

Την ίδια στιγμή, υπάρχουν και εικασίες σχετικά με το αν τα όπλα δεν προορίζονταν στην πραγματικότητα τελικά για το Μπαγκλαντές αλλά για την Ουκρανία. Από τη μεριά τους, τόσο ο υπουργός Άμυνας Στεφάνοβιτς όσο και ο διευθυντής της ουκρανικής εταιρείας Meridian, στην οποία ανήκε το αεροσκάφος που κατέπεσε, το έχουν αρνηθεί.

Όμως ο Βουκσάνοβιτς πιστεύει ότι παραμένουν σημαντικά ερωτήματα. “Το κοινό χρειάζεται μια απάντηση στο γιατί ένα ουκρανικό αεροπλάνο μετέφερε σερβικά όπλα αυτή τη στιγμή, ενώ μια μεγάλη διεθνής σύγκρουση μαίνεται στο ουκρανικό έδαφος”, σημειώνει.

Ο πολιτικός επιστήμονας βλέπει την υπόθεση ως μια έκφραση της πολιτικής του Βελιγραδίου που “ταλαντεύεται” , προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ διαφορετικών μεγάλων διεθνών δυνάμεων.

“Αυτό θα σήμαινε, από τη μία πλευρά, μυστικά πυρομαχικά για την Ουκρανία προκειμένου να ικανοποιηθεί η Δύση”, λέει και προσθέτει: “Από την άλλη πλευρά, η Σερβία κάνει παραχωρήσεις προς τη Ρωσία. Όλα αυτά είναι μέρος της συμπεριφοράς των ελίτ του Βελιγραδίου, της εξισορρόπησής τους μεταξύ διαφορετικών διεθνών δυνάμεων, προκειμένου να αγοράσουν οι ίδιοι υπηρεσίες σε αντάλλαγμα. Για τη Σερβία, το ερώτημα τώρα είναι αν αυτές οι πολιτικές θα καταρρεύσουν κάποια στιγμή επειδή ένας από αυτούς τους ισχυρούς θα δυσαρεστηθεί”