Toυ Ιωάννη Μπάρκα*

Η Ελλάδα ως χώρα μέλος της ΕΕ, όπως και τα λοιπά κράτη – μέλη, δεσμεύεται από τους Κανονισμούς, τις αποφάσεις και τις Οδηγίες της ΕΕ. Οι αποφάσεις και οι Κανονισμοί έχουν άμεσα δεσμευτικό χαρακτήρα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, ενώ οι Οδηγίες πρέπει να ενσωματώνονται στην εθνική νομοθεσία των κρατών – μελών. Μάλιστα η χώρα μας συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων χωρών της ΕΕ στην ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο των Οδηγιών της ΕΕ, σύμφωνα με τον Πίνακα Αποτελεσμάτων Ενιαίας Αγοράς που ελέγχει και ενημερώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Εμφατική υπήρξε η ενσωμάτωση Οδηγιών κατά την σύνταξη και ψήφιση του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν.4620/2019), όπου εντάχθηκαν συνολικά δεκαπέντε (15) Οδηγίες. 

Στο πλαίσιο ενσωμάτωσης της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 τέθηκε προς διαβούλευση το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που έχει ήδη κατατεθεί στη Βουλή και περιλαμβάνει (εκ νέου) τροποποιήσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με τις τροποποιήσεις αυτές τίθεται, μεταξύ άλλων αλλαγών που εκφεύγουν του παρόντος, περιορισμός στο αίτημα του δικηγόρου για αναβολή της υπόθεσης λόγω κωλύματος στο πρόσωπό του είτε αυτός (δικηγόρος) παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας είτε για την υπεράσπιση του/ων κατηγορουμένου/ων. Το αίτημά του αυτό μπορεί να προβληθεί μόνον μία (1) φορά. Ο σκοπός της διάταξης, όπως εκφράστηκε από τον αρμόδιο Υπουργό, είναι η επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης και ο περιορισμός της ταλαιπωρίας των πολιτών «οι οποίοι ξοδεύουν χρόνο, χρήματα να πάνε ως μάρτυρες σε δεκάδες δίκες, οι οποίες αναβάλλονται για λόγους που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν».

Αναμενόμενα η τροποποίηση αυτή έχει προκαλέσει την αντίδραση των αμέσως θιγομένων δικηγόρων, εστιαζόμενη η κριτική τους, κατά συμπύκνωση, στη στοχοποίησή τους ως (μοναδικών) υπαιτίων για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης, στην παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του πολίτη, προβλεπομένου ρητά στην ΕΣΔΑ, να αναθέτει την εντολή εκπροσώπησής του σε δικηγόρο της επιλογής του, μετά τον περιορισμό του αιτήματος αναβολής της υπόθεσης για τον ίδιο λόγο (κώλυμα δικηγόρου).

Αναντίρρητα, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης δεν οφείλεται και δεν μπορεί να οφείλεται, μόνον, στο φαινόμενο της καταχρηστικότητας των αναβολών στο πρόσωπο των δικηγόρων και ούτε ασφαλώς η συσσώρευση των πινακίων όλων των δικαστηρίων ανεξαρτήτου βαθμού δικαιοδοσίας μπορεί να οφείλεται στις αναβολές των δικηγόρων: προχθές το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης είχε εγγεγραμμένες στο πινάκιό του 32 υποθέσεις εκ των οποίων δικάσθηκαν οι 12, ενώ αντίστοιχα στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Θράκης είχαν προσδιορισθεί να εκδικασθούν 49..!!! Θα ήταν τουλάχιστον ανεδαφικό αν όχι εμπαθής ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι τα δύο αυτά ,ενδεικτικώς αναφερόμενα, πινάκια συσσωρεύθηκαν εξαιτίας αναβολών που είχαν ζητηθεί από τους συναδέλφους στο παρελθόν. Επομένως, το επιχείρημα του υπουργού δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έγκυρο.

Ασφαλώς, όμως, κανείς δεν αντιλέγει ότι η σχέση πολίτη με την δημόσια λειτουργία απονομής της δικαιοσύνης, τα δικαστήρια, ενέχει το στοιχείο της ταλαιπωρίας πέρα βεβαίως από τη συναισθηματική ένταση, φόρτιση και εν γένει ενόχληση που ανακλαστικά προκαλείται από μόνη τη συμμετοχή σε μία δίκη, κυρίως ποινική. Κι αυτό αναμφισβήτητο. Η δοκιμασία των πολιτών – συμμετεχόντων σε δίκες έχει και οικονομικό κόστος για τους ίδιους.  Άνθρωποι φεύγουν από τις εργασίες τους για να παραστούν σε υποθέσεις, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν θα δικασθούν. Κι αυτό μπορεί να γίνει δύο, τρεις, τέσσερις η και περισσότερες φορές. Αλλά η αιτία που αυτό συμβαίνει δεν είναι η απουσία του συνηγόρου κάθε φορά.

Προκειμένου να διαπιστώσουμε τα αίτια στην αργοπορία ολοκλήρωσης των υποθέσεων από τα Δικαστήρια νομίζω ότι θα πρέπει να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Την εικόνα που αντικατοπτρίζει όλες τις παθογένειες του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα: την κραυγαλέα έλλειψη υποδομών, την εισαγωγή σχεδόν όλων των υποθέσεων στο ακροατήριο και αναφέρομαι στις ποινικές υποθέσεις, την τάση προσφυγής στην ποινική δικαιοσύνη και για ήσσονος σημασίας αδικήματα, την χρονοβόρα προδικασία.  

Προφανώς και πρέπει να υπάρξουν αλλαγές. Η νομική πραγματικότητα, όπως και όλες οι εκφάνσεις της κοινωνικής πραγματικότητας μεταβάλλονται με τον χρόνο και οφείλουν οι συμμετέχοντες στο κοινωνικό γίγνεσθαι να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα και στις διαμορφούμενες κάθε φορά συνθήκες. Οι αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των δημοσίων φορέων των κρατών – μελών της ΕΕ αποτελούν προτεραιότητα για την ευρωπαϊκή δικαιοταξία, παρεμβαίνοντας ουσιαστικά στην εθνική νομοθέτηση. Στα πλαίσια όμως, της εναρμονιστικής διαδικασίας των Οδηγιών, τα κράτη – μέλη έχουν ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης να επιλέξουν τους τρόπους με τους οποίους θα εναρμονίσουν το νομοθετικό τους πλαίσιο. Η εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές επιταγές στο πλαίσιο των Οδηγιών αφήνει περιθώρια. 

Η επιλογή των τρόπων εναρμόνισης με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες κατά λογική ακολουθία θα πρέπει να βασίζεται η αναμένεται να βασίζεται στην εθνική πραγματικότητα. Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε όλοι εμείς που σχετιζόμαστε (ο καθένας με την δική του θεσμική ιδιότητα) με τη Δικαιοσύνη είναι ότι οι αλλαγές που μας επιβάλλονται με ευρωπαϊκές Οδηγίες, εν προκειμένω, ασφαλώς και μπορούν να υιοθετηθούν και να γίνουν νόμος του κράτους, προκαλώντας κοινωνικές αντιδράσεις κατά την εφαρμογή τους όχι στα πλαίσια εκδήλωσης αρνητισμού και εχθρότητας προς την ιδέα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά πολύ απλά γιατί αδυνατούμε για λόγους πρακτικούς και ευχερώς διαπιστώσιμους να ανταποκριθούμε ως χώρα, κυρίως λόγω των ελλειμματικών υποδομών μας. Συνεπώς, η διαδικασία της ενσωμάτωσης θα πρέπει να γίνεται με τρόπους που συνάδουν με την πραγματικότητα, όπως τη βιώνουμε ως χώρα. 

Αυτή την αλήθεια, τη μεγάλη εικόνα που γίνεται αντιληπτή από όλους, πολίτες, δικηγόρους, δικαστές, δικαστικούς υπαλλήλους δείχνει να αγνοεί η Κυβέρνηση και ο Υπουργός, ξεσπαθώνοντας, ξορκίζοντας και αναθεματίζοντας τον κλάδο των δικηγόρων ως δήθεν υπαιτίων για το βάλτωμα των υποθέσεων από τις αναβολές που αιτούνται στο πρόσωπό τους στα ακροατήρια. 

Θα ήταν, τουλάχιστον, αφελές να κρίνουμε ως αδαή τον Υπουργό ή ότι δεν έχει επαφή με την βιωματική αλήθειά μας. Ασφαλώς και έχει πλήρη και λεπτομερή ενημέρωση για τα συμβαίνοντα στο χώρο μας. Εξ’ αυτού του λόγου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μία προσχηματική πολιτική επιλογή. Και αυτό είναι επικίνδυνο για τη Δικαιοσύνη και καθόλου Ευρωπαϊκό. 

Ιωάννη Μπάρκα, δικηγόρου – μέλους του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης