Η Διακομματική Επιτροπή της Θράκης ολοκλήρωσε τις εργασίες της χωρίς, δυστυχώς, να υπάρξει συμφωνία σε κοινό πόρισμα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Βέβαια, από τη στιγμή που το “outcome”  δεν έχει το δεσμευτικό χαρακτήρα ενός οδικού χάρτη, έτσι και αλλιώς δεν έχει ιδιαίτερα σημασία. Ας κρατήσουμε τα θετικά ζητήματα όπως οι επιμέρους συγκλίσεις, ιδιαίτερα στα θεσμικά-μειονοτικά ζητήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει λειάνει τις γραμμές σε σχέση με το παρελθόν και -σε συνέχεια της κυβερνητικής εμπειρίας- έχει ένα ρεαλιστικό σχέδιο, η δε ΝΔ υπό τη Ντόρα φάνηκε ότι ταυτίζεται πια με αυτές τις θέσεις – ίσως εκ των έσω να υπήρξαν κάποιοι κραδασμοί- και πλέον υπάρχει ένας κοινός τόπος.

Τα δύο κόμματα εξουσίας του ελληνικού κοινοβουλίου ομονοούν π.χ. ότι υπάρχει ανάγκη άμεσου εκσυγχρονισμού του τρόπου ανάδειξης μουφτήδων για μεγαλύτερη αποδοχή από τη μειονότητα και ότι αυτή σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνει την άμεση εκλογή από τους πιστούς. Όπως επίσης ότι ένα μοντέλο δημόσιου σχολείου με επιλογή τουρκικών ως ξένης γλώσσας, είναι σοβαρό βήμα προς την αναβάθμιση αφού για κάθε νοήμονα που γνωρίζει τα στοιχειώδη της περιοχής, ένα σχολείο που καλύπτει τις εκπαιδευτικές ανάγκες της μειονότητας χωρίς να είναι “μειονοτικό” είναι σίγουρα καλύτερο. Με την προϋπόθεση ότι όλοι θέλουμε να βελτιώσουμε και όχι να δυσκολέψουμε την εκπαίδευση.

Στα αναπτυξιακά θέματα, βέβαια χρειάζεται ακόμη δρόμος και υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Μέσα σε αυτά βέβαια βρίσκεται και το αρδευτικό, που επανήλθε στη συζήτηση μετά την εξαγγελία της κυβέρνησης για ένταξη στο Ταμείο Ανάκαμψης. Καλό θα είναι βέβαια, να απαντηθούν και οι απορίες που εκφράζονται, όπως για το αν πρέπει προηγουμένως να υπάρξει μια πολυετής συμφωνία με τη Βουλγαρία για επαρκείς ποσότητες υδάτων. Ή  από που θα προέλθουν τα κέρδη των ιδιωτών εργολάβων που καλούνται να επενδύσουν μέσω ΣΔΙΤ  πολλές δεκάδες εκατομμυρίων, αν ο βασικός στόχος του έργου είναι η μείωση του κόστους άρδευσης ανά στρέμμα.

Αν ήμασταν σοβαρή χώρα, βέβαια, θα έπρεπε πολύ νωρίτερα και πολύ έγκαιρα να έχουμε απαντήσει ποιος είναι ο στρατηγικός προσανατολισμός και το αναπτυξιακό μοντέλο μιας περιοχής και με ποια μέσα θα επιτευχθεί, ώστε όλα αυτά να έχουν απαντηθεί σε ανύποπτο χρόνο..

Εστω και τραγικά καθυστερημένα η πόλη θα τιμήσει τον άνθρωπο που διέσωσε την Παλιά Πόλη και αντιστάθηκε στην τσιμεντοποίηση, τον Κ. Θανόπουλο. Ο οποίος έτυχε αναγνώρισης από όλο το πολιτικό φάσμα -και ειδικά από την αριστερά που διαρκώς έθετε το θέμα-  πλην του δικού του ιδεολογικού χώρου, μέχρι πρόσφατα.

Συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως διορισμένος Νομάρχης απέναντι στους τοπικούς παράγοντες αλλά κατάφερε να δώσει στην Ξάνθη την ταυτότητά της, αυτή που διατηρεί ακόμη, μέσω του χαρακτηρισμού του παραδοσιακού οικισμού ως διατηρητέου. Για να είμαστε δίκαιοι και να βάζουμε τα γεγονότα μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο, για τους τότε ξανθιώτες “στα πράγματα” υπάρχει ένα μικρό ελαφρυντικό καθώς η χώρα ζούσε μέσα στην παραζάλη της αντιπαροχής, συνεχίζοντας τον βιασμό του ελληνικού τοπίου που συντελέστηκε, κυρίως, από τη δικτατορία.

Όπως συνέβη, δηλαδή στην υπόλοιπη πόλη που δεν διαφέρει σε τίποτε από τις θλιβερές νεοελληνικές τσιμεντουπόλεις μέχρι και σήμερα. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει “γεννήθηκα στην Ξάνθη τη διατηρητέα, όχι τη φρικτή μεταγενέστερη”. Για όσους δεν το γνωρίζουν, η επίσκεψη του Μάνου την ίδια εποχή ήταν η “ταφόπλακα” σε όσους σχεδίαζαν ανατροπή των σχεδίων του Θανόπουλου αφού ο μεγάλος συνθέτης ήρθε στην Ξάνθη, κατά την περίφημη επιστροφή του, δίνοντας συγχαρητήρια για τη διάσωση του παραδοσιακού οικισμού και προχώρησε στην αγορά του ακινήτου δίπλα στο Λαογραφικό Μουσείο, κατά πώς λέγεται.

Όπως ακόμη και ο τεράστιος Μάνος άργησε πολύ να αναγνωριστεί στη γενέτειρά του αν και κατέκτησε όλο τον πλανήτη, έτσι και ο Θανόπουλος έφυγε από τη ζωή χωρίς να ακούσει το “ευχαριστώ” που του οφείλει η Ξάνθη, μια κοινωνία που καθυστερεί δραματικά και πεισματικά να αρθρώνει το “ευχαριστώ” σε αυτούς που το αξίζουν. Έστω και έτσι ας τον τιμήσουμε όπως του αρμόζει. Και να θυμηθούμε τι έγραψε ο Κώστας Γούναρης  το 2017 για όσους έριζαν για τους ανδριάντες των πολιτικών ανδρών: “Αντί να μαλώνουν για ανδριάντες, ας τιμήσουν τον Κ. Θανόπουλο”

Έστω και με μεγάλη δυσκολία και αργό ρυθμό, τα κρούσματα της πανδημίας στην Ξάνθη μειώνονται αλλά παραμένουμε στο “βαθύ κόκκινο”. Βέβαια με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα Νοσοκομεία όλης της περιοχής δεν είναι καιρός για πανηγυρισμούς αλλά για προσπάθεια και επιμονή γιατί έρχονται “μαύρα” Χριστούγεννα. Ανεξαρτήτως των χειρισμών της κυβέρνησης και πώς τοποθετείται κανείς απέναντί τους, ο καθένας ας φροντίσει τον εαυτό του για να μην λείψει από τους δικούς του και να μην παίρνει άλλους στο λαιμό του, όπως είδαμε πρόσφατα να γίνεται στην Κυψέλη αλλά και αλλού.

Μιλάμε για ένα δράμα, στην Ξάνθη έχουμε θάψει εκατοντάδες φίλους, συγγενείς και συμπολίτες από τον κοροναϊό και είναι κρίμα να δούμε και άλλους με αυτή την κατάληξη. Αν κάποιος μας έλεγε στην έναρξη της φονικής πανδημίας ότι σε λιγότερο από ένα χρόνο θα υπάρχει το εμβόλιο, δεν θα τον πιστεύαμε. Αλλά αν μας έλεγε κάποιος ότι θα υπάρχει το εμβόλιο αλλά σχεδόν το 1/3 των συμπολιτών μας θα επέλεγαν να μην το κάνουν ενώ θα μετράμε φέρετρα, ε τότε θα τον περνούσαμε για διαταραγμένο. Και είναι πολύ άδικο όλο αυτό.

Τις προηγούμενες μέρες, μαθήτριες σε γυμνάσιο της Ξάνθης κατήγγειλαν σεξουαλική παρενόχληση από εκπαιδευτικό. Εντυπωσιαστήκαμε από τα αντανακλαστικά της διεύθυνσης του σχολείου που με καίριες παρεμβάσεις προστάτεψε τόσο τις μαθήτριες όσο και το τεκμήριο αθωότητας του εκπαιδευτικού και επανέφερε άμεσα την ηρεμία μέσα στο σχολικό περιβάλλον, με τρόπο υποδειγματικό.

Δυστυχώς η σύγκριση με την αντίστοιχη υπόθεση πέρυσι σε άλλο σχολείο (λιγότερο σύνθετη τότε γιατί δεν είχε εκπαιδευτικό εμπλεκόμενο) και πόσο καταστροφικοί ήταν οι χειρισμοί για όλους, είναι μοιραία. Ας είναι ένα μάθημα αυτό για όσους μίλησαν αλλά και όσους σιώπησαν πέρυσι ώστε να βάζουν προτεραιότητες και να αντιλαμβάνονται την ευθύνη που τους αναλογεί.

Ο ΑΟΞ επανήλθε στο δρόμο των επιτυχιών πολύ γρήγορα με τον Κεχαγιά στον πάγκο. Δυστυχώς δεν ήταν διαθέσιμος πέρυσι, αφού ήταν προπονητής της Εθνικής Νέων, γιατί μάλλον θα είχαμε πανηγυρίσει την επιστροφή στην πρώτη κατηγορία. Αν και στο ποδόσφαιρο γνώμες επί παντός επιστητού έχει και ο τελευταίος φίλαθλος (εμείς μπορούμε να κρίνουμε τον ΑΟΞ ως κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό μέγεθος για την περιοχή και όχι για το σύστημα που παίζει στο γήπεδο), όμως δεν μπορούμε να αντισταθούμε σε μια απλή διαπίστωση:

Αν μια μεσαία επαρχιακή ομάδα στην Ευρώπη είχε τη δυνατότητα να απασχολεί ένα ντόπιο τεχνικό με τις γνώσεις, την ηλικία, την αποδεδειγμένη εμπειρία, την αγάπη αλλά και την μεγάλη αποδοχή του κόσμου που συγκεντρώνει ο Νίκος Κεχαγιάς, προφανώς θα του έδιναν τα “κλειδιά της ομάδας” για πολλά χρόνια. Έτσι χτίζονται οι ομάδες και όχι με 25 “λεγεωνάριους” και νέους προπονητές κάθε χρόνο, αποξενωμένους, χωρίς κορμό και συνέχεια αλλά και χωρίς δέσιμο με το κοινό της ομάδας ή σύνδεση με την κοινωνία. Έτσι φρονούμε εμείς τουλάχιστον και αυτό δεν είναι μομφή για τη νυν ιδιοκτησία αλλά ένα μάθημα από τα λάθη της προηγούμενης και σχεδόν όλων των συλλόγων στο παρακμιακό ελληνικό ποδόσφαιρο.