Μια αποτίμηση της κατάστασης που επικρατεί με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα για την πανδημία, κάνει ο Καθηγητής του Δημοκριτείου Βασίλης Τσαουσίδης, στην εφημερίδα Real News της Κυριακής. Ερωτηθείς για την εξέλιξη της πανδημίας και τις εκτιμήσεις του από το δημοσιογράφο Κώστα Νικολόπουλο ο γνωστός καθηγητής της Πολυτεχνικής Ξάνθης, με βάση την ψυχρή γλώσσα των αριθμών διαπιστώνει ότι ο ρυθμός εξυπηρέτησης του συστήματος υγείας καταγράφει συνεχή μείωση καθώς με ένα σταθερό αριθμό κρουσμάτων αυξάνονται διαρκώς οι θάνατοι από την πανδημία.

Αναλυτικά ο Β. Τσαουσίδης, ανέφερε:
“Ο άμεσος υγειονομικός στόχος στη διαχείριση της πανδημίας, όσο η επιδημιολογική κατάσταση είναι βεβαρημένη, είναι ο περιορισμός του αριθμού των θανάτων. Αυτός παρουσιάζεται συχνά ως συνάρτηση του αριθμού των κρουσμάτων ενώ στην πραγματικότητα επηρεάζεται από δύο παράγοντες: (i) τον αριθμό των νοσούντων και (ii) τη δυνατότητα του υγειονομικού συστήματος να τους εξυπηρετήσει. Από μόνος του ο αριθμός των κρουσμάτων, αν και χρησιμοποιείται κατά κόρον, είναι μάλλον παραπλανητικός δείκτης πίεσης του συστήματος, καθώς δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε αριθμό νοσούντων – σημασία έχει πόσοι από τα κρούσματα χρειάζονται νοσηλευτική περίθαλψη.
Για παράδειγμα, μια ομάδα νέων και εμβολιασμένων που βρέθηκαν θετικοί στον ιό δεν είναι καθόλου συγκρίσιμη με μια ισάριθμή της ομάδα κρουσμάτων ηλικιωμένων που δεν εμβολιάστηκαν. Έτσι, ενώ συχνά στην προηγούμενη περίοδο η καταμέτρηση κρουσμάτων ήταν αποτέλεσμα του ελέγχου μετά από εμφάνιση συμπτωμάτων, τα κρούσματα που καταγράφονται σήμερα, στη μεγάλη τους πλειονότητα, είναι αποτέλεσμα υποχρεωτικού προληπτικού ελέγχου και οι φορείς του ιού συνήθως δεν χρειάζονται νοσηλεία. Αν συγκρίνουμε λοιπόν με όρους αντικειμενικότητας τη σημερινή περίοδο με τις προηγούμενες στη βάση του αριθμού των νοσούντων, θα διαπιστώσουμε ότι σήμερα οι νοσούντες είναι αναλογικά λιγότεροι. Παρόλα αυτά, οι θάνατοι είναι συγκριτικά περισσότεροι. Αυτό δημιουργεί έναν προβληματισμό σε σχέση με τη μειωμένη δυνατότητα εξυπηρέτησης του συστήματος υγείας.

Η δυνατότητα του συστήματος να εξυπηρετήσει νέους ασθενείς διαδοχικά μειώνεται όσο οι εισαγωγές ασθενών είναι περισσότερες από τα εξιτήρια – αυτό εξηγεί γιατί στον ίδιο αριθμό νοσούντων ανά εβδομάδα αναλογεί προοδευτικά μεγαλύτερος αριθμός θανάτων. Εφόσον αυτή η δυσαναλογία έχει διάρκεια, το σύστημα εξυπηρέτησης μπορεί να καταρρεύσει. Δυστυχώς, το διάστημα κατά το οποίο η εξυπηρέτηση του συστήματος υγείας εμφανίζει σημάδια αδυναμίας είναι ήδη μεγάλο. Ευτυχώς, εμφανίζονται κάποια αχνά σημάδια σταθεροποίησης.

Είναι νωρίς ακόμη να διαπιστώσει κάποιος αν η διαφαινόμενη τάση της τελευταίας εβδομάδας να ισορροπήσουν τα κρούσματα θα συνεχιστεί. Προς το παρόν, δεν αποτυπώνεται κάποια τάση μείωσης των κρουσμάτων στις κρίσιμες ηλικίες των 65+, που θα είχε ως συνέπεια την άμεση μείωση των νοσούντων. Σημειωτέον ότι η ηλικιακή κατανομή στις ΜΕΘ δεν αποτυπώνει την πραγματική ηλικιακή αναλογία των σοβαρά νοσούντων καθώς η πίεση οδηγεί αναπόφευκτα σε ηλικιακή προτεραιοποίηση των ασθενών στις ΜΕΘ. Για τον λόγο αυτό, υπό τις παρούσες συνθήκες, στην αξιολόγησή του κινδύνου συνδράμουν οι συγκριτικές αναλογίες θανάτων και νοσούντων: Όταν στις ΜΕΘ υπάρχουν λιγότεροι ηλικιωμένοι, θα έπρεπε να παρατηρούμε συνολικά χαμηλά ποσοστά θανάτων σε σχέση με τους νοσούντες, εφόσον ο κίνδυνος ήταν χαμηλός. Όταν αυτό δεν συμβαίνει τότε ο λόγος είναι ότι η πίεση του συστήματος εκτοπίζει από τις ΜΕΘ πρώτα τους ηλικιωμένους και όχι τα χαμηλά ποσοστά σοβαρής νόσησης τους.

Εφόσον η τάση σταθεροποίησης των κρουσμάτων συνεχιστεί και ο ρυθμός εμβολιασμού της τρίτης δόσης συνεχίσει με επαρκείς ρυθμούς την ανοδική του πορεία, η κορύφωση των θανάτων θα παρατηρηθεί μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες – λίγο μετά την κορύφωση των νοσούντων. Διαφορετικά, κάθε ενδεχόμενη μικρή αύξηση νοσούντων θα οδηγεί σε μεγάλη αύξηση θανάτων καθώς η δυνατότητα εξυπηρέτησης του συστήματος έχει ήδη μειωθεί ραγδαία. Η αύξηση αυτή μπορεί άμεσα να ανακοπεί μόνο με τους γρήγορους εμβολιασμούς της τρίτης δόσης.

Η στρατηγική του επικοινωνιακού επιτελείου που διαχειρίζεται την πανδημία φαίνεται ότι αρχικά οδήγησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην λανθασμένη εντύπωση ότι θα υπάρξει ανοσία της αγέλης και η πανδημία θα τελειώσει σύντομα. Αυτό είχε ως συνέπεια την απροθυμία του πληθυσμού να εμβολιαστεί. Αυτή η συγκυριακή απροθυμία, σε συνδυασμό με την εξασθένηση της ανοσίας των προ εξαμήνου εμβολιασμένων, είναι οι κυρίαρχοι παράγοντες της επιδείνωσης της κατάστασης. Επομένως, η λύση είναι εδώ: Όταν οι ευάλωτες ομάδες εμβολιαστούν στην πλειονότητά τους, τότε η επιδημιολογική κατάσταση θα ομαλοποιηθεί. Η ομαλοποίηση αυτή θα φανεί σύντομα, λίγο μετά την καταιγίδα.”