Με μια αιχμηρή ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα, ο Καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου ​Θράκης ​Βασίλης Τσαουσίδης, επισημαίνει  ότι έχει μείνει αναπάντητη η επιστολή που έχει αποστείλει στον Υφυπουργό Παιδείας και γνώστη των ζητημάτων της Θράκης​, ​ Άγγελο Συρίγο, για το ζήτημα της παράκαμψης της πειθαρχικής διαδικασίας ​σε βάρος Καθηγητών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο.

Μετά τη δικαίωση του Καθηγητή του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στην πολύκροτη υπόθεση του ερευνητικού του έργου, που σταμάτησε από την προηγούμενη πρυτανική αρχή, και την έναρξη της σοβαρής ποινικής διαδικασίας σε βάρος πρώην και νυν μελών της διοίκησης του ΔΠΘ, παραμένει ανενεργή η πειθαρχική διαδικασία σε βάρος των εμπλεκομένων. Το ζήτημα αυτό θίγει ο Καθηγητής Β. Τσαουσίδη​ς προς τον αρμόδιο Υφυπουργό​, διερωτόμενος α​​ν στη Θράκη ισχύουν άλλοι κανόνες δικαίου​ ενώ αφήνει αιχμές για τις σχέσεις μεταξύ ​στελεχών της κυβέρνησης και του Πανεπιστημίου.

Αναλυτικά η ανάρτηση του Β. Τσαουσίδη:

“Δημοσίευσα επιστολή που είχα αποστείλει προ διμήνου στον αρμόδιο υφυπουργό κ. Άγγελο Συρίγο, για την πειθαρχική διαδικασία που παρακάμφθηκε και επηρεάζει την απόδοση δικαιοσύνης. Η επιστολή έμεινε αναπάντητη. Η Θράκη δεν έχει ειδικό καθεστώς Δικαίου, ούτε το Δημοκρίτειο. Όποιος νομίζει ότι προστατεύει τη Θράκη με το να μην εφαρμόζει τους κανόνες δικαίου, δεν προσφέρει καλή υπηρεσία στον τόπο. Πολλοί αρμόδιοι υπουργοί και βουλευτές σχετίζονται με το Δημοκρίτειο και τη Θράκη.
Ήδη, ο κ. Συρίγος ήταν ειδικός Γραμματέας στο υπουργείο Παιδείας επί θητείας Στυλιανίδη και ασχολείται συστηματικά με τα θέματα της Θράκης. Ο κ. Τσιάρας, νυν υπουργός Δικαιοσύνης, ήταν φοιτητής Ιατρικής στο Δημοκρίτειο. Υποθέτω ότι, ως αρμόδιοι που διατηρούν στενές σχέσεις με το πανεπιστήμιο και τους εκπροσώπους του, ενδιαφέρονται για το Δημοκρίτειο και τους θεσμούς και όχι για τα πρόσωπα που τους υπηρετούν. Γιατί, λοιπόν, επιτρέπει η πολιτεία να καταλύονται τόσο απροκάλυπτα οι κανόνες δικαίου και να λαμβάνονται αποφάσεις που σχετίζονται με τις επίδικες υποθέσεις απιστίας και παράβασης καθήκοντος από αυτούς τους ίδιους που κατηγορούνται για απιστία και παράβαση καθήκοντος;”
Η επιστολή του Β. Τσαουσίδη προς τον Υφυπουργό Α. Συρίγο:
“Αξιότιμε κύριε Υφυπουργέ,
Τελεί σε γνώση των υπηρεσιών του Υπουργείου σας, ήδη επί θητείας Γαβρόγλου, το γεγονός ότι σε βάρος εννέα συναδέλφων του ΔΠΘ στους οποίους είχαν ανατεθεί αρμοδιότητες από την προηγούμενη διοίκηση (Καραμπίνη), ασκήθηκε ποινική δίωξη (A16/2443, Εισαγγελία Ροδόπης) για:
1) απιστία από κοινού με ζημία άνω των [120.000] ευρώ (για τους πρώτους έξι),
2) συνέργεια στην ανωτέρω πράξη (για τους τρεις τελευταίους),
3) παράβαση καθήκοντος από κοινού (για τους πρώτους έξι),
4) συνέργεια στην ανωτέρω πράξη (για τους τρεις τελευταίους),
οι οποίες φέρονται τελεσθείσες στις 28.9.2016.
Η ως άνω ποινική δίωξη ασκήθηκε κατόπιν διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης με παραγγελία του Εισαγγελέα Ροδόπης προς την Ανακρίτρια Ροδόπης για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης. Η υπόθεση αρχικά είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο ως πλημμέλημα. Στη συνέχεια προστέθηκαν οι κατηγορίες της απιστίας σε βαθμό κακουργήματος και η υπόθεση παραπέμφθηκε στην κύρια ανάκριση. Μετά από το βούλευμα 29/21, το οποίο εκδόθηκε την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021 από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ροδόπης, η υπόθεση παραπέμφθηκε εκ νέου στην ανάκριση. Στην δίωξη περιλαμβάνονται μέλη ΔΕΠ που ασκούν καθήκοντα από θέσεις
ευθύνης [..].
Στις περιπτώσεις διώξεων απιστίας και παράβασης καθήκοντος, την ποινική δίωξη ακολουθεί η πειθαρχική δίωξη – είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι οι διωκόμενοι δεν επηρεάζουν τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης ούτε και τη διαδικασία που οδηγεί στην απονομή της. Κρίνεται, δηλαδή, αν θα μπορούν να ασκούν καθήκοντα από θέσεις ευθύνης μέχρι να ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία. Στην περίπτωση του πανεπιστημίου μας η πειθαρχική διαδικασία εκτελέστηκε από τον πρύτανη και όχι από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών ΔΕΠ. Μάλιστα, απ’ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, η πειθαρχική διαδικασία ανεστάλη για ένα έτος μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης. Όμως, το ένα έτος παρήλθε εδώ και καιρό. Και η βασική προϋπόθεση της πειθαρχικής διαδικασίας, που είναι να διασφαλίσει τους όρους της δίκαιης δίκης, δεν πληρείται. Αυτό δεν είναι κάτι τυπικό, αλλά ουσιαστικό.
Θα μπορούσε για παράδειγμα, ένα Πρυτανικό Συμβούλιο που είναι αρμόδιο να ασκήσει δικαιώματα πολιτικής αγωγής υπέρ των συμφερόντων του πανεπιστημίου, να απαρτίζεται από κατηγορούμενους; Θα μπορούσε, μήπως, να αποφασίζει να καλύπτει τα δικαστικά και δικηγορικά έξοδα των κατηγορουμένων; (Δείτε εδώ την απόφαση του ΔΠΘ για παροχή νομικής υπεράσπισής τους). Θα μπορούσε να διεκδικήσει απολεσθέντα περιουσιακά στοιχεία μέχρι 120.000 ευρώ, το οποίο προϋποθέτει έγκληση εκ μέρους του πανεπιστημίου – αν οι εκπρόσωποί του ήταν οι ίδιοι κατηγορούμενοι; Επομένως, η αιτία που η πειθαρχική διαδικασία δεν πρέπει να παρακάμπτεται, είναι ουσιαστική για τη Δικαιοσύνη – δεν είναι τυπική. Ειδικά στην περίπτωσή μας, υπάρχει σαφής παραβίαση της αρχής αμεροληψίας, καθώς υπάρχουν κατηγορούμενοι στα όργανα που λαμβάνουν αυτές τις αποφάσεις.
Στο πανεπιστήμιό μας συνέβησαν ανήκουστα πράγματα την τελευταία πενταετία. Η απόδοση δικαιοσύνης είναι ισοδύναμη με την κάθαρση που επιβάλλεται να υπάρξει. Κανείς δεν θέλει να τιμωρηθεί, ή έστω να ταλαιπωρηθεί κάποιος αθώος – κανείς όμως δεν πρέπει να επιδιώκει να αθωωθεί και κάποιος ένοχος για τέτοια αδικήματα.
Στηρίζω τις κατηγορίες υπέρ του πανεπιστημίου μας, ως πολιτικώς ενάγων, επειδή το πανεπιστήμιο αρνείται να το πράξει. Ζητώ την παρέμβασή σας, ώστε να εφαρμοστεί το πειθαρχικό δίκαιο αμέσως.
Με τιμή,
Βασίλειος Τσαουσίδης
Καθηγητής ΗΜ&ΜΥ, ΔΠΘ.”