Ένα ερώτημα που με την ευκαιρία των διακοσίων χρόνων από τον Αγώνα του 1821 κυριαρχεί στη σκέψη μου είναι αν είχε τα χαρακτηριστικά Επανάστασης ή Μεταρρύθμισης, πώς έβλεπαν την έγερση οι Έλληνες, τι περίμεναν. Το ζήτημα αυτό μπορούμε να το προσεγγίσουμε από πολλές πλευρές, εδώ θα μιλήσουμε από ιστορική και από πολιτική πλευρά.

Σε παλιότερα κείμενά μου, προσπάθησα να διακρίνω γενικότερα τις δύο αυτές έννοιες («Πολιτικοί στοχασμοί ενός μη πολιτικού» (2015) και «Επανάσταση ή Μεταρρύθμιση» (2017). Ενώ στο άρθρο «Θράκη και Επανάσταση του 1821» (Δρόμος της Αριστεράς, 7/11/2020) έθιξα σύντομα το ζήτημα.

Στο πρόσφατο αυτό  κείμενο  για την Επανάσταση του 1821 στη Θράκη γράφω: «Μιλώντας για το 1821 οφείλω να διερευνήσω τη σχέση μεταξύ Επανάστασης και Μεταρρύθμισης, γιατί  συχνά συγχέουμε τους δύο όρους. Ο Λένιν ηγέτης της προ αιώνος Ρωσικής επανάστασης γράφει: «οι μεταρρυθμίσεις είναι παραχωρήσεις που αποσπώνται από την κυρίαρχη τάξη, ενώ διατηρείται η κυριαρχία της, [ενώ] η επανάσταση είναι η ανατροπή της κυρίαρχης τάξης». Προβαίνω σε αυτή τη διευκρίνιση, γιατί πολλοί στα (προ)επαναστατικά χρόνια και  αργότερα φαίνεται ότι προτιμούσαν μεταρρυθμιστικές κινήσεις και όχι επανάσταση – ουσιαστική αλλαγή της δομής. Είναι ένα ζήτημα που οφείλουμε να φωτίσουμε κατά τους εορτασμούς των διακοσίων χρόνων».

Στο παρόν κείμενο εισαγωγικά θα προσεγγίσουμε γενικά τη σχέση Επανάστασης και Μεταρρύθμισης, ενώ στο κύριο μέρος του άρθρου θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου στον Αγώνα του 1821.

*

‘Οσον αφορά το γενικότερο, διαχρονικό σαφώς, ερώτημα χρησιμοποιώ στοιχεία από το παλιότερο  ομότιτλο κείμενό μου:

  Ο τρόπος αλλαγής του κόσμου είναι το διαρκές ζητούμενο, πολύ περισσότερο στις μέρες μας – στην Ελλάδα βεβαίως, αλλά και σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Ζητάμε αλλαγές σε διάφορους τομείς, διαφωνούμε με αλλαγές που προτείνονται – λες και όλα είναι τέλεια και δεν πρέπει να τα μεταβάλουμε. Το ζήτημα είναι τι να αλλάξει, με ποιο τρόπο, υπάρχει ‘τέλος’ στις αλλαγές. Συχνά, μάλιστα, τίθεται το δίλημμα Επανάσταση ή  Μεταρρύθμιση.

[…] Ο ομότιμος σήμερα Καθηγητής του Πάντειου Πανεπιστημίου Γ. Ρούσης σχολιάζοντας την άποψη του Λένιν που προαναφέραμε σημειώνει: «Αυτή η τελευταία πέρα από την ειρηνική ή ένοπλη μορφή που μπορεί να προσλάβει, η οποία αρχικά τουλάχιστον τόσο στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 όσο και στη Ρώσικη του 1917 ήταν ειρηνική, δεν μπορεί παρά να είναι πάντοτε βίαιη, υπό την έννοια ότι η αστική τάξη δεν πρόκειται να παραδώσει με τη βούλησή της την εξουσία και τα πλούτη της».

Παρατηρούσα σχετικά ότι η έννοια της βίας (πραγματικής ή σε συμβολικό επίπεδο) ενυπάρχει σε κάθε μεταβολή / μετατροπή.  Φρονώ ότι ενώ η μεταρρύθμιση και η επανάσταση είναι αντίθετες μεταξύ τους έννοιες, όμως κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις είναι συμπληρωματικές, στο βαθμό που οι μεταρρυθμίσεις και η πάλη γι’ αυτές εντάσσονται στην πράξη σε μια επαναστατική στρατηγική.

Κλείνοντας θα αναφερθούμε από καθαρά ιστορική άποψη στην έννοια της Επανάστασης, που συνδέεται με την έννοια της δομής.  Δομή ονομάζεται στην ιστορία το σύνολο των στοιχείων μιας ιστορικής πραγματικότητας στις αμοιβαίες επιδράσεις και εξαρτήσεις τους. Στην ιστορική κοινωνία η δομή περιέχει τρία στοιχεία: οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό. Η ανατροπή της δομής που υπήρχε από μια νέα δομή λέγεται επανάσταση, και μπορεί να είναι πολιτική, αγροτική, τεχνική, επιστημονική, δημογραφική. Άλλοτε είναι σιωπηλή, άλλοτε είναι βίαιη.

*

 

Οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με την Επανάσταση του 1821, στηριγμένοι σε πρωτογενείς πηγές, διατυπώνουν ποικίλες απόψεις και εκτιμήσεις σχετικά με το βαθύτερο νόημα του Αγώνα του ελληνικού λαού κατά την περίοδο της παλιγγενεσίας. Σε κάθε εποχή , βέβαια, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Οι προσεγγίσεις επίσης έχουν διαφορετική αφετηρία (κοινωνιολογική, οικονομική, πολιτιστική),  τα συμπεράσματα όμως μπορεί να συγκλίνουν.

Θα κάνουμε ένα άλμα στην μεταβυζαντινή εποχή και στην πρώιμη οθωμανοκρατία. Το Ελληνικό Γένος, οι Ρωμιοί, όπως λέγονται, δεν ήταν βέβαια ένα ενιαίο σύνολο όσον αφορά την αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων. Στο έργο του π. Γεώργιου Μεταλληνού «Τουρκοκρατία» (1988) διαβάζουμε για το τραγικό δίλημμα απέναντι στον κατακτητή: Συνύπαρξη ή Αντίσταση. Προηγήθηκε ο διχασμός σε Ενωτικούς και Ανθενωτικούς. Μ’ άλλα λόγια, το πρόβλημα που προσπαθούμε να δούμε έχει ιστορικότητα. Από την περίοδο ήδη των Σταυροφοριών και της Φραγκοκρατίας έχουμε ανάλογα διλημματικά / διχαστικά φαινόμενα. Στην Τουρκοκρατία, άλλοι ήθελαν τη σύγκρουση και άλλοι ακολουθούσαν την πολιτική του κατευνασμού του κατακτητή.

Οι δύο πλευρές: «Η μεταβολή θα ερχόταν χωρίς επανάσταση, αλλά με τη βαθμιαία εσωτερική  διάβρωση του κράτους και την αθόρυβη μεταλλαγή του […] Το πνεύμα της αντίστασης έτρεφε η πίστη στη δυνατότητα ανάστασης του Γένους, που δεν έσβησε ποτέ στο λαό. Το πνεύμα αυτό συντηρεί όχι τόσο το έλλογο, αλλά το ηρωικό στοιχείο της συνείδησης, που οδηγεί πάντα στην επιλογή των δυναμικών λύσεων».

Ο αείμνηστος συγγραφέας παραθέτει πολλά στοιχεία, που τεκμηριώνουν τις απόψεις του. Σημειώνει: «Ο εκκλησιαστικός χώρος δεν έχει να δείξει εκπροσώπους μόνο της πολιτικής της περιορισμένης “συνεργασίας“, αλλά και στην πλευρά της αντίστασης».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, το κεφάλαιο «Από τη Ρωμαίικη Οικουμένη στο Εθνικό κράτος» που περιγράφει το στόχο της Ελληνικής Επανάστασης. Περιορίζομαι εδώ σε λίγες χαρακτηριστικές φράσεις του π. Γ. Μεταλληνού: «Ό,τι είχε χάσει, ονειρευόταν το Γένος να ξαναποκτήσει […] Το “ποθούμενο“ ήταν η ανάσταση όλων  των υπόδουλων στην Τουρκία ορθοδόξων και όχι η εθνικιστική κατάτμησή τους σε συμβατικές κρατικοεθνικές ενότητες, με βάση τη γλώσσα. Το τελευταίο, αντίθετα, ήταν το σχέδιο των Δυτικών Δυνάμεων».

*

Πιστεύω ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι που ξέσπασαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 φανερώνουν πολύ έντονα και καθαρά το πώς έβλεπαν τον Αγώνα και τι επιδίωκαν οι  δύο μεγάλοι «αντίπαλοι»: στρατιωτικοί και  πολιτικοί.  Χρησιμοποιώντας στοιχεία και απόψεις ιστορικών και  ερευνητών θα φωτίσουμε  πλευρές του θέματος.

Θα  ξεκινήσουμε επιχειρώντας να δούμε τις ομάδες του ελληνικού πληθυσμού και πώς συμπεριφέρονται.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς σημειώνει σχετικά ότι στις παραμονές του 1821 είχαν διαμορφωθεί τρεις σαφείς κοινωνικοί ταξικοί σχηματισμοί στην ελληνική κοινωνία: Διοικητική Αριστοκρατία (ανώτερος κλήρος, φαναριώτες, μερικοί πρόκριτοι, μεγάλοι γαιοκτήμονες), Αστική Τάξη (έμποροι, βιοτέχνες, εφοπλιστές, διανοούμενοι – όσοι συμμετείχαν στα κέρδη της εμπορευματοποιημένης οικονομίας), Λαός (μικροκτηματίες, μικροκαλλιεργητές, ημερομίσθιοι, κατώτερος κλήρος, εργαζόμενοι με μικρή αμοιβή). Το βασικότερο χαρακτηριστικό είναι η παρουσία της αστικής τάξης, που όμως συμμετείχε στους οικονομικούς, αλλά όχι στους διοικητικούς μηχανισμούς.

Εξετάζοντας ο ίδιος ιστορικός από άλλη οπτική παρατηρεί ότι μέσα  στους κόλπους του ελληνισμού αρκετά νωρίς στο 18ο αιώνα άρχισε μια ιδεολογική πάλη. Τελικός σκοπός της πάλης ήταν η μελλοντική εθνική υπόσταση του ελληνισμού. Εκδηλώνονται οι δύο τάσεις: συντηρητική και προοδευτική. Στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου μιλούμε για εθνική αφύπνιση, που εκφράζεται όχι μόνο με την  ιδεολογική πάλη και από τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, αλλά και από επαναστατικά σχέδια και κινήματα και λαϊκές εξεγέρσεις.

Ο Βασίλης Φίλιας  πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει διαμορφωμένη αστική τάξη, παρατηρεί: «Οι ολιγαρχικές φατρίες στην Ελληνική Επανάσταση εκφράζουν, όχι την ανατροπή, αλλά τη συνέχιση του φεουδαρχικού χαρακτήρα διαπλοκής πολιτικής και οικονομίας, όπως είχε διαμορφωθεί κάτω από τις ιδιότυπες συνθήκες του ασιατικού τρόπου παραγωγής μέσα στα πλαίσια του υπόδουλου Ελληνισμού». Και προσθέτει ότι «Η απουσία συγκροτημένης αστικής τάξης σαν θεμελιακής τάξης, κάνει τη διαμόρφωση ενός νέου, σταθερού ηγεμονικού συστήματος, που θα ήταν σε θέση να διαμφισβητήσει την εξουσία από το παλιό κυρίαρχο κοτσαμπασίδικο-φαναριωτικό ηγεμονικό ‘μπλοκ’, αδύνατη». Η απουσία αστικής τάξης επίσης δημιουργεί ειδικές συνθήκες στον ελληνικό λαό. «Ο συνασπισμός των λαϊκών δυνάμεων, που δεν ήταν φυσικά ανεξάρτητος από σημαντικές οικονομικο-κοινωνικές μετατοπίσεις, παρέμεινε συγκυριακός και ευκαιριακός. Ευκαιριακός και στενά δεμένος με το αίτημα της αποτίναξης του ξένου ζυγού, και με την έννοια αυτή ‘αυθόρμητος’, βασισμένος δηλαδή σε άμεσες παρωθήσεις και ανάγκες της στιγμής και όχι σε σταθερές και οργανικές ταυτίσεις με αντίστοιχο κοινωνικό βάθος».

Θα δούμε στη συνέχεια πώς εκφράζεται κατά τη διάρκεια του Αγώνα ο διχασμός του Γένους. Ξεκινούμε από τον αγαπημένο μας καθηγητή ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τον αείμνηστο Απόστολο Βακαλόπουλο, ο οποίος φωτίζει πλευρές και φάσεις των εμφυλίων πολέμων. Τονίζει ότι «τα συγκρουόμενα ατομικά και κομματικά συμφέροντα, οι εγωισμοί, ο φθόνος, και οι ασίγαστες μωροφιλοδοξίες, καθώς και οι κοινωνικές αντιθέσεις οδηγούν ακράτητα προ τη ρήξη […] Με τις διενέξεις πολιτικών – στρατιωτικών και με την έκρηξη των εμφύλιων σπαραγμών [ …] μπαίνει και μια κακή παράδοση στην πολιτική ζωή του τόπου και γενικά στην νεοελληνική κοινωνία. Στην αναταραχή  αυτή μεγάλη είναι η ευθύνη των κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου και των Φαναριωτών πολιτικών, ιδίως του Μαυροκορδάτου».

Ο Απ. Βακαλόπουλος μιλώντας για τα μετεπαναστατικά χρόνια επικαλείται κείμενα του Δημήτριου Βερναρδάκη. «Μετά τη Μεταπολίτευση του 1843 […] παρατηρεί ο Βερναρδάκης […] εγκαθιδρύθηκε  “λόγω μεν πολιτεία συνταγματική, πράγματι δε καθιερώθη και εστερεώθη επί θεμελίων εδραιοτέρων ολιγαρχία φοβερά, ήτοι αυτός ο επί τουρκοκρατίας κοτζαμπασισμός, επιχρισθείς μόνον διά του νωπού εκ της Δύσεως συνταγματικού ψιμμυθίου”». Ο Βακαλόπουλος  αναφέρεται στην πολιτική ζωή στα χρόνια της Επανάστασης και μετά. Θεωρεί ότι ο Βερναρδάκης παρά τις υπερβολές του λέγει αλήθειες. Στέκομαι συγκεκριμένα στον όρο  που χρησιμοποιείται «κοτζαμπασισμός».

Από όσα θα δούμε στη συνέχεια, θα φανεί  το περιεχόμενο και εύρος αυτού του όρου. Ξεκινούμε από τους ιστορικούς Κρεμμυδά και Σβορώνο.

Ο Β. Κρεμμυδάς γράφει ότι η ελληνική μεγαλοαστική τάξη είχε συνδέσει τα συμφέροντά της με τα ξένα συμφέροντα και ανέμενε την απελευθέρωση του ελληνισμού από την ξένη βοήθεια. Η εντόπια αστική τάξη διαπίστωσε ότι οι ξένοι απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, γι’ αυτό πίστεψε ότι η εθνική απελευθέρωση έπρεπε να στηριχθεί αποκλειστικά στις ελληνικές δυνάμεις.

Από την άλλη μεριά η Διοικητική Αριστοκρατία πάλευε για τη συνέχιση της τουρκικής εξουσίας ή το πολύ μιας απελευθέρωσης που θα ερχόταν από την ομόδοξη Ρωσία και, προπαντός, όχι από εθνική επανάσταση εμπνευσμένη από τις γαλλικές φιλελεύθερες ιδέες.

 

Ο Ν. Σβορώνος σημειώνει ότι κατά την περίοδο της οθωμανοκρατίας, στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, το εθνικό κίνημα πήρε ένα κοινωνικό περιεχόμενο τελείως αντίθετο από εκείνο που ήθελαν να του δώσουν οι ιθύνοντες. Το γεγονός αυτό προκαλεί τη δυσπιστία, και συχνά την εχθρότητα, απέναντί του, του ανώτερου κλήρου και της πλειοψηφίας των Φαναριωτών και των κοτσαμπάσηδων. Αντίθετα τα προχωρημένα στοιχεία της αστικής τάξης κι οι προοδευτικοί διανοούμενοι συνέχιζαν το οργανωτικό έργο του Ρήγα.

Μιλώντας, ειδικότερα, για την Επανάσταση (1821 – 1824) ο Νίκος Σβορώνος σημειώνει: «Η επαναστατική ομάδα της Εταιρίας έπρεπε πρώτα να νικήσει τους δισταγμούς των προκρίτων και σε ορισμένα νησιά, στη Σάμο και στην Ύδρα, η κοινωνική εξέγερση κατά των προκρίτων προηγήθηκε απ’  την εθνική Επανάσταση κατά των Τούρκων.

Παράλληλα με την εθνική πάλη, διεξάγεται  αυτή την περίοδο μια εσωτερική σύγκρουση για την ηγεσία της Επανάστασης, με αντικείμενο τις πολιτικές και κοινωνικές αρχές του νέου υπό δημιουργία κράτους».

Πριν αναφέρουμε παραδείγματα συμπεριφοράς των ιθυνόντων προς τους αγωνιστές, θεωρώ σκόπιμο να γυρίσουμε στα προεπαναστατικά χρόνια, να φωτίσουμε τον αρχιμάστορα της Επανάστασης και του Αγώνα Ρήγα Βελεστινλή.  Με τον Ρήγα καταπιάστηκε, ερευνώντας τις πηγές, ο καταξιωμένος δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαρράς που παρουσίασε πρόσφατα το βιβλίο του «Πώς συλλογάται ο Ρήγας;».

Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης διαβάζουμε: «Κυρίως συνοψίζεται το πολιτικό σχέδιο του Ρήγα για μια πολιτειακή συγκρότηση της απελευθερωμένης Ελλάδας και των Βαλκανίων με βάση τα πιο προωθημένα προτάγματα του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού. Το απελευθερωτικό όραμα του Ρήγα συμπεριλαμβάνει ισότιμα όλες τις πληθυσμιακές ομάδες, χωρίς καμία διάκριση φύλου, εθνικής καταγωγής, θρησκείας και γλώσσας. Το επαναστατικό αυτό σχέδιο, που βέβαια ενταφιάστηκε κάτω από την επικράτηση των εθνικισμών του 19ου αιώνα, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο. Και, για πολλούς, απολύτως αδιανόητο».

Πολλά είναι τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας στο άκρως ενδιαφέρον βιβλίο του. Κλείνω αυτή την αναγκαία αναδρομή με ένα απόσπασμα από το κείμενο  του Αριστόβουλου Ι. Μάνεση  «Η πολιτική ιδεολογία του Ρήγα» (1998):   «Το πολυεθνικό κράτος του Ρήγα θα ήταν σαφώς “κράτος δικαίου “, όπως θα λέγαμε σήμερα, αφού σ’ αυτό θα έπρεπε “ οι νόμοι ναν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός “, η άσκηση της εξουσίας θα υπέκειτο σε κανόνες προστατευτικούς των δικαιωμάτων των πολιτών, δεν θα είχε δε επικεφαλής ούτε βασιλείς ούτε αυτοκράτορες ούτε σουλτάνους».

Ερχόμαστε,  λοιπόν,  στους εμφύλιους και τις συμπεριφορές των διαφόρων πλευρών των «αγωνιζόμενων» Ελλήνων.

Θα χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από τον τόμο «Η Επανάσταση του Εικοσιένα» που περιλαμβάνει εισηγήσεις σε επιστημονικό συμπόσιο του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών του 1981.

Ο ιστορικός Γιώργης Ζωίδης στην εισήγησή του με τίτλο «Η Φιλική Εταιρεία και το Εικοσιένα» στην ενότητα «Οι κοτσαμπάσηδες προσπαθούν να ματαιώσουν ή να αναβάλουν το Σηκωμό», αναφέρεται στην αρχική τακτική της Φιλικής να μη στρατολογεί κοτζαμπάσηδες, φαναριώτες και ανώτερους κληρικούς. Αργότερα η τακτική άλλαξε.  Πιθανόν και οι  ίδιοι οι  κοτζαμπάσηδες να θέλησαν να εισέλθουν  «Για να υπονομεύσουν την Εταιρεία από μέσα […] Πραγματικά απεγνωσμένες στάθηκαν οι προσπάθειες των κοτζαμπάσηδων και σατανικές οι ραδιουργίες τους για τη ματαίωση ή την αναβολή της επανάστασης».

Ο Ηλίας Παπαστεργιόπουλος  στην εισήγησή του «Ο διωγμός των αγωνιστών του ’21», παραθέτει πολλά στοιχεία. Διαβάζουμε «Το ότι οι τρεις μεγάλοι πολέμαρχοι του ’21, ο Αντρούτσος, ο Καραϊσκάκης και ο Κολοκοτρώνης υπέφεραν τον πιο άγριο διωγμό, ακόμη και τη δολοφονία του πρώτου, από τη φατρία των ολιγαρχικών έχει την εξήγησή του: ο διωγμός τους ήταν μια από τις εκδηλώσεις της σκληρής εσωτερικής ταξικής πάλης ανάμεσα στις δύο παρατάξεις όπως διαμορφώθηκαν αμέσως μετά την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας […]  Η επίθεση κατά των στρατιωτικών αρχηγών οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτοί ήταν πόλοι γύρω από τους οποίους είχαν συσπειρωθεί οι λαϊκές δυνάμεις, οι αγρότες και οι πολεμιστές που αποτελούσαν όχι απλά την πλειοψηφία, αλλά σχεδόν την ολότητα του πληθυσμού».

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στοιχεία από άλλους ερευνητές. Από την Ιστορία του Δ. Κόκκινου παραθέτει έναν όρο, που ομολογώ δεν το θυμόμουν: «Πολλοί κοτσαμπάσηδες ακολουθούντες ως πρότυπον αρχοντικής ζωής την τουρκικήν, ενδύονται […] εμφανίζονται […] και πολλάκις αποκτούν τας κακάς έξεις των δεσποτών. Και τα πτωχά πλήθη που καταπιέζονται συχνά από τους ομογενείς άρχοντας και τους έβλεπαν παρέχοντας την εικόνα πασάδων και μπέηδων τους αποκαλούν   “Τουρκοχριστιανούς“ ».

Ο Παπαστεργιόπουλος προστρέχει επίσης και στο πολυδιαβασμένο έργο του Σπύρου Μελά «Γέρος του Μωριά». Αναφέρει αποσπάσματα από το έργο αυτό, παραθέτω χαρακτηριστικό σημείο για τη σύγκρουση κοτσαμπάσηδων – στρατιωτικών. «Ο Κολοκοτρώνης  ευθύς από τις πρώτες του επιτυχίες είδε να ξεσηκώνεται κατά πάνω του το κύμα των κοτσαμπάσηδων, όλων των μεγάλων νοικοκυραίων. Όσο στέκαν οι Τούρκοι, την εξουσία στον τόπο την είχαν αυτοί ουσιαστικά […] Και ποιοι, λοιπόν, ήσαν οι στρατιωτικοί που θα ‘ παιρναν τα ηνία στα χέρια; […] Να φύγουν οι πασάδες ήταν μια επανάσταση. Έβλεπαν όμως πλάι σ’ αυτή να γίνεται και μια άλλη – εναντίον τους! Και βάλθηκαν να την καταβάλουν».

Θα ολοκληρώσουμε  αυτόν τον ματωμένο περίπατο με στοιχεία από τις έρευνες του Τάσου Βουρνά. Πιστεύω ότι ένα από τα πιο παραστατικά κεφάλαια είναι αυτό που έχει τον τίτλο «Ο Κολοκοτρώνης σώζει την Επανάσταση». Επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία που συμπληρώνουν όσα ως τώρα αναφέραμε.

Βρισκόμαστε στο 1827.  «Η καταστροφή του Φαλήρου και η πτώση της Ακρόπολης της Αθήνας σκόρπισαν τον πανικό  στην κυβέρνηση Ζαΐμη και τους κοτζαμπάσηδες που τη στήριζαν». Η κυβέρνηση κρύφτηκε στο Μπούρτζι. «Την ψυχολογική αυτή στιγμή, όπου τα πάντα φαίνονταν να καταρρέουν μέσα σ’ ένα κλίμα τρόμου, θέλησε να εκμεταλλευτεί  ο Ιμπραήμ και υιοθέτησε την τακτική του Κιουταχή που με ήπιες μεθόδους πέτυχε να υποτάξει τους καπετανέους της Ρούμελης». Με οικονομικές παροχές και υποσχέσεις αμνηστίας δοκιμάζει να προσεταιριστεί  αγωνιστές.

«Και επροσκύνησαν οι καπετανέοι των αρχόντων» λέει ο Κολοκοτρώνης. Ο Βουρνάς αναφέρει ονόματα προσκυνημένων.  Ο Ιμπραήμ από την άλλη φερόταν πολύ «γλυκά» στους Έλληνες, δεν έκαιγε, δεν κατέστρεφε. «Το σχέδιο ήταν πραγματικά σατανικό».  Έδωσε εντολή στον πασά της Πάτρας να σχηματίσει ένοπλα σώματα από τους προσκυνημένους.  Αναφέρονται παραδείγματα ανθρώπων που προσκυνούσαν, κι άλλοι που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να υποταχθούν. Ο Ιμπραήμ έδινε σε όποιον προσκυνούσε ένα  «προσκυνόχαρτο» ονομαζόμενο «ράι μπουγιουρντί».

«Η  εικόνα της Επανάστασης αυτή τη στιγμή είναι ζοφερή περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η σύγχυση και ο φόβος άρχισαν ν’ απλώνουν τα μαύρα φτερά τους πάνω στο Μοριά. Τίποτε δεν φοβήθηκε ο Κολοκοτρώνης, όπως ο ίδιος ομολογεί, όσο το προσκύνημα. Δραστηριοποιείται. «Κηρύσσει πολεμικό συναγερμό σ’ όλο τον πληθυσμό του Μοριά από 15 – 60 χρονών και σαλπίζει το περίφημο σύνθημά του:

“Φ ω τ ι ά   κ α ι   τ σ ε κ ο ύ ρ ι     σ τ ο υ ς    π  ρ ο σ κ υ ν η μ έ ν ο υ ς “!».

Γίνεται ένας έντονος αγώνας  για να κρατηθεί η Επανάσταση, να περιοριστούν οι προδότες και οι πουλημένοι.  Εντωμεταξύ ο Ιμπραήμ ξαναγυρίζει καταστροφικότερος. Και ο Κολοκοτρώνης  του μηνύει: «Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζει πως τη γη μας θα την κάνεις δική σου, βγάλτο από το νου σου!».  Η Κυβέρνηση δεν βοηθούσε τον Κολοκοτρώνη, «Κι όχι μόνο δεν του έστελναν τα στοιχειώδη του πολέμου, αλλά μηχανορραφούσαν να του αφαιρέσουν την αρχιστρατηγία». Η προσπάθειά  του καρποφόρησε, «Η επαναστατική τρομοκρατία του Γέρου απέδωσε γρήγορα τους καρπούς της».  Οι προσκυνημένοι γύριζαν, λίγοι, ομάδες, χωριά ολόκληρα. Στο τέλος  κατάφερε να αχρηστεύσει τις προσπάθειες του Ιμπραήμ.

*

Προβληματίστηκα, πώς θα ήταν σωστό να ολοκληρώσω τούτο το κείμενό μου. Να μιλήσουμε μήπως για το τι ακολούθησε την περίοδο της Επανάστασης, με τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους, με τον Καποδίστρια, με τον  Όθωνα και τους συν αυτώ; Αλλά και τι έγινε  μετά; Όλα δείχνουν ότι οι στόχοι της Επανάστασης έμειναν ανεκπλήρωτοι. Ότι ως τις μέρες μας παλεύουμε για να ολοκληρώσουμε την Επανάσταση του  ’21. Να δεχτούμε – δέχομαι – τη διαρκή Επανάσταση;

Τελικά, ας κλείσουμε την προσέγγισή μας με κάποια σπαράγματα για τον στρατηγό Μακρυγιάννη.

Ξεκινούμε από τον Μεγάλο Ευεργέτη του Γένους Γιάννη Βλαχογιάννη.  Στην Εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη μιλώντας το 1907 για την Οθωνική περίοδο σημειώνει: «Το τετραυματισμένον και εξηγριωμένον πνεύμα του Αγώνος φέρεται ορμητικόν διά πάντων των γεγονότων τούτων, τα οποία διετάραξαν και ανέκοψαν επί δεκάδας ετών την ήρεμον ανάπτυξιν του κράτους προς την αληθή πρόοδον».

Ο Δημήτρης Σταμέλος στο έργο του «Μακρυγιάννης – Το χρονικό μιας εποποιΐας» μιλώντας για τον αγώνα του Μακρυγιάννη για Σύνταγμα αναφέρεται στους αγωνιστές που τώρα έδειχναν να το προδίδουν. Λέγει ο στρατηγός: «Οι νέοι κυβερνήται μας άρχισαν να διαιρούνται κι από  τα δικά τους αιστήματα κι από των ξένων την αρετή και νιτερέσια τους (=συμφέροντα) […] Ότι το σκυλί οπού είναι μαθημένο εις το χασαπλειό δεν φυλάγει ποτέ πρόβατα».

Και προσθέτει ο Σταμέλος: «Αυτός ο αδιάκοπος αγώνας του για δικαιοσύνη και αλήθεια, κορυφώνεται όσο περνάει ο καιρός. Οι Κυβερνήσεις αλλάζουν, τα προβλήματα μεγαλώνουν».

Ένα έργο του Μακρυγιάννη μεταγενέστερο που πρωτοείδε το φως στα 1983 με τον τίτλο «Οράματα και Θάματα».  Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο βιβλίο του «Το Τετράδιο του Μακρυγιάννη (MSS 262) σχολιάζει και αναδεικνύει το σημαντικό αυτό έργο, σε σχέση με τα «Απομνημονεύματα». Μιλάει για τον λαό:

«Ο Μακρυγιάννης το βροντοφώναξε αυτό με την περίφημη φράση του: “ Είμαστε στο ‘εμείς’ κι όχι στο ‘εγώ’ “ και με την  επεξήγηση,  λίγο παρακάτω στην  ίδια σελίδα, πως: “Ένα πράγμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι“.  Ακόμα οι διάφοροι αναμορφωτές λογίζονται οδηγοί του λαού και πρωτοπορία του. Άλλη πετριά αυτή. Ο λαός δε έχει πρωτοπορία  και οδηγούς, είναι ο ίδιος οδηγός και πρωτοπορία (ειδαλλιώς κοπάδι που το  πηγαίνουν  στη στρούγκα) Το λαό δεν τον οδηγούν, τον ακολουθούν, δεν τον διδάσκουν, διδάσκονται από  αυτόν».

*

Στίχοι του Κώστα Βάρναλη θ’ αφήσουν το τελευταίο χάδι του Αγώνα:

Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία.
Θα τονε βρείτε δουλευτή κι αγωνιστή σε κάμπο,
σε θάλασσα, σε φάμπρικα, σε κάτεργα, σε τάφους.
Αυτός πατρίδα κι ανθρωπιά, το σήμερα και τ’ αύριο
και το μεγάλο χτες. Και στ’ άγιο βήμα της ψυχής του,
σεις, Αρετή και Λευτεριά, στημένες στον αιώνα.
Κι είναι μαζί του όλ’ οι λαοί του κόσμου αναστημένοι
κι «όθε χαράζει, ώσπου βυθά», του ηλιού το δρόμο παίρνουν
για σε, Αρετή και Λευτεριά, με το σπαθί στο χέρι.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, παραμονές 25 ΜΑΡΤΗ 2021

 

Περιοχή συνημμένων