Για ένα επώδυνο τρίτο κύμα της πανδημίας, που  ξεκινά με πολύ χειρότερους όρους από ότι το δεύτερο αν αποτύχουν τα νέα μέτρα, προειδοποιεί ο Καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Βασίλης Τσαουσίδης, παρουσιάζοντας ένα πολύ κατατοπιστικό σχεδιάγραμμα με βάση αλγόριθμους καταγραφής και αποφυγής συμφόρησης . Παράλληλα ασκεί κριτική στην αρμόδια Επιτροπή για αποτυχημένα μέτρα που δεν μπορούν να ανακόψουν την επιδείνωση της κατάστασης.

Σύμφωνα με τον κ. Τσαουσίδη, αποδεικνύεται ότι τα μέτρα που ελήφθησαν κατά το παρατεταμένο λοκντάουν του δεύτερου κύματος  υπήρξαν λανθασμένα ή καθυστερημένα και απέτυχαν να επιφέρουν λειτουργική ισορροπία στις αντοχές του συστήματος για περισσότερο από 1-2 εβδομάδες. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το τρίτο κύμα θα οδηγήσει σε κατάρρευση του συστήματος και ακόμη χειρότερες υγειονομικές και οικονομικές επιπτώσεις, μέσα στις επόμενες μέρες αν τα μέτρα αποδειχθούν και πάλι αποτυχημένα.

Όπως αναφέρει, καθώς ο κίνδυνος κατάρρευσης θα γίνει μη αναστρέψιμος, οι διαθέσιμες αντοχές και πόροι θα είναι πολύ περιορισμένοι με το αντίστοιχο σημείο, κατά το οποίο ξεκίνησε το δεύτερο κύμα.  Μάλιστα, αποδίδει την παρατεταμένη αποτυχία στο γεγονός ότι η αρμόδια επιτροπή αδυνατεί να αξιολογήσει τη ρυθμιστική δυνατότητα κάθε μέτρου χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα δεδομένα όπως τα μαζικά τεστ αλλά και στην εμμονή να μην ενισχύεται το σύστημα υγείας, να λειτουργούν κανονικά τα σχολεία, να μην αποσυμφορούνται τα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Ο διευθυντής του Εργαστηρίου Προγραμματισμού και Επεξεργασίας Πληροφοριών του ΔΠΘ, ο οποίος είχε εντοπίσει έγκαιρα ότι το πάνω από το 80% των νεκρών της πανδημίας έχουν χάσει τη ζωή τους εκτός ΜΕΘ,  συμπεραίνει ότι  «η κατάσταση σήμερα είναι στο άνω όριο του κινδύνου και μπορεί να γίνει άμεσα μη αναστρέψιμη -δηλαδή, τις επόμενες 10 μέρες πρέπει να αναμένουμε με μεγάλη πιθανότητα, υπό τις ισχύουσες συνθήκες, να οδηγηθεί το σύστημα σε αναπόδραστη πορεία κατάρρευσης. Η ταχύτητα και η ένταση με την οποία αυτό θα συμβεί, θα φανεί στο τέλος της τρέχουσας εβδομάδας».

Η ανάλυση του Καθηγητή:

 

“Δανειζόμενοι εργαλεία από τη θεωρία των αλγορίθμων ελέγχου και αποφυγής συμφόρησης, βάλαμε πρόσφατα ένα θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο για την ανάλυση της διαχείρισης και της εξέλιξης της πανδημίας, με στόχο να παραμείνουμε εντός ενός λειτουργικού πλαισίου που να αποτρέπει την κατάρρευση είτε την υγειονομική (συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής υγείας των πολιτών) είτε τη​​ν οικονομική. Ο τρόπος ελέγχου της κατάστασης είναι τα διάφορα μέτρα που λαμβάνονται. Όταν λαμβάνονται καθυστερημένα ή όταν δεν έχουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, τότε ο στόχος απομακρύνεται και η κατάσταση επιδεινώνεται.

Ισχυριστήκαμε ότι μετά από ένα lockdown 2,5 μηνών η επιτροπή απέτυχε να επαναφέρει το σύστημα σε λειτουργική ισορροπία για περισσότερο από 1-2 εβδομάδες. Όντως, αποδείχτηκε ότι μια εβδομάδα μετά τη λειτουργία των σχολείων δευτεροβάθμιας ένα μεγάλο τμήμα τους ξαναέκλεισε κακήν-κακώς. Το ίδιο και η αγορά. Στο μεταξύ, τα πανεπιστήμια δεν επαναλειτούργησαν ποτέ, η εστίαση δε λειτούργησε ποτέ ούτε σε υπαίθριους χώρους και δε δόθηκε η δυνατότητα επίσκεψης σε άλλο νομό ούτε καν των γονιών στα παιδιά τους που σπουδάζουν. Επομένως, και αυτή ακόμα η εβδομάδα λειτουργίας δεν πληρούσε τις προδιαγραφές λειτουργικότητας που είχαμε θέσει.
Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό και πολύ συγκεκριμένο: Η επιτροπή αδυνατεί να αξιολογήσει την ρυθμιστική δυνατότητα του κάθε μέτρου – παρά την εμπειρία ενός έτους, βαδίζει ακόμα στα τυφλά. Με λίγα λόγια, δεν μπορεί να αξιολογήσει το υγειονομικό κόστος της λειτουργίας των σχολείων με τον τρόπο που λειτουργούν, το υγειονομικό κόστος της λειτουργίας της αγοράς, του συνωστισμού στα μέσα μεταφοράς και γενικά της κάθε επιμέρους δραστηριότητας.  Ορίστε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Προκειμένου να μπορεί να αξιολογήσει την επίπτωση των σχολικών μονάδων στην διασπορά του ιού θα έπρεπε να διενεργούνται επιτόπιοι έλεγχοι στα σχολεία. Αυτό όμως αποφεύγεται συστηματικά. Οι έλεγχοι που διενεργούνται είναι γενικής φύσεως (δηλώνεται όποιος εκπαιδευτικός ή μαθητής άνω των 16 επιθυμεί να ελεγχθεί) και η δειγματοληψία λαμβάνει χώρα όχι σε συστηματική αλλά σε τυχαία βάση, όταν βολέψει την υπηρεσία που διενεργεί τους ελέγχους.

Με τι κριτήρια αποφασίζει λοιπόν η επιτροπή;

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι επικαλείται τη διεθνή βιβλιογραφία. Κι όμως, δεν επικαλέστηκε (και υποθέτω δεν) υπάρχει ανάλογη περίπτωση με αυτήν της Ελλάδας που λειτουργεί με τάξεις 25 μαθητών. Μάλιστα, υπάρχουν παραδείγματα ασφυκτικών τάξεων με 25 μαθητές και 3 καθηγητές (οι δύο ειδικής αγωγής). Η διεθνής βιβλιογραφία που εξετάζει παραδείγματα τάξεων με 15 μαθητές δεν έχει καμία εφαρμογή στην περίπτωσή μας. Το μόνο που καταγράφει με σαφήνεια είναι ότι οι τάξεις θα πρέπει να έχουν περιορισμένο αριθμό μαθητών, σε κάθε περίπτωση – με αποστάσεις 1,5-2 μέτρα ανά μαθητή. Ομοίως, δεν υπάρχει βιβλιογραφία για την αξιολόγηση της συνεισφοράς στη διασπορά του ιού ενός γεμάτου λεωφορείου. Συνάγεται όμως από τα συναφή πορίσματα ότι η συνεισφορά του είναι τεράστια, εφόσον το βασικό μέτρο προφύλαξης, η απόσταση, καταλύεται πανηγυρικά.
Μπορούμε (εμείς ή η επιτροπή) να αξιολογήσουμε εμμέσως την επίπτωση του κάθε μέτρου;
Δυστυχώς, ένα μέτρο δε λαμβάνεται σχεδόν ποτέ μόνο του αλλά ως μέρος μιας δέσμης μέτρων. Έτσι, καθίσταται προβληματική η αντιστοίχιση μέτρου και αποτελέσματος. Ωστόσο, κάθε αστοχία στην επιβολή μέτρων έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία αλλά και την ψυχολογία των πολιτών. Και οι επιπτώσεις στην ψυχολογία έχουν δυσμενείς συνέπειες όχι μόνο στην υγεία των πολιτών αλλά και στην ίδια την αποτελεσματικότητα των μέτρων.
Πού βρισκόμαστε σήμερα;
Μια σειρά άσκοπων και αναποτελεσματικών μέτρων έχει οδηγήσει σε πενιχρά υγειονομικά αποτελέσματα, σοβαρές οικονομικές συνέπειες που δεν έχουν υπολογιστεί αξιόπιστα και τεράστιες ψυχολογικές συνέπειες που δυσκολεύουν στο εξής την εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου. Πού ακριβώς βρισκόμαστε;
Το επικαιροποιημένο σχεδιάγραμμα αποδεικνύει ότι η πορεία των κρουσμάτων δεν έχει διόλου ανακοπεί και τα όρια κινδύνου κατάρρευσης έχουν ήδη ξεπεραστεί. Τα μέτρα που λαμβάνονται δεν ανακοινώνονται σε συνδυασμό με κάποια αναμενόμενα αποτελέσματα και έτσι δεν αναλαμβάνει γι’ αυτά κανείς την ευθύνη. Τα δείγματα όμως που μπορεί να αξιολογήσει κάποιος, εμμέσως, δε δείχνουν σοβαρές υγειονομικές επιπτώσεις από το ελεγχόμενο άνοιγμα της αγοράς αλλά πιθανότατα από τις (πραγματικές) εστίες συνωστισμού. Εφόσον αυτό ισχύει, τα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι άστοχα και δεν θα έχουν συνολικά θετικές επιπτώσεις:
– τα κρούσματα ενδέχεται να ξεπεράσουν τις 9 χιλιάδες αθροιστικά την ερχόμενη εβδομάδα και οι ασθενείς σε ΜΕΘ να αυξηθούν – με κλίσεις όμοιες της αύξησης της προηγούμενης περιόδου (μπλε γραμμή, με αρχή το διάστημα 18-26 Οκτωβρίου). Όμως, η έναρξη της καμπύλης πληρότητας ΜΕΘ θα έχει τώρα αφετηρία τις 335 διαθέσιμες ΜΕΘ και όχι τις 530 – και έτσι δικαιολογείται η κλίση και η στάθμη της κόκκινης γραμμής κινδύνου. Αν τα μέτρα αποδειχθούν αναποτελεσματικά (δηλαδή, εφόσον δε συγκρατήσουν τα κρούσματα στις 6500 με 7500 ανά εβδομάδα), θα έχουν σοβαρές και άσκοπες οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις και θα αποδυναμώσουν πλέον συνολικά τη δυνατότητα συλλογικής αντίδρασης της κοινωνίας. Σε αυτή την περίπτωση, η επόμενη εβδομάδα θα σηματοδοτήσει την έναρξη της πορείας κατάρρευσης και θα συνοδευτεί από γενικά, σπασμωδικά και καθυστερημένα μέτρα αντίδρασης.

Η ευθύνη της επιτροπής.

Μήπως η κριτική στην επιτροπή είναι άδικη λόγω της υφιστάμενης αβεβαιότητας;
Η επιτροπή οφείλει να εγγυηθεί – κατά το δυνατόν – την αποτροπή της υγειονομικής κατάρρευσης και τα εργαλεία της είναι τρία:
1. Να ενισχύσει το σύστημα υγείας. Ιδίως μετά την αποκάλυψη του μεγάλου πλήθους θανάτων των ασθενών εκτός ΜΕΘ (για το οποίο όφειλε η ίδια η επιτροπή να ενημερώσει την κοινωνία) αλλά και της περιορισμένης έως ανύπαρκτης δυνατότητας εξυπηρέτησής τους ακόμη και σε απλές κλίνες, η επιτροπή όφειλε να θέσει την ενίσχυση του συστήματος υγείας ως απαραίτητη προϋπόθεση.
2. Να απαιτήσει τη δυνατότητα ανίχνευσης της διασποράς με άμεσους επιτόπιους ελέγχους, ώστε να έχει σε πραγματικό χρόνο αντίληψη της διασποράς αλλά και των επιπτώσεων των αποφάσεών της.
3. Να περιορίσει τις εστίες συνωστισμού που λειτουργούν πολλαπλασιαστικά στη διασπορά του ιού. Με τις αποφάσεις της όμως η επιτροπή απέρριψε τις σίγουρες επιλογές σε σχέση με τις εστίες συνωστισμού που με βεβαιότητα θα μείωναν την διασπορά (όπως ενίσχυση ΜΜΜ και αραίωση μαθητών σε σχολεία) και προτίμησε την αβεβαιότητα του περιορισμού του ενδεχόμενου συνωστισμού λόγω επιχειρηματικής δραστηριότητας π.χ. των καταστημάτων λιανικής – αμφιβόλου αποτελεσματικότητας μέτρο με βέβαιες αρνητικές οικονομικές και ψυχολογικές συνέπειες. Μάλιστα, κάποιες αποφάσεις της είναι όχι μόνο αμφιβόλου αποτελεσματικότητας και ανεκτικότητας (π.χ. απαγόρευση κίνησης μετά τις 6) αλλά και αμφιβόλου επιστημονικότητας, καθώς είναι προφανές ότι ο περιορισμός της λειτουργίας των καταστημάτων πρώτης ανάγκης θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο συνωστισμό κατά τη διάρκεια του περιορισμένου ωραρίου λειτουργίας τους και βέβαια σε μεγαλύτερο συνωστισμό στα ΜΜΜ.

Τι πρέπει να κάνουμε;

Επείγει να ανακτήσει η επιτροπή την εμπιστοσύνη των πολιτών και να γίνει σαφής ο σχεδιασμός και το χρονοδιάγραμμα της εξόδου από το τέλμα. Έστω με μία προοπτική μερικής αλλά αποδεκτής λειτουργικότητας. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό δεν μπορεί να είναι πλέον επικοινωνιακός αλλά ουσιαστικός. Εκ των αποτελεσμάτων. Για να υπάρξουν αποτελέσματα, πρέπει να ληφθούν σωστά και στοχευμένα μέτρα, τα οποία αστόχησε παταγωδώς να λάβει ή έστω να προτείνει εμφατικά η επιτροπή. Είτε αυτό ήταν αποτέλεσμα πολιτικών πιέσεων είτε ελλιπούς επιστημονικής οργάνωσης, εφόσον όσοι λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις παραπέμπουν στην επιτροπή, χωρίς η επιτροπή να αντιδρά, η ευθύνη βαραίνει την επιτροπή.”