Αν θέλουμε να μιλήσουμε ρεαλιστικά για το Μειονοτικό Γυμνάσιο-Λύκειο και το πρόβλημα που προέκυψε θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η κατάσταση αυτή βόλεψε αρκετούς όλα αυτά τα χρόνια, σε πλειονότητα και μειονότητα, αλλά η παρέμβαση της ΟΙΕΛΕ -παρότι πολλοί τα βάζουν μαζί της- είναι αυτή που υπενθύμισε ότι η κατάσταση είναι πλέον εκρηκτική και πρέπει να ληφθούν δυσάρεστες αποφάσεις. Δηλαδή αυτό που δεν έκανε κανένας τοπικός παράγων, το έπραξε η ΟΙΕΛΕ, όσους και αν ενοχλεί.

Εκτός από τις δυσάρεστες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν άμεσα, πρέπει να ληφθούν αποφάσεις και για το μέλλον. Ευτυχώς που υπήρξε η τόλμη πριν λίγα χρόνια να αλλάξει το νομικό καθεστώς ώστε να τεθεί σε ανεκτό διοικητικό πλαίσιο. Επίσης, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι παράγοντες της μειονότητας που σήμερα ζητούν νέο κτίριο, στο παρελθόν εμμέσως το αρνήθηκαν. Έτσι απέναντι στις διαχρονικές ανεπάρκειες της ελληνικής πολιτείας, συναντάμε συχνά και μια πολιτικάντικη προσέγγιση στο εσωτερικό της μειονότητας.

Για να μην ξεχνιόμαστε, πλειονοτικοί και μειονοτικοί, πρέπει να θυμούνται ότι η μόνη αποδεκτή, λογική και χωρίς καμία θετική ή αρνητική διάκριση, πολιτική είναι να ισχύουν στα μειονοτικά σχολεία  οι κανόνες που διέπουν όλη την εκπαίδευση. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι ένα νέο κτίριο, που είναι αναγκαίο, θα πρέπει να ανεγερθεί από το ελληνικό δημόσιο, με τις προδιαγραφές που εφαρμόζει η εκπαίδευση και με χωρητικότητα σαφώς μικρότερη από τη σημερινή, γιατί απλά δεν προβλέπονται σχολεία μαμούθ.

Αφού λοιπόν υπάρχει αυτός ο τύπος σχολείου και τον προτιμά η μειονότητα, η πολιτεία ίσως πρέπει να εξασφαλίσει και ένα παράρτημα στην ορεινή περιοχή για να μην ταλαιπωρούνται οι μαθητές. Όμως ούτε ο συνολικός αριθμός μαθητών  θα μπορεί να προσεγγίσει  το σημερινό νούμερο αλλά ούτε θα υπάρχει πλέον κάποια άτυπη δέσμευση, ώστε η πολιτεία να δημιουργήσει παράλληλα και δημόσιο δημοτικό σχολείο στην ορεινή, που σήμερα αποφεύγει. Είμαστε έτοιμοι για τέτοιες ρηξικέλευθες αποφάσεις; Ας δούμε τι θα προτείνουν τα κόμματα στην περιβόητη διακομματική…

Πολλές οι απώλειες των τελευταίων ημερών για την ανανεωτική Αριστερά στην Ξάνθη. Μετά τον πολύ αγαπητό σε όλους Γιάννη Κάμφορα, “έφυγε” και ο Κώστας Δέλκος. Συμπτωματικά, ένας από τους ανθρώπους που πρωτοστάτησαν πριν από δεκαετίες για την άρση της απομόνωσης της μειονότητας, με πολύ μεγάλο προσωπικό κόστος και επιθέσεις. Τα χρόνια πέρασαν και δικαιώθηκαν όλοι όσοι δημιούργησαν τον προγραμματικό πλούτο που συνεχίζει να καθοδηγεί όχι μόνο την Αριστερά αλλά όλες τις σοβαρές προσεγγίσεις για τη μειονότητα.

Έτσι ήταν και ο Δέλκος, ένας ρηξικέλευθος αριστερός με πολύ επαρκή συγκρότηση, που άφησε το στίγμα του στην τοπική κοινωνία και κατάφερε η φωνή του να είναι πάντα χρήσιμη στο γενικό.  Τελευταία φορά συνεργαστήκαμε πολιτικά σε μια στιγμή-ορόσημο για την πόλη, το μεγάλο συλλαλητήριο ενάντιο στη Χρυσή Αυγή, όταν εκτός από τη σύνθεση ανάμεσα στους πολιτικούς χώρους έπρεπε να γεφυρωθούν και οι σκληρές διαφορές του 2013 μέσα στην ίδια την Αριστερά. Και εκεί φάνηκε το μεγαλείο όσων έβαλαν τη μεγάλη εικόνα, πάνω από τις προσωπικές διαφορές και  είχε καταλυτική παρουσία. Είναι πάρα πολλοί οι λόγοι που ο Δέλκος θα λείψει από αυτό τον τόπο.

Καθαρογράφηκε η απόφαση του Αρείου Πάγου για το Βατοπέδι και δημοσιεύτηκε. Το υπενθύμισε και ο Σωκράτης Ξυνίδης, η συνεισφορά του οποίου στην αποκάλυψη του σκανδάλου δεν μπορεί να αγνοηθεί ή να υποτιμηθεί όπως και του Θανάση Ξυνίδη, από την πρώτη στιγμή.  Όπως και ότι πολλοί το γνώριζαν αλλά μίλησαν μόνο όταν είχαν συμφέρον αλλά και ότι οι εμπλεκόμενοι εδώ και 15 χρόνια προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο γη γυρίζει ανάποδα. Όχι λοιπόν, δεν γυρίζει ανάποδα η γη.

Το Βατοπέδι και οι ανταλλαγές ανύπαρκτης ιδιοκτησίας της Βιστωνίδας με ακίνητα-φιλέτα υπήρξε ένα μεγάλο πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο αλλά και μήτρα διαφόρων άλλων σκανδάλων διαφθοράς με δικαστικές προεκτάσεις, που γεννήθηκαν από την ασυδοσία εκείνης της δεκαετίας, συνολικά. Δικαίως όσοι αναμίχθηκαν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον, πλήρωσαν πολιτικό κόστος και μακάρι όσοι ανακατεύονται με τέτοια σκάνδαλα να νιώθουν την ηθική απαξία, γιατί πλέον είμαστε στην εποχή που κάτι τέτοιο έχει πάψει να είναι δεδομένο και διολισθαίνουμε σε συνθήκες Κολομβίας.