Έφυγε» από τη ζωή, σε ηλικία 74 ετών, ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας, Γιώργος Κοτανίδης. Σε μια λιτή, αλλά ουσιαστική, αναγγελία, η οικογένειά του αναφέρει«Με οδύνη σας πληροφορούμε ότι ο Γιώργος Κοτανίδης δεν είναι πια μαζί μας. Πέθανε μετά από απροσδόκητες μετεγχειρητικές επιπλοκές και μετά από ένα μήνα μάχης στην εντατική του νοσοκομείου. Φώτισε τις ζωές όλων όσων ήρθαν σε επαφή μαζί του. Αφήνει πίσω τις κόρες του Εύα και Αντιγόνη και τη σύντροφό του Ιωάννα».

Αγώνας και Τέχνη

Ο Γιώργος Κοτανίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945. Τελείωσε το δημοτικό στη Δράμα και το γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε δύο χρόνια στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου μπήκε κατά λάθος, και ασχολήθηκε κυρίως με τη δημιουργία του φοιτητικού θεάτρου και της κινηματογραφικής λέσχης (ΦΟΘΚ). Με την επιβολή της δικτατορίας, άφησε το πανεπιστήμιο και κατέβηκε στην Αθήνα για να γίνει ηθοποιός.

Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η ένταξή του στην αριστερά, δραστηριοποιήθηκε στο φοιτητικό κίνημα και μαζί ξεκίνησε και η δράση του στον αντιδικτατορικό αγώνα για την οποία φυλακίστηκε και βασανίστηκε επί χούντας.

Στην Αθήνα τελείωσε τη Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου το 1970 και αμέσως συμμετείχε στη δημιουργία του «Ελεύθερου Θεάτρου» την περίοδο 1970-75. Πήρε μέρος στις παραστάσεις «Όπερα του ζητιάνου» του Τζ. Γκέι, «Ιστορία του Αλή Ρέτζο» του Π. Μάρκαρη, «Η πτήση του Λίντμπεργκ» του Μπ. Μπρεχτ, «Κι εσύ χτενίζεσαι» (επιθεώρηση), «Μια ζωή Γκόλφω» του Σπ. Περεσιάδη και «Ο Τυχοδιώκτης» του Μ. Χουρμούζη.

Συνεργάστηκε με την Ελληνική Σκηνή της Άννας Συνοδινού, τη Νέα Πορεία, την Παιδική Σκηνή της Ξένιας Καλογεροπούλου, με τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Γιάννη Χουβαρδά και το Θέατρο του Νότου και άλλους θιάσους και σκηνοθέτες, ερμηνεύοντας ρόλους σε όλα σχεδόν τα 8θεατρικά είδη όπως «Δον Κιχώτης» του Λεωνίδα ντε Πιαν με την Ε.Λ.Σ., «Όλοφ στις Φυλλωσιές» του Λαρς Noρέν (Απο Μηχανής Θέατρο), Μηταλάκης στη «Λίστα Γάμου» του Διονύση Χαριτόπουλου, Μενέλαος στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη (Θέατρο Στοά).

Tο 2004 δημιούργησε την θεατρική ομάδα ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΟΙ με την οποία ανέβασε τα έργα: «QED ή Τι απέδειξε ο κύριος Φάυνμαν» του Πήτερ Παρνέλ, (Φάυνμαν) (2004-2005), «BAL-TRAP» του Xavier Durringer, (2005) και «Low Level Panic Clare McIntyre» (2006). Tην σεζόν 2006-2007 παρουσίασε το έργο Απόστολου Δοξιάδη «Δέκατη Έβδομη Νύχτα», το 2007-2008 το έργο του Ερίκ Εμμανουέλ Σμιτ «Μια τρελλή μέρα» και το «Αγνοούμενοι» του Βασίλη Κατσικονούρη. Το 2008-2009 σκηνοθέτησε το «Rock ‘n’ Roll» του Τομ Στόπαρντ όπου και πρωταγωνίστησε παίζοντας το ρόλο του Μαξ Μόροου ενώ το 2011 συνεργάστηκε με την Κατερίνα Ευαγγελάτου στο «COCK» του Mike Bartlett.

Στην συνέχεια συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και πήρε μέρος στις παραστάσεις «Περικλής» του Σαίξπηρ και «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ε. Ο’Νήλ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, στο «Ορφέας στον Άδη» του Τ. Ουίλλιαμς σε σκηνοθεσία Barbara Veber, στην «Πρόβα νυφικού» της Ντόρας Γιαννακοπούλου σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη και στη «Δυτική Αποβάθρα» του Μπερνάρ Μαρί Κολτές σε σκηνοθεσία Ludovic Lagarde. Τον Μάιο του 2015 έπαιξε το ρόλο του Tέο Στάινερ στο έργο του Εντζό Κορμάν «Η θύελλα επιμένει».

Την περίοδο 2016-2017 έπαιξε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, το έργο «Ομπίντα, Οι τελευταίες ώρες του Νίκου Ζαχαριάδη», που έγραψε ο ίδιος και το οποίο χαρακτήρισε ως «προσωπικό του στοίχημα». Την επόμενη χρονιά (2018 – 2019) συμμετείχε στο θεατρικό έργο «Δείπνο», σε σκηνοθεσία της Λίλλυ Μελεμέ.

Στον κινηματογράφο έπαιξε σε ελληνικές και διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές. Ανάμεσά τους «Βίος και Πολιτεία» του Νίκου Περάκη, «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου, «Ηλεκτρικός Άγγελος» του Θανάση Ρεντζή, «Τον καιρό των Ελλήνων» του Λάκη Παπαστάθη, «Το κορίτσι της Μάνης» του Paul Annet, «Hard Bodies Nr 2» του Mark Griffiths, «Der Joker» του Marco Serafini, «Der Spielverderberin» της Ines Krammer, «Το Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλλι» του Τζων Μάντεν, «Ο παράδεισος είναι προσωπική υπόθεση» της Δήμητρας Αράπογλου, «Πάμπτωχοι Α.Ε.» του Αντώνη Κόκκινου, «My Family And Other Annimals» της Sherrie Folkson, «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» του Γιάννη Σμαραγδή και «Highway to Hellas» του Aron Lehmann.

Πρωταγωνίστησε σε κωμικούς και δραματικούς ρόλους, σε τηλεοπτικές σειρές της κρατικής και της ιδιωτικής τηλεόρασης, σε θεατρικά έργα για την ΕΡΤ καθώς και σε διεθνείς τηλεοπτικές παραγωγές.

Το 1995 εκδόθηκε η νουβέλα του «Περί Μαιάνδρου» και το 1999 το μυθιστόρημα «Απρόσμενα Αισθήματα» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το 2004 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Οι σαλτιμπάγκοι» από τις εκδόσεις Καστανιώτη και το 2011 η μαρτυρία – χρονικό «Όλοι μαζί, τώρα!». Το 2015 κυκλοφόρησε η συλλογή «Ηθοποιός σημαίνει φως;» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Έγραψε το σενάριο της ταινίας “Πάμπτωχοι Α.Ε.” και το σενάριο του δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ «Μ. Χουρμούζης». Παράλληλα, έγραψε και παρουσίασε στην ΕΡΤ πολιτιστικά και οικολογικά τηλεπαιχνίδια ενώ έκανε και οικολογικές και ιστορικές εκπομπές στο ραδιόφωνο.

Ο θάνατος του Γιώργου Κοτανίδη είναι μια μεγάλη απώλεια για τον χώρο του πολιτισμού και των τεχνών. Ταλαντούχος ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας μα και πολιτικοποιημένος άνθρωπος με άποψη για τα κοινά, με αντιδικτατορική δράση για την οποία φυλακίστηκε και βασανίστηκε επί χούντας, ο Γιώργος Κοτανίδης μετέφερε την πεμπτουσία της ζωής και της πολιτικής σε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα. Κι αυτό ήταν, τέχνη.

Το tvxs.gr, δημοσιεύει μια μεγάλη συνέντευξη – αφήγηση, που παραχώρησε ο ίδιος για ένα ντοκιμαντέρ Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα του Στέλιου Κούλογλου. Ο Γιώργος Κοτανίδης σε αυτή μιλά για τη ζωή του, την ιστορία, όπως την έζησε, την πολιτική, τον πολιτισμό και το θέατρο.

Τα χρόνια της δικτατορίας και το «Ελεύθερο Θέατρο»

Πολιτικοποιημένος από τα εφηβικά του χρόνια όταν και είχε βρεθεί μάρτυρας στην υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη – για την οποία καταθέτει τη μαρτυρία του – ο Γιώργος Κοτανίδης ξεκίνησε την αντίστασή του στη χούντα πάνω στο θεατρικό σανίδι. Σημαντικός σταθμός, όπως περιγράφει ήταν η ίδρυση – κατά τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας κι ενώ ο ίδιος ήταν φοιτητής της σχολής του Εθνικού Θεάτρου – ενός θιάσου διαφορετικού. Το «Ελεύθερο Θέατρο», που αμφισβήτησε το καθεστώς γεννήθηκε, σύμφωνα με τον Γιώργο Κοτανίδη, από «την επιθυμία της αντίδρασης σε αυτό που συνέβαινε γύρω μας».

Ο ηθοποιός μιλά για την οργάνωσή του στο ΕΚΚΕ και την πρώτη σύλληψη. «Θα ρίχναμε προκηρύξεις εναντίον της Χούντας. Μας έπιασαν πριν προλάβουμε να τις ρίξουμε. Πέρασα ενάμιση μήνα στην ασφάλεια, με όλες τις ‘περιποιήσεις’ των ασφαλιτών και τις ανακρίσεις. Μετά βρέθηκα στον Κορυδαλλό». Ακολουθούν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου για τα οποία τα μέλη του ΕΚΚΕ κατηγορήθηκαν ως διοργανωτές.

Η δεύτερη σύλληψη, η μεταπολίτευση, η αποχώρηση και η επιστροφή στο θέατρο

Ο Γιώργος Κοτανίδης μνημονεύει τη δεύτερη σύλληψή του ως την σκληρότερη. Έγινε μετά το Πολυτεχνείο, ενώ η σύζυγός του ήταν έγκυος κι ενώ ο ίδιος δούλευε ημι-παράνομα και δεν ήταν πια στον σκληρό πυρήνα της οργάνωσης. Έμεινε τέσσερις μήνες στην απομόνωση, κάτι που επηρέασε την υγεία του αλλά και την ψυχολογία του. «Έσπασα. Είχα φτάσει σε ένα σημείο που έλεγα, να βγω από δω μέσα».

Στα μεταπολιτευτικά χρόνια έφτασε πολύ κοντά στο να παρατήσει το θέατρο για να αφιερωθεί στην επανάσταση. «Η διάψευση ήρθε μερικά χρόνια μετά. Όχι γιατί δεν αγωνιζόμασταν σωστά αλλά γιατί το μοντέλο ήταν λάθος», λέει ο Γιώργος Κοτανίδης. Όταν ο ίδιος ήρθε αντιμέτωπος με αυτή τη συνειδητοποίηση ξεκίνησε μια «βασανιστική», όπως τη χαρακτηρίζει πορεία, για να επανέλθει στο θέατρο.

Ο καλλιτέχνης και η τέχνη

Ο Γιώργος Κοτανίδης στη συνέντευξη είχε επιχειρήσει μια ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας με αφορμή σημαντικά γεγονότα, όπως η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, η άνοδος της Χρυσής Αυγής, αλλά και τα περιστατικά λογοκρισίας που επιχειρήθηκαν στην τέχνη. «Πιστεύω ότι η τέχνη δεν πρέπει να έχει κανένα όριο. Τέρμα και τελείωσε. Αυτό είναι για εμένα απόλυτο. Ο καλλιτέχνης αν θέλει μπορεί να βάλει όρια στον εαυτό του, αλλά θα το αποφασίσει αυτός».

Μιλώντας πολιτικά 

Ο Γιώργος Κοτανίδης στην συνέντευξη αναφέρεται στον κομμουνισμό του οποίου ο ίδιος υπήρξε υπέρμαχος ασκώντας μια βαθιά πολιτική κριτική, την εποχή της μεταπολίτευσης αλλά και την εποχή των Μνημονίων και τον τρόπο με τον οποίο αυτή επηρέασε την ελληνική κοινωνία.