Με μια πανηγυρική ανακοίνωση η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ στους Δήμους της περιφέρειας ΑΜΘ, αναφέρονται στην εκλογή μελών στο Δ.Σ. και αντιπροσώπων στην ΚΕΔΕ, κατά την πρόσφατη διαδικασία. Η γνώμη μας είναι ότι είναι θετική είδηση η εκλογή ικανού αριθμού μελών, ακόμη και αν αποτελεί έκφραση δυσαρέσκειας στο εσωτερικό της ΝΔ. Βέβαια, στο αυτοδιοικητικό τοπίο, κανείς δεν θέλει να θυμάται τις αποκαρδιωτικές επιδόσεις στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, που στοίχισε στο ΣΥΡΙΖΑ και ανέδειξε τη σοβαρή ασθένεια της περιχαράκωσης.

Πολλοί είναι αυτή που κατηγορούν μια κομματική επετηρίδα ότι διεκδικεί τα πάντα για τον εαυτό της και απαιτεί από την κοινωνία να τη στηρίζει, κάτι που δεν εκπληρώνει τις προσδοκίες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας που ανέδειξε το ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση  και περίμενε ένα δημοκρατικό και κοινωνικό άνοιγμα. Το καλοκαίρι που πέρασε ήταν η εμφατική απόδειξη της αναντιστοιχίας μεταξύ της μεγάλης αποδοχής του Τσίπρα και της έλλειψης κοινωνικών αναφορών ενός “κλειστού κόμματος”. Ειδικά στην Περιφέρεια ΑΜΘ, τα αποτελέσματα-καρμπόν στις τελευταίες θέσεις των Δήμων και το γεγονός ότι το -ανύπαρκτο κεντρικοπολιτικά- ΚΙΝΑΛ πήρε τις 3 από τις 5 πρωτεύουσες, λένε πολλά.

Αυτή την ασθένεια πλήρωσε ακριβά ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις και αυτή αποφάσισε από την πρώτη στιγμή  να αντιμετωπίσει η ηγεσία. Έκτοτε οι πολίτες παρακολουθούν μια διελκυστίνδα μεταξύ του ανοίγματος του Αλέξη Τσίπρα για ένα σύγχρονο και ψηφιακό κόμμα και την αντίρροπη κίνηση στελεχών που μιλούν δημοσίως για “διεύρυνση” αλλά στο εσωτερικό κρατούν το κόμμα μικρό, “ίσα με το μπόι τους”.

Ομως στην ανακοίνωση υπάρχει και ένα στοιχείο ειρωνίας γιατί δεν είναι δυνατόν κάποιος να λέι κάποιος ότι “σπάει το κατεστημένο” και να επιτίθεται στον παλιό δικομματισμό  αλλά την ίδια ώρα να συνεργάζεται με το ίδιο ακριβώς “κατεστημένο”, όταν πρόκειται να καταλάβει αξιώματα. Ή με τον αστυφύλαξ ή με το χωροφύλαξ…

Αλλά, μιλώντας για την ΠΕΔ, δεν σημαίνει ότι και το ψηφοδέλτιο  ΝΔ-ΚΙΝΑΛ κινήθηκε αυτοδιοικητικά. Είναι απολύτως σαφές ότι μια πολύ σκληρή γραμμή επιβλήθηκε κεντρικά από τα δύο κόμματα προς τα στελέχη τους προκειμένου να ομογενοποιηθούν, παρότι σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών δεν εκφράζουν κοινό πολιτικό πλαίσιο και κάποιοι εξέφρασαν πλαγίως τη δυσαρέσκεια. Ουσιαστικά, αυτή η γραμμή απεμπολεί τον αυτοδιοικητικό ρόλο και τον μετατρέπει σε κομματικό παρακολούθημα. Η δε συνεργασία ΝΔ-ΚΙΝΑΛ ως κεντρική επιλογή, έχει τη δική της πολιτική σημασία και ερμηνεία.

Και αφού η επικαιρότητα είναι αυτοδιοικητική καλό είναι να γίνουν ορισμένες επισημάνσεις. Σε όλους τους Δήμους της περιοχής επικρατεί μια αναγνωριστική περίοδος σε ένα πρωτόγνωρο καθεστώς. Μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πρώην δημοτικές αρχές δεν έχουν συμβιβαστεί με την ήττα τους, παρατηρείται ένταση, ενδεχομένως και κάποιος πόλεμος συμφερόντων. Όμως, ας μην γελιόμαστε, η ένταση αυτούς τους πρώτους μήνες δεν αφορά την κοινωνία  αλλά μόνο την ικανοποίηση των προσωπικών ανασφαλειών. Την κοινωνία την αφορά η καθημερινότητα και αυτή ανεβοκατεβάζει Δημάρχους.

Αλλά και γενικότερα, το τοπίο που διαμορφώθηκε αποδείχτηκε τελικά πιο Δημαρχοκεντρικό. Ξεκίνησε από τη μια μεταρρύθμιση του Κλεισθένη για την απλή αναλογική, που είχε σωστή αφετηρία και λάθος εφαρμογή (που παραδέχονται ενυπόγραφα και τοπικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ) για δύο λόγους: Έλλειψη θεσμικής πρόνοιας για τη λήψη αποφάσεων και έλλειψη αυτοδιοικητικής εμπειρίας. Ενδεικτικό είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, που εξανίσταται για το Δροσερό και την εκλογική συμπεριφορά ευπαθών ομάδων, είχε τη μοναδική ευκαιρία να νομοθετεί και να το μετατρέψει σε αυτόνομη κοινότητα και να βοηθήσει την κοινωνία τόσο της πόλης όσο και του Δροσερού. Κι όμως, την κλώτσησε…

Ως αποτέλεσμα η ΝΔ μόλις έγινε κυβέρνηση,  βρίσκοντας ως βολική αφορμή τα μεγάλα αδιέξοδα που προκλήθηκαν σε όλους τους Δήμους, επέβαλε ένα απολύτως δημαρχοκεντρικό μοντέλο υπερεξουσιών, έχοντας την ασφάλεια ότι είχε ήδη εκλέξει σχεδόν όλους τους Δημάρχους και Περιφερειάρχες της χώρας. Μοντέλο που δεν θα τολμούσε ποτέ να επιβάλει από μόνη της σε “νεκρό χρόνο” αλλά τώρα της δόθηκε μοναδική ευκαιρία και πρόφαση.

Φτάσαμε έτσι στο σημείο να νοσταλγούμε τον Καλλικράτη και την μεταρρυθμιστική του τόλμη, παρότι ατελής ως προς την αναλογικότητα. Η ΝΔ τον πολέμησε αλλά η ίδια δεν αποπειράθηκε ποτέ να “σπάσει αυγά” με τις τοπικές κοινωνίες και δεν νομοθέτησε με πνεύμα αυτοδιοικητικό.  Ο δε ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε  επίσης τον Καλλικράτη αλλά τώρα έχει τον δημιουργό του, Γιάννη Ραγκούση… πρωτοκλασάτο βουλευτή. Ας σκεφτούμε λοιπόν τι τοπίο θα υπήρχε στην αυτοδιοίκηση σήμερα χωρίς Καλλικράτη και τότε θα αντιληφθούμε τι πολιτικό υλικό χρειάζεται μια μεταρρύθμιση.