του Χρήστου Βίνη*

Ο μεγαλύτερος στόχος της επόμενης κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη κυρίως της ιδιωτικής οικονομίας μέσω προσέλκυσης νέων επενδύσεων, η αύξηση των πόρων των Δημοσίων Επενδύσεων, η ολοκλήρωση των αναγκαίων υποδομών και η αναβάθμιση της ενεργειακής πολιτικής, με βασική προτεραιότητα την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαφύλαξη περιβαλλοντικού ισοζυγίου σε νέες δραστηριότητες.Διότι το περιβάλλον αποτελεί ταυτόχρονα πλουτοπαραγωγικό πόρο τόσο του σήμερα όσο και του αύριο, του δικού μας αλλά και των επόμενων γενεών. Όταν μιλάμε όμως για έργα, είτε δημόσια, είτε ιδιωτικά, δηλαδή ουσιαστικά για κάθε επέμβαση στο περιβάλλον, αναφερόμαστε και σε μια μεταβολή του Περιβαλλοντικού Αποτυπώματος. Κάθε φορά μπορεί αυτή να είναι είτε βίαιη είτε πολύ ομαλή και ανώδυνη. Και χρήσιμη εντέλει. Αυτή άλλωστε είναι η ουσία της βιώσιμης ανάπτυξης.

Για όλα τα παραπάνω υπάρχει η σχετική νομοθεσία η οποία βασίζεται σε ευρωπαϊκά πρότυπα για την προστασία του Περιβάλλοντος. Για τα μικρά έργα και δραστηριότητες, που δεν επιβαρύνουν ουσιαστικά, προβλέπονται Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις, ένας «κατάλογος» δράσεων και υποχρεώσεων του καθενός απέναντι στο κράτος κα στους συμπολίτες του ώστε να διατηρείται το περιβάλλον. Αντίθετα για τα μεγαλύτερα έργα υπάρχουν άλλες διαδικασίες. Συγκεκριμένα, δεν νοείται «έργο» χωρίς Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, η οποία όταν εκπονηθεί ελέγχεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και στη συνέχεια αφού εγκριθεί στην τελική της μορφή, εκδίδεται η αντίστοιχη Α.Ε.Π.Ο (Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων), με βάση την οποία εκτελείται το έργο. Αυτή είναι που διασφαλίζει την ομαλή εκτέλεση του έργου και παράλληλα διαμορφώνει το αντίστοιχο πλαίσιο λειτουργίας του ώστε να μην υπάρχει υπέρμετρη αλλοίωση ή επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος.

Μέχρι εδώ η διαδικασία είναι κατανοητή και πολύ λογική. Ας θυμηθούμε όμως πόσες επενδύσεις ιδιωτικές και δημόσιες έχουν καθυστερήσει χαρακτηριστικά ή δεν έχουν υλοποιηθεί ποτέ λόγω των ατέρμονων γραφειοκρατικών διαδικασιών, του ασαφούς πλαισίου, αλλά και πόσες έχουν απενταχθεί από τα διάφορα προγράμματα συγχρηματοδότησης (ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακό). Έργα ιδιαίτερα χρήσιμα για την κοινωνία, την κοινωνία και την ανάπτυξη διαφόρων περιοχών με έτοιμες μελέτες που δεν έγιναν ποτέ.

Σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι η ηλεκτρονική υποβολή των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Μια διαδικασία που καθυστέρησε υπερβολικά να υιοθετηθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οτιδήποτε άλλο αφορά την επενδυτική διαδικασία, αν και, όπως είναι γνωστό σε όλους, η ηλεκτρονική υποβολή είχε θεσμοθετηθεί από το 2011 με τον Νόμο Ν4014/2011 (πιο γνωστό για τις διατάξεις περί αυθαιρέτων, αλλά καίριο νομοθέτημα για την προστασία του περιβάλλοντος). Οι ράθυμοι ρυθμοί της διοίκησης και οι διαφορετικές προτεραιότητες των πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου Περιβάλλοντος δεν επέτρεψαν να ενεργοποιηθεί γρήγορα το σύστημα που θα υποστηρίζει την ηλεκτρονική υποβολή. Και μπορεί πλέον να ξεκίνησε αλλά, ακόμη και σήμερα, το συγκεκριμένο σύστημα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα, γιατί ναι μεν δεν απαιτείται πλέον η παρουσία των μελετητών και των επενδυτών στις αρμόδιες υπηρεσίες, αλλά είναι χαρακτηριστική η καθυστέρηση, πολλές φορές σε υπερβολικό βαθμό, στην έγκριση ή και κυρίως στη γνωμοδότηση των συναρμόδιων υπηρεσιών.

Και αυτό το ζήτημα βέβαια θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί άμεσα και αποτελεσματικά, αν υπήρχε πραγματική βούληση από τον αρμόδιο Υπουργό. Αντίστοιχη άλλωστε λύση εφαρμόζεται εδώ και καιρό στη διαδικασία έκδοσης άδειας λειτουργίας στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ακόμη και στις ξενοδοχειακές μονάδες. Προβλέπει τη γνωστοποίηση της μελέτης, αφού εξεταστεί η πληρότητα των δικαιολογητικών, κάτι που πλέον είναι εφικτό με το ηλεκτρονικό σύστημα, αυτόματα και με αποτέλεσμα εντός το πολύ 20 ημερών διαβούλευσης να εκδίδεται η αδειοδότηση. Βέβαια δεν είναι όλα τα μεγέθη έργων τα ίδια, ούτε η συνθετότητα των προβλημάτων, αλλά η κατεύθυνση μπορεί να ακολουθηθεί με τις προσαρμογές που χρειάζονται. Πρόκειται για μια διαδικασία fast track, η οποία καθιστά το μελετητή υπεύθυνο και εξυπηρετεί την επιτάχυνση της εκτέλεσης των αντίστοιχων έργων, προσδίδοντας θετικό αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία.

Βέβαια το ουσιαστικό ερώτημα, τόσο σε ό,τι γίνεται μέχρι σήμερα όσο και σε οποιοδήποτε νέο θεσμικό πλαίσιο, είναι το ζήτημα του ελέγχου. Τόσο των μελετών, όσο και, κυρίως, της εφαρμογής, της τήρησης της ΑΕΠΟ δηλαδή. Και εδώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μια μέθοδο που έχει εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις και αφορά τον μεταγενέστερο έλεγχο από αρμόδιους φορείς. Μια πρόταση είναι να δημιουργηθεί ένα σώμα αντίστοιχο των ελεγκτών δόμησης στις οικοδομικές άδειες, το οποίο μέχρι τώρα αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό και αδιάβλητο, ώστε να ελέγχουν τους όρους τήρησης της Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων. Με βάση την παραπάνω διαδικασία θα εκτελούνται όλες οι εργασίες σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν υποβληθεί και ο χρόνος εκτέλεσης των έργων θα είναι ταχύτατος. Σε περίπτωση βέβαια παραβάσεων της μελέτης, τότε θα καταβάλλονται τα προβλεπόμενα πρόστιμα, τα οποία θα καταλογίζονται από τον κρατικό μηχανισμό με βάση την έκθεση του ελεγκτή, ενώ παράλληλα μπορεί ακόμα και να αναστέλλεται η ίδια η λειτουργίας της επιχείρησης ή του έργου.

Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε όλοι, είναι ότι υπάρχουν εφικτές και άμεσες λύσεις για την ταχύτατη εκτέλεση των έργων, με γνώμονα πάντα τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος και στην περίπτωση αυτή και της προστασίας του περιβάλλοντος, χωρίς την υποβάθμιση της ανταγωνιστικότητας της πραγματικής οικονομίας. Χρειάζεται βέβαια βούληση, ασφαλιστικές δικλείδες και πολύ δουλειά. Η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στον έλεγχο για την ορθή εκτέλεση των περιβαλλοντικών μελετών, με σαφές και αυστηρό πλαίσιο αποτελεί αναμφίβολα τον παράγοντα που θα αλλάξει τις ισορροπίες. Σε μια χώρα που διψάει για επενδύσεις και δουλειές η κατεύθυνση αυτή είναι μονόδρομος, για να πάψει η γραφειοκρατία να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την επενδυτική ανάπτυξη της χώρας. Μια ανάπτυξη, που μετά από εννιά χρόνια κρίσης δεν μπορεί να καθυστερεί ούτε μία μέρα.

*Ο Χρήστος Βίνης είναι Πολιτικός Μηχανικός, μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΕ