Το τέρας του φασισμού βρυχάται!
Άνοιξη του 1926. Στην προκυμαία του Ναυλίου 3 γυναίκες περπατούν αργά κουβεντιάζοντας. Τέλειωσε η παρτίδα του καπνού που επεξεργάζονταν στο καπνομάγαζο και μέχρι την επόμενη παρτίδα έχουν λίγο χρόνο για να ξεκουραστούν. Το καπνομάγαζο είναι και το σπίτι τους. Η μυρωδιά και η σκόνη του καπνού συντροφεύουν τον ύπνο και τον ξύπνιο τους. Είναι γυναίκες πρόσφυγες που είχαν καταφθάσει εσχάτως από τις ‘χαμένες πατρίδες’ με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το αεράκι μπερδεύεται με τα πονεμένα τους λόγια. Μπαίνει υγρό και αυθάδες για να σαλέψει, να ζωντανέψει λίγο το νεκρωμένο τους μέσα. Γυναίκες συντρίμμια που έχασαν τα πάντα, ανθρώπους, σπίτια, πατρίδα για να φτάσουν στον καινούριο τόπο κουβαλώντας μόνο το κορμί τους.
Απέναντί τους στέκεται ένας ντόπιος. Τις κοιτάζει με την περιφρόνηση που βλέπεις στα μάτια αυτών που χρειάζονται έναν αδύναμο για να νιώσουν ‘κάποιοι’. Κάτι αγριεμένα σκυλιά γρυλίζουν απειλητικά και ορμάνε στις γυναίκες. Αυτές τρομάζουν, φωνάζουν και προσπαθούν να προστατέψουν τον εαυτό τους μπαίνοντας πίσω από τη μια που αναλαμβάνει να δείξει περισσότερο θάρρος, να αναπληρώσει με τη δύναμή της την αδυναμία των άλλων. Ο ντόπιος γελάει. Ηδονίζεται από τον τρόμο των ανυπεράσπιστων. Η Χαρίκλη, έτσι τη λέγανε, αρπάζει ένα ξύλο, «κισκίν», όπως το έλεγε και τα απωθεί. Ο ντόπιος τις επιτίθεται χυδαία, λεκτικά και τείνει να κινηθεί προς το μέρος τους. «Τουρκόσπορες, να φύγετε από εδώ. Μας μαγαρίσατε τον τόπο. Να πάτε από εκεί που ήρθατε!» Προφανώς το υβρεολόγιο θα περιείχε και άλλες φράσεις που σβήστηκαν μες στα χρόνια. Το επεισόδιο εκτονώθηκε με αποφασιστικό παράγοντα την αντρειοσύνη της γυναίκας που προσπάθησε να σώσει τον εαυτό της με τη γνώση και την ορμή που δίνει η διαρκής μάχη για την επιβίωση.
Το περιστατικό δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα δεν έχουν καμία συμπτωματική ομοιότητα με κανένα άλλο, γιατί υπήρξαν στην πραγματικότητα. Η Χαρίκλη ήταν η γιαγιά μου. Και ασφαλώς ανάλογες αφηγήσεις θα έχει ακούσει ο καθείς που έτυχε να έχει προσφυγική ρίζα. Βρίσκεται εκεί μες στο ντουλάπι της μνήμης όπου χώρεσαν αφηγήσεις και λόγια από ανθρώπους που δεν γνώριζαν ότι το πέρασμά τους από τη γη συνοδεύτηκε από τα μεγαλύτερα γεγονότα της νεότερης ιστορίας. Και εμείς που ακούγαμε και ξανακούγαμε τις αφηγήσεις του ανυπόφορου φορτίου τους, δεν ξέραμε ότι ήμασταν αυτήκοοι μάρτυρες καταλυτικών ιστορικών συμβάντων. Τέλος των αυτοκρατοριών, πόλεμοι, συγκρότηση εθνικών κρατών, εθνικές ολοκληρώσεις, διωγμοί, άπειρη δυστυχία και θρήνος.
Και από το παρελθόν στο παρόν! Τον τελευταίο καιρό σαν κάτι να μου θυμίζει την ιστορία της γιαγιάς μου. Γονείς στη Σάμο δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, γιατί εκεί θα φοιτήσουν προσφυγόπουλα. Στην Κόνιτσα κουκουλοφόροι επιτίθενται με ρόπαλα σε ανήλικους πρόσφυγες που παίζουν. Στα Βίλια της Αττικής πέτρες και ρουκέτες εκτοξεύονται στο ξενοδοχείο όπου έχουν καταφθάσει οικογένειες προσφύγων. Τα παιδιά ουρλιάζουν τρομαγμένα!
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι εξώφθαλμα πραγματική! Στόχος τότε, στο Ναύλιο, τώρα, στη Σάμο, στην Κόνιτσα, στα Βίλια ο Αδύναμος, ο Ανυπεράσπιστος. Ο διαφορετικός αδύναμος, ο έξω από εμάς, ο Άγνωστος. Αυτόν βαφτίζουν ως κίνδυνο οι φασίστες, αυτόν μισούν. Σε αυτόν φορτώνουν όλη την κακοδαιμονία της ζωής τους. Δεν είναι υπαίτιοι οι ισχυροί της γης που δημιουργούν πολέμους, καταστρέφουν και εκμεταλλεύονται χώρες διώχνοντας τους ανθρώπους από τον τόπο τους. Αλλά τα θύματά τους. Οι κυνηγημένοι, αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα! Στο κάτω κάτω είναι βολικοί και εύκολοι στόχοι, γιατί ο φασισμός είναι και θρασύδειλος!
Ας ανησυχήσουμε, όμως και οι υπόλοιποι. Οι ιδεολογίες του μίσους, όταν εξαπλώνονται στην κοινωνία δεν σταματούν στον πρόσφυγα και στο μετανάστη. Δηλητηριάζουν τα πάντα. Έχουν ως δυνητικό αποδέκτη τον καθέναν μας. Έχει συμβεί στον κόσμο μας, το ξέρουμε. Δεν μπορούμε να λέμε: «άστους». Όταν το καράβι βουλιάζει, ναι, πνίγονται πρώτοι αυτοί που βρίσκονται στα αμπάρια. Δεν γλυτώνουν όμως και οι υπόλοιποι στις καμπίνες τους. Ας το αφουγκραστούμε. Το τέρας του φασισμού βρυχάται!