Θρησκευτική -Εκκλησιαστική Διπλωματία στον 21ο Αιώνα. Σκέψεις με αφορμή την οργάνωση διημερίδας στο Υπουργείου Εξωτερικών.

Δρα. Παναγιώτη Σωτηρόπουλου 

Όπως διαπιστώνει έμπειρος Βρετανός διπλωμάτης (Nigel Baker),  με πολυετή θητεία στο Βατικανό, η θρησκεία θεωρούνταν για πολύ καιρό εμπόδιο στη διπλωματία, ιδιαίτερα σε διαμάχες και συγκρούσεις που φαίνεται να σχετίζονται ή να παρακινούνται από παράλογο θρησκευτικό ζήλο . Διάχυτη ήταν η εκτίμηση στους μελετητές διεθνών σχέσεων και στους διπλωματικούς κύκλους ότι η ίδια η φύση της θρησκείας – η μέριμνά της για το δόγμα, την αλήθεια και τη βεβαιότητα – φαίνεται να είναι αντίθετη με τη φύση της επιτυχημένης διπλωματίας, με έμφαση στην ενσυναίσθηση, στο διάλογο, στην κατανόηση, στη διαπραγμάτευση και στο συμβιβασμό. Ωστόσο, η θρησκεία και η διπλωματία έχουν γίνει αλληλένδετες από τα τέλη του εικοστού αιώνα. Η παγκοσμιοποίηση και η μεταβαλλόμενη φύση των συγκρούσεων έχουν εκθέσει τα όρια της συμβατικής διπλωματίας στην επίλυση αυτών των νέων συγκρούσεων σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, με αποτέλεσμα να γίνει αντιληπτό ότι προκύπτουν πλέον νέες ευκαιρίες για συμμετοχή των θρησκευτικών παραγόντων που εμπλέκονται στη διπλωματία. Στις διεθνείς σχέσεις έχει αναδυθεί η αποκαλούμενη “διπλωματία βασισμένη στη θρησκευτική πίστη”(“faith-based diplomacy”), η οποία προωθεί το διάλογο εντός και μεταξύ των θρησκευτικών παραδόσεων. Η διπλωματία με βάση την πίστη μπορεί να διακριθεί από τα παραδοσιακά μοντέλα ειρήνευσης και επίλυσης συγκρούσεων με την ολιστική προσέγγισή της στην κοινωνικοπολιτική επούλωση μιας σύγκρουσης. Με άλλα λόγια, ο στόχος της θρησκευτικής διπλωματίας δεν είναι μόνο η επίλυση των συγκρούσεων, αλλά η αποκατάσταση της πολιτικής τάξης που έχει υποφέρει από τον πόλεμο και την αδικία, όπως επίσης κι η συμφιλίωση των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων.

Η θέση του  πρώην Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ John Kerry (2016 “Remarks at Rice University’s Baker Institute for Public Policy.” Houston, Texas, April 26) «όσο περισσότερο κατανοούμε τη θρησκεία και προωθούμε το διαθρησκευτικό διάλογο, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η διπλωματία μας στην προώθηση των συμφερόντων και των αξιών του λαού μας»  δεν αποτελούσε ποτέ σταθερά στους σχεδιασμούς του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Η αποτελεσματική και μακρόχρονη παράδοση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου το θρησκευτικό στοιχείο ανέκαθεν αποτελούσε αναπόφευκτα χαρακτηριστικό της βυζαντινής διπλωματίας, προσφέροντάς του τα αναγκαία μέσα για έναν γόνιμο διάλογο με τους ειδωλολατρικούς λαούς της Ανατολικής Ευρώπης παραμένει terra incognita στη στρατηγική της χώρας. Επειδή οι κλασικές πολιτικές της Κωνσταντινούπολης περιλάμβαναν διαφορετικές στρατηγικές, καθώς και υπερβολικές δαπάνες, που δεν εξασφάλιζαν πάντα τη μακροπρόθεσμη ειρήνη, σε αντίθεση με το σύγχρονο ελληνικό κράτος, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ασκούσε την εξωτερική της πολιτική και προήγαγε τις διμερείς και διεθνείς σχέσεις της κυρίως μέσω της εκκλησιαστικής διπλωματίας.

Η οργάνωση στις 28/2-1/3/2019 της διημερίδας του Ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών με θέμα «Θρησκευτική-Εκκλησιαστική διπλωματία στον 21ο αιώνα» που υλοποιήθηκε με πρωτοβουλία του υφυπουργού Εξωτερικών, αρμοδίου επί Θρησκευτικών Θεμάτων, Μάρκου Μπόλαρη υπήρξε αναμφίβολα μια ρηξικέλευθη πρόταση. Αν αναλογισθεί κανείς, όπως ανέφερε στις εργασίες της διημερίδας ο υπεύθυνος διεθνών σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος, πως η Ελλαδική εκκλησία προσπάθησε ανεπιτυχώς τρεις φορές να οργανώσει αντίστοιχη εκδήλωση από το 2003, είναι εξ αρχής αντιληπτά τα σημαίνοντα χαρακτηριστικά των ωφελειών και των συνεργιών που θα προκύψουν από τις εισηγήσεις της διημερίδας.

Τόσο η θεματική όσο και η σύνθεση των εισηγητών, σε συνδυασμό με την οργανωτική μέριμνα για την αξιοποίηση των θέσεων που διατυπώθηκαν, συνιστούν μια επιτυχή πρωτοβουλία που θα συμβάλλει στην ισχυροποίηση των συντεταγμένων της ελληνικής διπλωματίας. Με εισηγήσεις από μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου των Μητροπολιτών Γαλλίας Εμμανουήλ και Σουηδίας Κλέοπα, του Κινεζικής καταγωγής Νούτσιου του Βατικανού που μίλησε σε άπταιστα ελληνικά, του εκπροσώπου του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, των πρεσβυγενών Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, της Εκκλησίας της Κύπρου, της Μονής Σινά, εκπροσώπου της Προτεσταντικής Εκκλησίας, του Αρχιραβίνου της Συναγωγής των Αθηνών, μελών του Δ.Σ. του ισλαμικού τεμένους των Αθηνών, της Αρμενικής Εκκλησίας, της Μητροπόλεως των Κοπτών, των Ασσυρίων, της Συρορθόδοξης εκκλησίας, εκπροσώπου του Μητροπολίτη Βελγίου, των επιφανών ιεραρχών της Ιεράς Συνόδους της εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτη Ναυπάκτου κκ. Δωροθέου και Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κκ. Γαβριήλ, εκπροσώπων της Αθωνικής Πολιτείας από τις Μονές Σιμωνόπετρας και Παντοκράτορος, εκπροσώπων των Σιιτών, Αχμαντιτών, και Σουνιτών, των κοσμητόρων των Θεολογικών σχολών του ΕΚΠΑ και του ΑΠΘ, διακεκριμένων θεολόγων και ιερέων, ακαδημαϊκών, διπλωματών.

Η παρουσία εκπροσώπων 30 πρεσβειών και διπλωματικών αποστολών στη χώρα μας και η καταληκτήρια παρέμβαση της πρέσβειρας της Αυστρίας (Προέδρου των Πρέσβεων στην Ελλάδα) πως η διημερίδα συνιστά απαρχή μιας ευρύτερης δραστηριοποίησης σε ζητήματα εκκλησιαστικής διπλωματίας και πως η χώρα της ενδιαφέρεται να συνδιοργανώσει παρόμοια εκδήλωση στο μέλλον, καταδεικνύουν την επιτυχία και τη διπλωματική εμβέλεια της διημερίδας. Στον εναρκτήριο χαιρετισμό του ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος τόνισε πως «Η Ορθόδοξη θεολογία και πράξη προβάλλει ως απαραίτητο μέσο διπλωματίας τον διάλογο».

Οι πεντάμηνες εργασίες με προκαταρκτικές συναντήσεις των ομάδων εργασίας στην Αθήνα και στη Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη καρποφόρησαν και τα εύσημα δικαιωματικά στον Υφυπουργό Μάρκο Μπόλαρη που εμπνεύσθηκε και υλοποίησε τη συνάντηση αυτή, όπως και σε όσους συνέβαλλαν στην επιτυχίας της. Όπως τόνισε στην εισήγησή του ο Υφυπουργός Εξωτερικών Μάρκος Μπόλαρης, είναι ιδιαίτερα κρίσιμο το γεγονός ότι κάθε κράτος, το οποίο πιστεύει στη δημοκρατία και στις ανθρώπινες αξίες, εστιάζει και πιέζει ώστε να λύνονται τα ζητήματα, τα οποία αφορούν τις θρησκευτικές ελευθερίες και μπορούν να επιλύονται με πολλαπλές δράσεις και μέσα από την άσκηση της θρησκευτικής διπλωματίας. Αφού χαρακτήρισε τους εισηγητές πολύτιμους συνομιλητές στο εγχείρημα αποτελεσματικής άσκησης θρησκευτικής διπλωματίας, ανέφερε πως επιδίωξη της διημερίδας είναι η επαναδιατύπωση και επικαιροποίηση των αρχών άσκησης της θρησκευτικής διπλωματίας.

Η πρόσκληση ως εισηγητή του Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθεωρίου και Αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού Θρόνου π. Σωφρονίου Γκουτζίνη, που παρουσίασε το πρότυπο λειτουργίας του Ορθόδοξου Ινστιτούτου «Πατριάρχης Αθηναγόρας» στο Μπέρκλευ των ΗΠΑ ως φορέα ορθοδόξου ενότητας, συνιστά αναμφίβολα τιμή στο πρόσωπο του σεπτού Μητροπολίτη κκ. Παντελεήμονα  που με τον ποιμαντικό του λόγο και την έμπρακτη καθημερινή του βιοτή, αναδεικνύει το σεβασμό στη θρησκευτική πίστη, σε μια περιοχή που αποτελεί πρότυπο ειρηνικής συνύπαρξης διαφορετικών χριστιανικών δογμάτων και θρησκειών.

Με την οργάνωση της διημερίδας ενισχύεται η πεποίθηση πως η εξωτερική μας πολιτική συντάσσει μια νέα στρατηγική πολυδιάστατης διπλωματίας που, σε συνδυασμό με τολμηρά βήματα που έχουν αναληφθεί το τελευταίο διάστημα, ισχυροποιεί τη θέση της χώρας με εργαλείο την ήπια διπλωματία σε ένα παγκοσμιοποιημένο σκηνικό εντάσεων και ανακατατάξεων. Η κληροδοτημένη ιστορική παράδοση του Βυζαντίου που καινοτομούσε σε θρησκευτικά θέματα με χαρακτηριστικό το παράδειγμα, των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου που αναπτύσσουν το κυριλλικό αλφάβητο και εισάγουν εκκλησιαστικές λειτουργίες στις σλαβικές γλώσσες τον 9ο αιώνα συνιστά σημείο αναφοράς για μια άλλη στρατηγική.  Η γλωσσική «καινοτομία» των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου είχε στρατηγική σημασία. Οι προηγούμενοι εχθροί (παγανιστές Σλάβοι) έγιναν φίλοι της αυτοκρατορίας.