Συνέντευξη στο ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» παραχώρησε ο υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Στάθης Γιαννακίδης, για τη συμφωνία κυβέρνησης- τραπεζών, που αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας καθώς και άλλα θέματα.
«Θεωρούμε ότι είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό βήμα, το οποίο ικανοποιεί τη συντριπτική πλειοψηφία των δανειοληπτών και των επιχειρηματιών, οι οποίοι έχουν βάλει ως υποθήκη την πρώτη τους κατοικία» είπε και πρόσθεσε: «Στη συγκεκριμένη ρύθμιση εντάσσονται και επαγγελματικά δάνεια με υποθήκη της πρώτης κατοικίας και, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, με το νέο πλαίσιο καλύπτεται η συντριπτική πλειοψηφία όλων των κατηγοριών με ενυπόθηκα δάνεια πρώτης κατοικίας.» «Έχουμε μπροστά μας -και αυτό είναι η απόδειξη ότι έχουμε ξεφύγει οριστικά από τη σκληρή επιτροπεία των μνημονίων- την προοπτική ότι μπορούμε να προχωρούμε με μεγαλύτερη ευελιξία στην προστασία συνολικά της πλειοψηφίας της κοινωνίας, που τα τελευταία χρόνια βίωσε πραγματικά δραματικές καταστάσεις» «Η διευθέτηση του συγκεκριμένου ζητήματος συνδυαστικά με τις ρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί και από το υπουργείο Εργασίας σχετικά με τις ασφαλιστικές εισφορές, αποτελούν σημαντικά βήματα προκειμένου να ενισχυθεί, η εγχώρια οικονομία. Προφανώς, οι ρυθμίσεις από μόνες τους αποτελούν ένα βήμα. Το δεύτερο βήμα είναι η συζήτηση για την ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας», επισήμανε.
Σε ό,τι αφορά τον κυβερνητικό σχεδιασμό για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και την ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας, σημείωσε: «Έχουμε σημαντικά χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως για παράδειγμα, η Αναπτυξιακή Τράπεζα, που είναι στις προθέσεις του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης το αμέσως επόμενο διάστημα να έλθει το σχετικό νομοσχέδιο στο ελληνικό κοινοβούλιο, όπως και το μέτρο για τις μικροπιστώσεις, για δάνεια μέχρι 25.000 ευρώ, για κόσμο ο οποίος δεν πληροί τα κριτήρια των συστημικών τραπεζών και αποκλείεται από τον τραπεζικό δανεισμό».
Σχετικά με τις δράσεις για την επιχειρηματικότητα είπε ότι μέσα από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία» (ΕΠΑνΕΚ) έχουν ανοίξει και ολοκληρωθεί, είτε πρόκειται να ανοίξουν το επόμενο διάστημα, αθροιστικά 26 δράσεις, 20 προκηρύξεις άμεσων ενισχύσεων προς επιχειρήσεις και 6 προσκλήσεις προς φορείς, συνολικής δημόσιας δαπάνης περίπου στα 2 δισ. ευρώ.
Απαντώντας στην κριτική που ασκεί η ΝΔ στην κυβέρνηση για την πορεία της οικονομίας ο υφυπουργός παρατήρησε ότι «η ίδια η πραγματικότητα ακυρώνει πλήρως το αφήγημα, την όποια απόπειρα μπορεί να κάνει η αξιωματική αντιπολίτευση προκειμένου να τη διαστρεβλώσει», καθώς «ότι η οικονομία έχει αρχίσει να κινείται προς διαφορετική κατεύθυνση γίνεται αντιληπτό και από τη μεγάλη ζήτηση που έχουν πολλές δράσεις του ΕΣΠΑ που αφορούν την επιχειρηματικότητα».
«Έχει αποφασιστεί να δοθεί εκ νέου αύξηση προϋπολογισμού σε τέσσερα προγράμματα: Ένα είναι η ίδρυση τουριστικών επιχειρήσεων που μετά από τη πρώτη αύξηση -από τα 120 εκατ. στα 400 εκατ. ευρώ- έχει αποφασιστεί ακόμα μία αύξηση 200 εκατομμυρίων, άρα στο κομμάτι των τουριστικών επιχειρήσεων μιλάμε επί της ουσίας για έναν προϋπολογισμό 600 εκατ. ευρώ. Τόσο στο “Ψηφιακό Βήμα” όσο και στο “Ψηφιακό Άλμα”, επίσης, θα δοθεί επιπλέον προϋπολογισμός, προκειμένου να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση. Στο “Ψηφιακό Βήμα” μία αύξηση της τάξης των 350 εκατ. ευρώ και για το “Ψηφιακό Άλμα” μία αύξηση των 10 εκατ. ευρώ, καθώς και για την ενίσχυση της αυτοαπασχόλησης των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεύτερου κύκλου, που θα ενισχυθεί με ένα ποσό 70 εκατ. ευρώ», διευκρίνισε.
«Η αυξημένη ζήτηση για το σύνολο των δράσεων που έχουν βγει τα τελευταία χρόνια είναι η απόδειξη ότι η ελληνική οικονομία έχει καταφέρει να περάσει σε μία διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που αφηγείται η αξιωματική αντιπολίτευση σε μία μάταιη προσπάθεια να πείσει ότι η οικονομία ταλανίζεται παρότι έχουν διαψευσθεί στο σύνολο των επιχειρημάτων και των εκτιμήσεων που είχε κάνει η ΝΔ όλα αυτά τα χρόνια», τόνισε ο κ. Γιαννακίδης.
Σε ερώτηση σχετικά με τη σύγκλιση προς τις προοδευτικές και δημοκρατικές δυνάμεις, ο Υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Στάθης Γιαννακίδης, ανέφερε:
«Η συζήτηση για τη σύγκλιση με τις κεντροαριστερές δυνάμεις είναι ένα υπαρκτό δίλημμα που κατά βάση πρέπει να απαντηθεί από αυτές. Το οξύμωρο της συζήτησης αυτής στην Ελλάδα, μετά τη διάλυση του ΚΙΝΑΛ και την επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ, είναι ότι έχουν να επιλέξουν αν θα αποτελέσουν ουρά του κυρίου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας σε μια προσπάθεια επιστροφής στο παρελθόν και αναστήλωσης του πολιτικού προσωπικού που διαχειρίστηκε τα χρόνια της ανάπτυξης εκτοξεύοντας το δημόσιο χρέος, ενός πολιτικού προσωπικού που μας οδήγησε στις εποχές των μνημονίων, που απέτυχε να οδηγήσει τη χώρα έξω από τα μνημόνια. Ή αν θα επιλέξουν την προοδευτική σύγκλιση και τη συζήτηση με τις δυνάμεις της αριστεράς που έχουν καταφέρει σε όλα όσα απέτυχαν οι προηγούμενοι, οδήγησαν στο τέλος της εποχής των μνημονίων και αν θα προχωρήσουμε στο μέλλον σε μια προσπάθεια οικοδόμησης της μεταμνημονιακής εποχής, όχι με τα χαρακτηριστικά της προ κρίσης περιόδου και τις παθογένειες που μας οδήγησαν στα μνημόνια. Αν θα επιλέξουν να οδηγήσουμε στο περιθώριο τις ακραίες φωνές και την ακροδεξιά στροφή της Νέας Δημοκρατίας και θα ενισχύσουν συνολικά το πολιτικό σύστημα προς μια προοδευτική κατεύθυνση.
Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ συζητάνε με όλους όσους έχουν να καταθέσουν συγκεκριμένες προτάσεις και έχουν λογική ενίσχυσης της οικονομίας και της δημοκρατίας στον τόπο. Αυτό ακριβώς το ερώτημα επικρατεί και σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεδομένου ότι οι ευρωεκλογές είναι μια μάχη που αφορά στο σύνολο της Ευρώπης και είναι σημαντικό ζήτημα ποιες φωνές και πολιτικές δυνάμεις θα έχουν την ηγεμονία: Αν δηλαδή θα επιστρέψουμε τις φωνές που τα χρόνια των μνημονίων ακολουθούσαν μια γραμμή που έλεγε ότι η Ευρώπη έχει κανόνες και η Ελλάδα πρέπει να πειθαρχεί στο πλαίσιο των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής ζητώντας την επιβολή ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων αλλά στο ζήτημα του προσφυγικού ακολουθούν μια ακροδεξιά λαϊκίστικη πολιτική χωρίς να αναλαμβάνουν το σύνολο των βαρών που τους αναλογούν.
Σε αυτό το επίπεδο η πολιτική σύγκρουση είναι οξεία και θεωρώ ότι ο ελληνικός λαός σε επίπεδο ευρωεκλογών θα στείλει αυτό το μήνυμα, ότι χρειαζόμαστε μια διαφορετική Ευρώπη που θα έχει σαν προτεραιότητα την ευημερία του λαού της και όχι ακροδεξιές δυνάμεις που οδηγούν την οικονομία σε αδιέξοδο»