Το θέμα των Μουφτήδων της Θράκης επανέρχεται στην επικαιρότητα με την υποχρεωτική συνταξιοδότηση των δύο, ηλικιωμένων σήμερα, Μουφτήδων που αποφάσισε η κυβέρνηση ενώ φαίνεται ότι θα ακολουθήσει ένα μεταβατικό στάδιο με την επιλογή τοποτηρητών.

Yπάρχουν πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις για το θεσμό του Μουφτή, μπορεί δηλαδή κάποιος να θεωρεί ότι σε μια ευρωπαϊκή χώρα το 2018 θα πρέπει να απονέμεται δικαιοσύνη από ένα διορισμένο θεολόγο που εφαρμόζει τον ιερό ισλαμικό νόμο ή να να είναι υπέρ της πλήρους κατάργησης οποιασδήποτε δικαστικής αρμοδιότητας σε καθεστώς κράτους δικαίου. Πάντως είναι γεγονός οτι στις πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες που καταγράφονται ευρείες πολιτικές συναινέσεις.
Όμως όποια πολιτική αφετηρία και αν έχει κανείς, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι το καθεστώς που επικρατεί σήμερα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είτε λόγω προχωρημένου γήρατος είτε λόγω χαρακτηριστικής ανεπάρκειας οι δύο Μουφτήδες σε Ξάνθη και Κομοτηνή εκτελούν τα καθήκοντά τους σε καθεστώς πλήρους ανυποληψίας ενώ μετά την κατάργηση της υποχρεωτικής προσφυγής για κληρονομικές και οικογενειακές υποθέσεις, επέρχεται και η εν τοις πράγμασι απαξίωσή τους, εφόσον σε θρησκευτικό επίπεδο δεν απολαμβάνουν καμίας αναγνώρισης από τον κόσμο της μουσουλμανικής μειονότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο πληθυσμός είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενος, εντούτοις επιλέγει συντριπτικά να παντρεύεται με πολιτικό γάμο, προκειμένου να αποφύγει την εμπλοκή του Μουφτή.
Το πλέον παράδοξο είναι ότι άνθρωποι της πλειονότητας, όχι απαραίτητα ακραίοι αλλά με μακρά πολιτική διαδρομή, υποστηρίζουν σήμερα ότι πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί το υπάρχον καθεστώς και τα υπάρχοντα πρόσωπα, με αποτέλεσμα π.χ. ένας Μουφτής να εκδίδει  διαζύγιο τηλεφωνικά (!) ή απαιτεί χρήματα για να εκδώσει μια απλή βεβαίωση ή, παλαιότερα, να ευλογεί γάμους με κορίτσια του Δημοτικού. Μάλλον επειδή παρασύρονται και αναγάγουν τα ζητήματα της Θράκης σε διμερείς διαφορές με την Τουρκία και όχι υποθέσεις Ελλήνων πολιτών ή επειδή υποννούν ότι η συνέχιση της πολιτικής έμμεσης καταπίεσης από ένα δυνάστη που φροντίζει να είναι αρεστός σε συκεκριμένους πολιτικούς κύκλους και όχι να υπηρετεί τους πιστούς, συνιστά εθνική πολιτική.
Από το σημείο που κάποιος μπορεί να διακρίνει με νηφαλιότητα την τρέχουσα κατάσταση,  υπάρχουν διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις για το ρόλο του Μουφτή στο μέλλον. Η πλέον σταθερή εδώ και δεκαετίες, είναι η πολιτική κληρονομιά του ΣΥΝ  στον κυβερνώντα ΣΥΡΙΖΑ, που υποστηρίζει την πλήρη απογύμνωση των δικαστικών αρμοδιοτήτων και, εν συνεχεία, την ανάδειξη αμιγώς θρησκευτικού ηγέτη, από εκλεκτορικό σώμα και κατάλογο υποψηφίων. Κοινώς την εκκοσμίκευση του ρόλου ενός Μουφτή και τον περιορισμό του σε αμιγώς πνευματικά καθήκοντα.
Αν αυτή η γραμμή επικρατεί ή άλλοι παράγοντες που συνδιαμορφώνουν την πολιτική της κυβέρνησης, επηρρεάσουν ή  φρενάρουν τις εξελίξεις θα φανεί στην πορεία. Πάντως, ακόμη και στις πιο προοδευτικές προσεγγίσεις δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση καθολικής ψηφοφορίας ενός θρησκευτικού ηγέτη από τα μέλη της μειονότητας, όπως διακινείται από εθνικιστικούς κύκλους ως πιθανό σεναριο που “επιχειρεί να επιβάλλει η Τουρκία”.
Αν σε επίπεδο διπλωματικό υπάρχει μια συνομιλία με την πλευρά της γείτονος, οι πληροφορίες λένε ότι θα μπορούσε να αφορά σε μια αμοιβαιά υποχώρηση ώστε η ελεγχόμενη ανάδειξη θρησκευτικών ηγετών στη Θράκη να συναρτηθεί με την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που φέρεται να αντιπαρέχεται. Σε εκείνο το επίπεδο βέβαια, δεν υπάρχει μόνο ζήτημα ιδεολογικής προσέγγισης αλλά και συνεκτίμησης των διπλωματικών δεδομένων.

Στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του εκσυγχρονισμού της διοίκησης η αποπομπή των Μουφτήδων είναι προφανώς ένα σημαντικό βήμα ενώ σε επίπεδο πολιτικό παρεμβαίνει σε ένα από τους τρεις προβληματικούς πυλώνες που προκαλούν ένταση στα μειονοτικά ζητήματα της Θράκης, (μαζί με τα βακουφικά και τα εκπαιδευτικά ζητήματα). Κάθε βήμα στη συγκεκριμένη περιοχή, ακόμη και όταν δεν έχει την τόλμη που θα εξασφάλιζαν άλλοι πολιτικοί συσχετισμοί, είναι θετικό.

Αρνητικό θα ήταν κάποιος με κρυφή ατζέντα, να επιχειρήσει να αναβαπτίσει τον παρωχημένο θεσμό επιβάλλοντας νέα πρόσωπα, που μπορεί να διαθέτουν στοιχειώδη επάρκεια αλλά θα συνεχίσουν να υπηρετούν τις ίδιες ακραίες και αναχρονιστικές πολιτικές του βαθέως κράτους. Εκεί βρίσκεται και ο κίνδυνος.
Γιατί όσο και αν εκσυγχρονίσει κανείς το θεσμό, η έννοια του Ιεροδίκη παραμένει απολύτως ασύμβατη με μια σύγχρονη δημοκρατία.