Στο παρθένο δάσος η ζωή ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς, όλα ξεκινούν σα σπόρος μέσα από τη γη, σκάνε στο φως, μεγαλώνουν και πεθαίνουν χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση.  Ο κύκλος είναι αδιάκοπος, εμείς είμαστε ικανοί να αντιληφθούμε πολύ λίγο από αυτό, κάτω από τα πόδια μας και πάνω από το κεφάλι μας συντελείται ένα θαύμα όμοιο με την αναπνοή μας.  Εκεί ο άνθρωπος είναι εισβολέας που υποτάσσεται, περπατάει σιγά, νιώθει ξένος και την ίδια στιγμή, νιώθει σα να γυρίζει στο σπίτι του.

Ανέβαινα παράλληλα με το Νέστο, το νερό  προϊδέαζε, η ζωή εκεί σίγουρα οργιάζει.  Στο Νέστο βρίσκεται το μεγαλύτερο υδροηλεκτρικό φράγμα των Βαλκανίων, το ύψος του είναι 175 μ. Ξεπρόβαλε μπροστά μου μετά από μια στροφή και λίγο μετά στα αριστερά βρισκόταν μια τεράστια λεκάνη χωρητικότητας 705.106m3 νερού.  Το πλημμυρισμένο τμήμα εκτείνεται 50 χλμ. προς την πλευρά της Βουλγαρίας.  Άρχισε να λειτουργεί το 1997, έφερε αλλαγές στην περιοχή και στο κλίμα που έγινε πιο υγρό και με συχνότερες βροχοπτώσεις.

Πέρασα το Παρανέστι.  Είχε νυχτώσει, η άσφαλτος τελείωσε και συνέχιζα στο χωματόδρομο.  Έφτασα στα Θερμιά και με περίμενε αυτό που ονειρεύεται κάθε ταξιδιώτης, ένα ζεστό μπάνιο. Άνοιξα την πόρτα μια καλύβας και ζεστός ατμός αναδύθηκε.  Το σκηνικό ήταν εξωπραγματικό.  Πρόχειρες καλύβες από ξύλο και τσίγκο ήταν αραδιασμένες άναρχα σε μια πλαγιά.  Ανάμεσα σε αυτές υπήρχαν κάποιες σαν αυτή που είχα ανοίξει, αντί για πάτωμα υπήρχε μια φυσική μπανιέρα με σκαλοπατάκια. Άφησα την πόρτα ανοιχτή και μπήκα μέσα, έξω έφεγγε μόνο το γκαζάκι και μια λάμπα θυέλης.  Αυτό ήταν το καλωσόρισμα του βουνού.

Το ζεστό νερό ήταν ευεργετικό, κοιμήθηκα βαθιά και το πρωί καθαρός και φρέσκος κατευθυνόμουν  στο παρθένο δάσος του Φρακτού.  Η περιοχή εκτός πυρήνα υλοτομείται.  Τα πιο γερασμένα δέντρα, τα κόβουν.  Μετά, με λοστούς τους αφαιρούν τη φλούδα.  Αυτό πρέπει να γίνει πριν στεγνώσουν και όσο περίεργο κι αν ακούγεται είναι μια «ελαφριά» δουλειά που συνήθως την κάνουν οι γυναίκες.  Μέσα Οκτώβρη τα δέντρα που είχαν κοπεί το καλοκαίρι ήταν στεγνά αλλά η φύση διδάσκει την υπομονή στις Πομάκες.

Όλη τη μέρα περιπλανήθηκα στα μονοπάτια.  Δεν είναι η Ροδόπη σαν τα άλλα βουνά, συνήθως στην Ελλάδα έχουμε βουνά απότομα που τους πρόποδες από την κορυφή χωρίζει μια αδιάκοπη ανηφόρα.  Εδώ οι καμπύλες είναι απαλές, υπάρχει η αίσθηση της συνέχειας και του αχανούς.  Λείπει η θάλασσα για να βάλει το όριο, το βουνό δεν καταλήγει στον κάμπο, εκτείνεται μέχρι τα Καρπάθια και σβήνει στη Ρώσικη στέπα. Η κορυφή  Δελιμπόσκα με ύψος 1953μ. είναι η ψηλότερη και είναι ακριβώς πάνω στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.  Τα 2/3 της Ροδόπης βρίσκoνται σε Βουλγάρικο έδαφος και το υπόλοιπο στην Ελλάδα.

Η περιοχή είναι ένα σταυροδρόμι πολιτισμών.  Θράκες, Πομάκοι, νομάδες Σαρακατσάνοι και άλλοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι έχουν αφήσει το σημάδι τους που βρίσκεται πολλές φορές κάτω από αλλεπάλληλες στρώσεις φύλλων και νεκρής οργανικής ύλης, σε λαϊκούς θρύλους, ιστορίες αλλά και σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας.  Έτσι και η βλάστηση, με τον ίδιο τρόπο βρίσκεται σε σταυροδρόμι.  Εκεί συναντάμε το νοτιότερο δάσος Ερυθρελάτης και Σημύδας που ξεχωρίζει με τον άσπρο κορμό, πολλές φορές κοιτάζοντας τον από μακριά σχηματίζει μορφές.  Σύμφωνα με λαούς της βόρειας Σιβηρίας, μια αρσενική και μια θηλυκή Σημύδα εμφανίστηκαν και από αυτές ξεκίνησε το γένος των ανθρώπων.  Πιο κάτω η βλάστηση μοιάζει περισσότερο Μεσογειακή.  Η σημερινή ταυτότητα της περιοχής είναι μπερδεμένη, χωρίς πολλές επιρροές, πέρα της τηλεόρασης από την υπόλοιπη Ελλάδα ζει σε ένα δικό της πολιτισμικό μικροκλίμα που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θυμίζει Βαλκάνια.

Η επιλογή σημείου για τη διανυκτέρευση έγινε νωρίς το απόγευμα, είχα όλη την ώρα να στήσω τη σκηνή και να νιώσω οικεία στο σημείο που θα με φιλοξενούσε.  Ένας καταρράκτης ύψους 7 μέτρων ήταν ακριβώς μπροστά μου, διέκοπτε την ομαλή ροή του νερού, το έριχνε σε μια μικρή γούρνα και από εκεί συνέχιζε το ταξίδι του.  Είχα βυθιστεί στην ησυχία του δάσους.  Κάποια στιγμή πίσω μου ακούστηκαν ποδοβολητά ζώων, οι συναντήσεις με τα ζώα του δάσους δεν είναι σπάνιες.  Χωρίς να έχουν συνηθίσει την παρουσία ανθρώπων οι αντιδράσεις τους είναι ήπιες, τα πιάνει η περίγεια, κοιτάζουν λίγο και απομακρύνονται ελαφρώς ενοχλημένα.  Λίγο κάτω από το σημείο που είχα κατασκηνώσει 2 αρσενικά μεγαλόσωμα αγριοκάτσικα κυνηγιόντουσαν στη ρεματιά και σε κάθε ευκαιρία χτυπούσε το ένα το άλλο.  Η ένταση της πάλης δεν τα άφηνε να ασχοληθούν με οτιδήποτε άλλο γύρω τους.  Ερχόταν κατά πάνω μας και δε μας είχαν αντιληφθεί,  αντίθετα εμείς τα είχαμε δει από την πρώτη στιγμή, γίναμε μάρτυρες μιας σκηνής που μας καθήλωσε. Η μάχη τους σταμάτησε στον καταρράκτη ακριβώς μπροστά μας, ακινητοποιήθηκαν, ξέχασαν τις όποιες διαφορές τα χώριζαν και τράβηξαν πάνω στην πλαγιά πηδώντας από βράχο σε βράχο.

Το επόμενο πρωί όλα ήταν μούσκεμα, ξανάναψα τη φωτιά και προσπάθησα να στεγνώσω σκηνή και εξοπλισμό για να μπορέσω να τα διπλώσω, μάταιο, κάποιες φορές στα ταξίδια υπάρχουν κι αυτές οι μέρες, με την ψιλή βροχή που εισχωρεί στα πάντα.  Ο ελαφρύς εξοπλισμός έχει πλεονέκτημα στην κίνηση αλλά έχει και τις θυσίες του.  Το μόνο που είχα στεγνό ήταν ένα μικρό αδιάβροχο το οποίο όμως κρατούσα για το βράδυ όλα τα άλλα, ρούχα, παπούτσια, είχαν ποτίσει. Αργότερα προσπάθησα να ανάψω μια φωτιά ώστε τουλάχιστον το βράδυ να κοιμηθώ στεγνά, δε γινόταν τίποτα. Ευτυχώς ένα κιόσκι στην άκρη του μονοπατιού προσέφερε καταφύγιο και τουλάχιστον τα πράγματα δε θα γινόταν χειρότερα.  Αργά το βράδυ, είδα ένα φακό να πλησιάζει, ήταν ο αθλητής που προπορευόταν στο ROUT.  Είχε καλύψει περίπου τα μισά από τα 160 χλμ. και η συνέχεια της διαδρομής του θα ήταν στο σκοτάδι.  Όλη τη νύχτα περνούσαν αθλητές δίπλα από το κιόσκι, άκουγα βήματα και ανάσες , τους θαύμασα και έδωσα υπόσχεση κάποια στιγμή να βρεθώ σε αυτή την εκκίνηση.

Η υγρασία και ο ήχος της βροχής με ξύπνησαν από νωρίς , ομίχλη είχε καλύψει τα πάντα. Το δάσος ετοιμαζόταν για το χειμώνα.  Τα δέντρα έριχναν αδιάκοπα τα φύλλα τους που βρεγμένα και βαριά έπεφταν στη γη για να καλύψουν το ανθρώπινο ίχνος και να δώσουν φαγητό στους σπόρους την Άνοιξης. Όλη μέρα κατηφόριζα μέχρι που έφτασα στο Νέστο.  Δίπλα στις όχθες του πέρασα το τελευταίο βράδυ.

Την Ελλάδα θα την καταλάβεις άμα πας στα νησιά της, με το πολύ το φως, τα μπλε παράθυρα και τις γλάστρες με το βασιλικό.  Στις χωρίς σχέδιο δομημένες πόλεις, στα καρνάγια που επισκευάζονται πλοία, στους ελαιώνες, στους Δελφούς και στο χορό των ανθρώπων αλλά πάντα θα μένει ανολοκλήρωτη η εικόνα για όποιον δεν είδε τη Ροδόπη.

Περισσότερα στο sela.gr