Kαι πήγαιναν… κι όταν μέσα από τις πέτρες αντίκρισε ένας -όχι ο πρώτος πρώτος, μα ο δεύτερος ή ο τρίτος στη σειρά- το μεγάλο νερό, τη θάλασσα, κι είπε «Κουνιέται!» οι άλλοι με όλη τη σκόνη στα κουρέλια, στις πρώην δαντέλες τους, σίγουρα όμως χωρίς ψείρες ακόμη, στριμώχτηκαν στη μεριά του και σαν τις κότες, σαν τις χήνες σήκωναν τον λαιμό τους, το ένα κεφάλι πιο ψηλά από το άλλο προσπαθώντας να φτάσει, για να δουν αν πράγματι ήταν έτσι (…) Τότε μια γυναίκα, τυχαία στη σειρά, έβγαλε φωνή και είπε: «Γω εκεί μέσα το ποδάρι μου δεν πατάω!» Κι άλλες γυναίκες μετά άρχισαν τα κλάματα και οι άντρες τους δεν ήξεραν πώς να τις ησυχάσουν, πώς να τους εξηγήσουν τι είναι η θάλασσα.

Ο ξεριζωμός μιας οικογένειας από την Καππαδοκία, η πορεία της στο χώρο και στο χρόνο μέσα από περιγραφές και στιγμιότυπα ζωής των μελών της και άλλων. Η γιαγιά Αναστασία και η εγγονή Λουκία κρατούν τις άκρες του αφηγηματικού νήματος το οποίο άλλοτε χαλαρώνει τρυφερά και νοσταλγικά κι άλλοτε τεντώνεται και σφίγγει βίαια σαν θηλιά. Το δια-γενεαλογικό τραύμα καλά κρατεί, αλλάζοντας σχήμα και μορφή αλλά όχι ένταση και ουσία. Το συλλογικό δράμα της προσφυγιάς αλλάζει τη σκυτάλη με το προσωπικό δράμα της συζυγικής βίας σε μια διαρκή αφηγηματική σπείρα που κάνει κύκλους από το παρελθόν στο παρόν, από το τρίτο πληθυντικό στο πρώτο ενικό, από τη μυθοπλασία στην αλήθεια. Και κάπου στο κέντρο, η ίδια ανάγκη: η αναζήτηση της χαμένης «πατρίδας».

 «Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε κ. Καθηγητά ότι αυτή η ίδια η απόσταση που διανύει κανείς από τη γέννησή του, ότι αυτό είναι η πατρίδα του; (…) Υπό μία κάπως πιο διασταλτική ερμηνεία, ότι επιπλέον γίνεται «τόπος» μας και η απόσταση που διάνυσαν οι πριν από εμάς άνθρωποι; Εννοώ οι έχοντες το ίδιο DNA με το δικό μας; (…) Αναρωτιέμαι, κύριε Καθηγητά, μήπως τελικά «πατρίδα» είναι ο «τόπος» ο ιδανικός που θες να φτάσεις, αυτό που κουβαλάς μες το κεφάλι σου, το δέντρο το φανταστικό καρπός του οποίου θα ήθελες να ήσουν; Αυτό… ή απλά η μουριά στην αυλή των παππούδων σου; »

«Θύτες, θύματα και θεατές θραύσματα» διαφορετικών πραγματικοτήτων με σημαντικές ομοιότητες: την κυριαρχία, την υποτίμηση, την απομόνωση, τις απειλές και τους εκβιασμούς, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα, τη διαστρέβλωση της αλήθειας, τον εκφοβισμό, τις φρούδες ελπίδες, ως στάδια-ορισμοί και καθορισμοί καταστάσεων και ζωών σε φαύλο κύκλο.

Ανασφάλεια και αβεβαιότητα: Με κάθε τρόπο ο θύτης φροντίζει να δημιουργεί συνθήκες ανασφάλειας στο θύμα, δείχνοντάς του ότι τίποτα στη σχέση δε θεωρείται δεδομένο και ότι από στιγμή σε στιγμή, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, μπορεί η σχέση τους να διαλυθεί και να μείνει το θύμα μόνο και απροστάτευτο. 

Φρούδες ελπίδες: το θύμα τρέφει πάντα την ελπίδα ότι ο θύτης μπορεί να αλλάξει  κι’ότι αν κι εκείνο κάνει ένα βήμα πίσω ή φερθεί με τον «πρέποντα» τρόπο, στον κόσμο του θύτη μπορεί να έρθουν τα πάνω κάτω. Η ελπίδα αυτή κρατάει το θύμα παγιδευμένο στη σχέση για περισσότερο διάστημα. Χωρισμοί κι επανενώσεις εναλλάσονται στον ίδιο φαύλο κύκλο μέχρι την οριστική ρήξη.

Η «Αλεπού» είναι η πρώτη -μεγάλης φόρμας- δουλειά της Βίκυς Τσελεπίδου (έχει προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων «Ελενίτ»). Κέρδισε το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών (2017) και αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα αξιόλογο βιβλίο, ενδιαφέρον και διαφορετικό: από τις πρωτότυπες διαστάσεις και το αντισυμβατικό στήσιμό του μέχρι το φαινομενικά αλλοπρόσαλλο αλλά τελικά καλοδιαλεγμένο περιεχόμενό του. Το κείμενο μοιράζεται μεταξύ πρωτότυπης αφήγησης και πληθώρας παραθεμάτων: ντοκουμέντων, αποσπάσματων αρχαίων κειμένων και περιοδικών, λημμάτων από λεξικά και wikipedia, επιστολών, αρχείων, εγγράφων, καταλόγων, παραδοσιακών τραγουδιών κ.ά. H συνύπαρξη όλων αυτών δεν μου ήταν πάντα σαφής (ενδεχομένως να γίνει σε δεύτερη ανάγνωση). Σίγουρα πάντως «χρωμάτιζαν» τη ροή της αφήγησης. Η συγγραφέας με τόλμη και μαεστρία τα συνδύασε έτσι ώστε  η ιστορία να προχωρά και τα νοήματα και οι υπονοήσεις να βαθαίνουν.

Με γοήτευσε η γραφή της Βίκυς Τσελεπίδου. Βουτούσα ακούραστα στις μακριές, αφηγηματικές,  χειμαρρώδεις προτάσεις -απλές σε μορφή, πολύπλοκες σε νοήματα-. Κι όταν η αφήγηση σκλήραινε, οι φράσεις γίνονταν κοφτές, απότομες, πνιχτές. Παρ’όλο που τα θέματά με τα οποία καταπιάνεται το βιβλίο (προσφυγιά, απώλεια, έρωτας, βία, κακοποίηση) προσφέρονται για συναισθηματικό «εκβιασμό» του αναγνώστη, η συγγραφέας δεν το εκμεταλλεύεται αλλά στηρίζεται σθεναρά στις δικές τις δυνάμεις. Ο τρόπος που γράφει και περιγράφει είναι αυτός που τελικά φορτίζει συναισθηματικά και παρασύρει σε εσωτερική αναστάτωση. Δημιουργεί έναν αφηγηματικό λαβύρινθο δομημένο με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο που αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο να λειτουργήσει όπως αισθάνεται και μπορεί: ως μέρος του ή ως παρατηρητής του.

Η λέξη «αιώρα» μοιάζει με τη λέξη «χώρα» που μοιάζει με τη λέξη «τώρα» που έχει μέσα της τη λέξη «ώρα», κατάληξη ανορθόγραφη της λέξης «σύνορα». Και αποδώ και αποκεί, από το ένα σημείο στο άλλο, μετατοπίζεται (;) συνεχώς η αιώρα, η χώρα, η ώρα. Και ο άντρας μαζί της και η γυναίκα από δίπλα να τον προσέχει, κι άμα της έρθει να του δώσει μια να τον ρίξει, και το σκοινί της αιώρας δεμένο πολλούς κόμπους στον κορμό του δέντρου και το μαχαίρι καρφωμένο στο δέντρο δίπλα στο σκοινί.

Aπό το debop