Αναμενόμενα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα αποτελέσματα στον πρώτο γύρο των Πρυτανικών Εκλογών, με τον Καθηγητή των Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Βασίλη Τσαουσίδη να περνά στο δεύτερο γύρο με αντίπαλο τον Αλέξανδρο Πολυχρονίδη της Ιατρικής. Στην τρίτη θέση ο καθηγητής του Τμήματος Παραγωγής και Διοίκησης Παντελής Μπότσαρης ενώ τη θέση του Αντιπρύτανη κατέλαβε ως πρώτος ο Αν. Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Φώτης Μάρης.

Η παρουσία της Πολυτεχνικής Ξάνθης είναι ισχυρή ενώ απούσα παντελώς υπήρξε η Νομική Σχολή. Προφανώς για την Ξάνθη θα είναι θετικό να εκλέξει και πάλι τον Πρύτανη από ένα δικό της Τμήμα. Όχι για να έχει δεσπόζουσα θέση – δεν είναι αυτή η αντίληψη- αλλά για να σηματοδοτεί κάτι για το Πολυτεχνείο σε πολλά επίπεδα και με ένα Καθηγητή που έχει πολύ υψηλό επιστημονικό κύρος. Το βασικό για το Δημοκρίτειο, μετά από μια περίοδο τρομερής πόλωσης είναι να προχωρήσει με ηρεμία στην επόμενη μέρα για να ανασυνταχθεί. Μέχρι το τέλος της ημέρας θα ξέρουμε το νέο Πρύτανη.

Τα στοιχεία της ανεργίας της Eurostat για την ΑΜΘ αλλά και τα στοιχεία της Εργάνης για την απασχόληση στην Ξάνθη το τελευταίο τρίμηνο δείχνουν εντυπωσιακή βελτίωση των μεγεθών. Δεν είναι το θέμα να την πιστωθεί κάποιος πολιτικά, αυτό θα το κρίνει σε βάθος χρόνου ο πολίτης. Είναι όμως σημαντικό να αντιληφθεί και ο τελευταίος πολίτης ότι σε μια χώρα και μια περιοχή χωρίς κανένα παραγωγικό μοντέλο, ο τουρισμός παραμένει η μοναδική διέξοδος σε καιρό κρίσης. 

Ακόμη και στην Ξάνθη, λοιπόν, η ενίσχυση του τομέα και διάσωση των όποιων υποδομών υπάρχουν είναι υπόθεση κεφαλαιώδης για την οικονομία. Μπορεί κάποιοι να δυστροπούν με την εθνικότητα των τουριστών να “ξυνίζονται” από τη μαζικότητα που έχουν σε κάποιες περιπτώσεις αλλά πρέπει να αντιληφθούν ότι είναι η μόνη διέξοδος της περιοχής. Αν και οι Ξανθιώτες δεν σεβάστηκαν όσο όφειλαν τους φυσικούς πόρους της περιοχής, αυτοί επαρκούν για να εξασφαλίζουν πολύ σημαντικά εισοδήματα και μάλιστα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ώρα να μεγαλώσουν αυτές και να προσελκύσει η περιοχή και τα μεγάλα κεφάλαια.

Η επίθεση τραμπούκων σε βάρος του Δημάρχου Θεσσαλονίκης υπό τα ατάραχα βλέμματα των παρισταμένων και των αρχών ήταν το ζήτημα που προκάλεσε σοκ και τεράστια συζήτηση τις προηγούμενες μέρες. Ο Δήμαρχος βέβαια, οπαδός της διαφορετικότητας,  μπορεί να άλλαξε εντυπωσιακά τη ματιά και τη σκέψη της Θεσσαλονίκης χωρίς να ταυτιστεί με κόμματα αλλά στοχοποιήθηκε συστηματικά από ένα υπερσυντηρητικό κατεστημένο της πολύπαθης Θεσσαλονίκης και των συνδρόμων της.

Όμως, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, θα διαπιστώσουμε ότι ένα μέρος της κοινωνίας, όχι αμελητέο και όχι μόνο από το περιθώριο, επικρότησε την επίθεση σε βάρος του Μπουτάρη και δικαιολογεί τη βία. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να δείχνει απέχθεια  για τη διαφορετική άποψη, δείχνει όμως και μια επικίνδυνη αντίληψη εκδίκησης της δημοκρατικής ανάδειξης ενός Δημάρχου και της ατζέντας του, με άνετη πλειοψηφία.

Αν λοιπόν, μετά την επίθεση οι πολιτικές δυνάμεις συνεχίζουν τις πολιτικές κόντρες και προσθέτουν αστερίσκους ή εξισώνουν τα γιαούρτια με τα μαχαίρια ή τα σπρέι τότε έχουμε πρόβλημα. Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε τέμνει οριζόντια όλο το πολιτικό σύστημα και δεν είναι ώρα για στείρα αντιπαράθεση. Κατά τα άλλα στην επέτειο της μνήμης ενός εθνικισμού που αφάνισε τους προγόνους μας, κάποιοι προέταξαν το μίσος αντί για την ομόνοια και την περίσκεψη.

Έφυγε και ο Χάρρυ Κλυνν, ο κωμικός που ταυτίστηκε όσο κανείς με τη μεταπολίτευση και αυτός που την ακτινογράφησε εντυπωσιακά όσο κανένας πολιτικός, ίσως για αυτό λογοκρίθηκε τόσο πολύ. Όμως από καλλιτεχνική άποψη υπήρξε λατρεμένος για πολλές δεκαετίες, ο πλέον εμπορικός χωρίς να είναι φτηνός και ο πιο ταλαντούχος και πρωτοπόρος. “Φεύγοντας”, κλείνει τον κύκλο των προσωπικοτήτων που μιμήθηκε στη διαδρομή του και διαμόρφωσαν τη χώρα.

Δυστυχώς ο  Χάρρυ Κλυνν, σε αντίθεση με αυτούς που όφειλαν, διέβλεψε με προφητική ακρίβεια την πορεία και την κατάληξη του απαίσιου νεοέλληνα που κατασκεύασε η μεταπολίτευση. (Ο οποίος επιμένει να μην αλλάζει και προσδοκά αναβίωση της ψευδεπίγραφης ευδαιμονίας, όπως και οι πολιτικοί εκείνης της γενιάς). Το έργο του πάντως είναι μνημειώδες και άφθαρτο για την κωμωδία ενώ η επίδρασή του πολύ μεγάλη. Η συγκίνηση για την απώλεια ενός πόντιου που κέρδισε τις καρδιές όλων των Ελλήνων είναι μεγάλη.