Το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έρχεται αντιμέτωπη με μια πολυμέτωπη αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος στην παιδεία των περικοπών. Από την απαίτηση για δίχρονη προσχολική εκπαίδευση, που σκοντάφτει στα στενά δημοσιονομικά μεγέθη, και τη διεκδίκηση μαζικών διορισμών στα σχολεία, με μονιμοποίηση όλων των αναπληρωτών, μέχρι τους αγώνες που δίνουν οι φοιτητικοί σύλλογοι ενάντια στις συγχωνεύσεις πανεπιστημιακών τμημάτων που προωθεί ο νόμος Γαβρόγλου.

Στον αέρα βρίσκεται επίσης, και η παρέμβαση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) για την υλοποίηση πιλοτικού προγράμματος προσχολικής εκπαίδευσης σε δημόσια νηπιαγωγεία που λειτουργούν σε αμιγώς μειονοτικούς οικισμούς της Θράκης με «σκοπό την ισορροπημένη γλωσσική ανάπτυξη και την επιδίωξη τα νήπια να κατακτήσουν σταδιακά την “προσθετική διγλωσσία” (γνωστική επάρκεια στην άνετη χρήση δύο γλωσσών προφορικά και γραπτά), σε εκπαιδευτικό περιβάλλον όπου η μητρική γλώσσα χρησιμοποιείται ως γλώσσα στήριξης για την εκμάθηση της ελληνικής».
Σε αυτή την πιλοτική παρέμβαση του ΙΕΠ υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις και ενστάσεις από τους Διδασκαλικούς Συλλόγους Ροδόπης και Ξάνθης και από τη ΔΟΕ. Στα επιχειρήματα που προβάλλει ο Διδασκαλικός Σύλλογος Ξάνθης, σωστά ζητά τη διευκρίνιση των εργασιακών σχέσεων του/της συνεργάτη νηπιαγωγού και οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να μείνει αναπάντητη η προσπάθεια της κυβέρνησης να εισαγάγει (μέσα από την εργασία με μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών) τους πιο άθλιους εργασιακούς όρους στην εκπαίδευση. Αλλά είναι εντελώς αβάσιμη και επικίνδυνη η προσπάθεια να αποδώσει στην παρουσία του/της συνεργάτη εκπαιδευτικού μια υποτιθέμενη «υποβάθμιση του ρόλου της νηπιαγωγού» ή/και «παρεμπόδιση της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης της εκπαιδευτικού με τα νήπια» και, πολύ περισσότερο, το ρόλο του «Δούρειου Ίππου για τη γενίκευση της τουρκικής ως μητρικής γλώσσας». Ο ρόλος των σωματείων είναι να υπερασπίζονται τα συμφέροντα όλων των εργαζόμενων, ανεξάρτητα από εθνικό ή άλλο αυτοπροσδιορισμό, και να παλεύουν για την εξίσωση των εργασιακών τους δικαιωμάτων.
Άλλωστε, τα πλεονεκτήματα της δίγλωσσης/πολύγλωσσης ανάπτυξης είναι πολλαπλά και επιστημονικά τεκμηριωμένα και η μόνη… ιδιαιτερότητα στην “εκπαιδευτική (και συνολικότερη) πραγματικότητα της Θράκης” είναι η άρνηση του ελληνικού κράτους να αναγνωρίσει το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της μειονότητας, το δικαίωμά της να έχει την εθνική συνείδηση που θέλει και να μιλάει όποια γλώσσα θέλει.
Είναι καθήκον της εκπαιδευτικής αριστεράς να απαντήσει ξεκάθαρα στην προσπάθεια της δεξιάς να χύσει το δηλητήριο του εθνικισμού στα σχολεία και να στηρίξει το αίτημα της μειονότητας για τη θεσμική κατοχύρωση του δίγλωσσου νηπιαγωγείου με μόνιμες προσλήψεις νηπιαγωγών, οι οποίοι/-ες θα πρέπει να προέρχονται από τη μειονότητα ή/και να γνωρίζουν σε άριστο επίπεδο τη μητρική γλώσσα των παιδιών. Να παλέψει για ένα σχολείο όπου όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από καταγωγή, φυλή, φύλο, τάξη, σωματικές ικανότητες θα έχουν ισότιμη πρόσβαση σε αυτό και στη γνώση. Για ένα σχολείο με αποδοχή και σεβασμό στην κουλτούρα και τις ιδιαιτερότητες των παιδιών.
* O T. Mηλιατζήμ είναι εκπαιδευτικός