Θέμα στο ζήτημα που έχει προκύψει με αντιδράσεις συνδικαλιστών για την πιλοτική παρέμβαση του Ιντιστούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για τη χρήση της μητρικής γλώσσας στα νηπιαγωγεία της μειονότητας, παίρνει η παράταξη της ΕΡΑ-Αυτόνομης Παρέμβασης.

Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής-ΙΕΠ από το χειμώνα του 2017 είχε εξαγγείλει πιλοτικό πρόγραμμα που αφορά 6 νηπιαγωγεία σε οικισμούς με αμιγή μειονοτικό πληθυσμό στους νομούς Ξάνθης και Ροδόπης. Το πιλοτικό πρόγραμμα  προβλέπει την παρουσία στο Δημόσιο Νηπιαγωγείο συνεργάτη/τριας μέλους της μειονότητας, πτυχιούχο Νηπιαγωγό. Σύμφωνα με την πράξη του ΙΕΠ προβλέπεται «…Οι Αντισυμβαλλόμενοι να συνεργασθούν με τον/την εκπαιδευτικό της τάξης με στόχο την αποτελεσματική διαχείριση του μαθησιακού περιβάλλοντος μέσα από δραστηριότητες που στηρίζουν τη γνωστική, κοινωνική και γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών, αξιοποιώντας και τη μητρική τους γλώσσα.

Το πρόγραμμα σκοπό έχει την αξιοποίηση της μητρικής γλώσσας ως γλώσσας στήριξης με στόχο την αρμονική κοινωνικοποίηση των νηπίων της μειονότητας στον εκπαιδευτικό θεσμό του Νηπιαγωγείου, την ενίσχυση της ελληνομάθειας και την ισορροπημένη γλωσσική και κατά προέκταση γνωστική ανάπτυξη, που αποτελούν προϋπόθεση για  την καλύτερη προετοιμασία και επιτυχή επίδοση στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου.

Γνωρίζουμε ότι η εκπαίδευση της μειονότητας είναι ένα σύνθετο πεδίο όπου αλληλεπιδρούν παράγοντες πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτιστικοί και παιδαγωγικοί. Είναι γνωστό, επίσης, ότι η μειονοτική εκπαίδευση είναι δυσκίνητη και συμπαγής στην άρνηση κάθε αλλαγής. Κάθε προσπάθεια για αλλαγή στην εκπαίδευση των παιδιών της μειονότητας, διαχρονικά συνοδεύεται από πλούσιο ιστορικό αντιδράσεων, παράδοση από την οποία δεν ξέφυγε και το παρόν πιλοτικό πρόγραμμα του ΙΕΠ.

Η ανακοίνωση του Προγράμματος πυροδότησε έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις και ένα εκπαιδευτικό ζήτημα μετατράπηκε σε πεδίο παιδαγωγικής και πολιτικής  αντιπαράθεσης. Τεχνηέντως στο  δημόσιο λόγο διασπείρονταν κατευθυνόμενοι φόβοι για μετατροπή των Δημόσιων νηπιαγωγείων σε δίγλωσσα ενώ κάποιοι ταύτιζαν τη μητρική με την τουρκική γλώσσα, ερεθίζοντας εθνικιστικά αντανακλαστικά ένθεν κακείθεν.

Η αξιοποίηση της μητρικής γλώσσας  των παιδιών είναι σημαντικός παράγοντας στην σχολική επιτυχία και στην σχολική ένταξη  των παιδιών της μειονότητας. Ταυτόχρονα οι συνεργάτες ως διαμεσολαβητές με τις οικογένειες των παιδιών μπορούν να συμβάλουν στην ενδυνάμωση των  σχέσεων των οικογενειών με το νηπιαγωγείο. Ο/η συνεργάτης δεν υποκαθιστά τον/την νηπιαγωγό στη διαμόρφωση των σχέσεων, αλλά παρεμβαίνει, συζητά συνεργάζεται πάντα μαζί με την/τον νηπιαγωγό και την οικογένεια ή την τοπική κοινότητα.

Ωστόσο το ΙΕΠ, όφειλε, πριν προχωρήσει στην ανακοίνωση του πιλοτικού προγράμματος, να  συζητήσει και να ενημερώσει  τις/τους νηπιαγωγούς σε σχέση με τα ερωτηματικά που εγείρονται για τη φιλοσοφία του προγράμματος, κάτι που έγινε εκ των υστέρων, ώστε να μην αφήσει πεδίο ανοιχτό σε λογικές ανησυχίες, αλλά και σε παρερμηνείες, σκόπιμες στρεβλώσεις και μικροπολιτική εκμετάλλευση ενός εκπαιδευτικού καθαρά ζητήματος.

Ολόκληρη σχεδόν η σύγχρονη βιβλιογραφία για την εκμάθηση της γλώσσας ή των γλωσσών (Freinet, Cummins κ.ά.) θεωρεί γνωστικό θεμέλιο τη μητρική γλώσσα, τη γλώσσα που όλα τα παιδιά του κόσμου μιλάνε με αυθόρμητη άνεση στα τρία περίπου χρόνια. Αν το σχολείο δε σεβαστεί τη γλώσσα που ήδη μιλάει ο μαθητής δεν μπορεί να καταφέρει να του μάθει άλλες, πρόσθετες. Η εκμάθηση της γλώσσας είναι όπως κάθε απόχτηση γνώσης, διαδικασία θεωρητική. Δηλαδή στηρίζεται στην υπάρχουσα γνώση για να αποκτηθεί η νέα γνώση.

Όλοι οι μαθητές δεν είναι ομόγλωσσοι, το κάθε παιδί με τη γλώσσα του φέρει στο σχολείο  και τον πλούτο της κουλτούρας του. Αποδοχή της μητρικής του γλώσσας σημαίνει αποδοχή της ταυτότητας του. Ένα καλό νηπιαγωγείο δεν υποτιμά τη  γλώσσα που η μάνα ταχταρίζει το παιδί της, τη γλώσσα που μιλάει το παιδί στα όνειρα του, αυτή που του προσφέρει ασφάλεια, ύπαρξη, το καθιστά μέλος μιας  κοινότητας.

Το Δημόσιο Νηπιαγωγείο στα μειονοτικά χωριά, είναι αδιάσπαστο τμήμα της εκπαίδευσης και επιτελεί σημαντικό ρόλο στην αρμονική ένταξη των παιδιών της μειονότητας στο εκπαιδευτικό σύστημα, προωθεί την ελληνομάθεια και έχει συμβάλει στον περιορισμό περαιτέρω της σχολικής αποτυχίας, της σχολικής διαρροής και της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου.

Τα παιδιά, όμως, που είναι φυσικοί  ομιλητές μιας γλώσσας άλλης από την επίσημη, διατρέχουν τον κίνδυνο να μην κατορθώσουν σε μεγάλο ποσοστό  να περάσουν με επιτυχία ολόκληρο τα φάσμα της εκπαίδευσης και να πάρουν μέρος σε διαδικασίες κοινωνικής κινητικότητας. Ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελεί συνήθη συνθήκη για τις μειονότητες. Ο κοινωνικός αποκλεισμός πέρα από τη διάσταση της οικονομικής φτώχειας, εμπεριέχει και τη στέρηση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οφείλουμε να λάβουμε υπόψη, επίσης, την αναφορά του ΠΕΜ (Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων) της πιο σοβαρής,  αποτελεσματικής προσπάθειας του ελληνικού κράτους για τη μειονοτική εκπαίδευση, όπου διαπιστώνεται ότι παρά την αδιαμφισβήτητη βελτίωση, το εκπαιδευτικό επίπεδο των μελών της μειονότητας, όπως επίσης και το ποσοστό της μαθητικής διαρροής, έχει σημαντική απόκλιση από το μέσο όρο σε εθνικό επίπεδο.

Συναδέλφισσες και συνάδελφοι  τα καινοτόμα προγράμματα για να αποδώσουν το μέγιστο των προσδοκώμενων καρπών θα πρέπει να έχουν τη στήριξη της εκπαιδευτικής κοινότητας.

 Η αντίδραση στο συγκεκριμένο πρόγραμμα του ΙΕΠ και η μη εφαρμογή του θα έχει ως αποτέλεσμα τα Μουσουλμανόπαιδα να μη μαθαίνουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ελληνική γλώσσα, αλλά και να υπάρχει ο κίνδυνος να μην θεωρούν τους εαυτούς τους ισότιμα οργανικά μέλη της ελληνικής εκπαίδευσης με όλες τις γνωστές συνέπειες μιας τέτοιας διαμορφούμενης πεποίθησης που  όλοι/ες γνωρίζουμε. Το παράδοξο είναι ότι πολλοί που  αντιδρούν με το συγκεκριμένο πιλοτικό πρόγραμμα επικαλούνται φανερά ή κρυφά την  «ελληνικότητα», γεγονός που εκτός από κοντόφθαλμο είναι και οξύμωρο, διότι τα αντίθετα ακριβώς αποτελέσματα τέτοιες προσεγγίσεις επιφέρουν.

Η ΕΡΑ καλεί την εκπαιδευτική κοινότητα των Νομών Ξάνθης και Ροδόπης, τους Συλλόγους Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και τους/τις νηπιαγωγούς να συμβάλουν στην ολοκλήρωση του πιλοτικού προγράμματος του ΙΕΠ, τα πορίσματα του οποίου μέσα από εκτενή και δημιουργικό διάλογο να συνεισφέρουν στην εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων προς όφελος των παιδιών της μειονότητας ως οργανικά μέλη της ελληνικής εκπαίδευσης, της πιο αποτελεσματικής τους εκπαίδευσης και συνολικότερα του Δημόσιου Ελληνικού Σχολείου.