Το νέο «Μακεδονικό» πρόβλημα αναδύθηκε μέσα από το βίαιο για την ευρύτερη περιοχή μας κλείσιμο του «βραχέος 20ου αιώνα» και του περάσματος στον 21ο αιώνα. Σ’ εκείνη τη φάση της δύσκολης μετάβασης η χώρα μας δεν κατόρθωσε να επεξεργαστεί ένα εθνικό σχέδιο που θα ανταποκρινόταν στις νέες πραγματικότητες, βάσει του οποίου η χώρα θα ξανατοποθετούσε οραματικά και προοπτικά τον εαυτό της στην υπό αναδιαμόρφωση γειτονιά της.

Δεν έγινε αντιληπτό ότι, για να απορροφηθούν οι κραδασμοί που η δύσκολη μετάβαση στον 21ο αιώνα συνεπαγόταν για την περιοχή μας, η χώρα μας, ως μικρή μεν χώρα αλλά με λυμένα τέτοιου είδους προβλήματα, μπορούσε να γίνει φορέας σταθερότητας και δύναμη συνέχειας στην περιοχή: να συμβάλει δηλαδή όσο το δυνατόν στη διατήρηση των νημάτων συνέχειας που θα πρόσφεραν μια βάση ταυτοτικής, κοινωνικής και οικονομικής βεβαιότητας στους ντόπιους πληθυσμούς.

Πράγματι το 1992 στην ΠΓΔΜ κυριαρχούσαν πολιτικές δυνάμεις που αναζητούσαν απεγνωσμένα τα νήματα συνέχειας -επομένως στοιχειώδους βεβαιότητας– με το πρόσφατο παρελθόν της. Στη δική μας χώρα αντιθέτως, κι ενώ υπήρχαν σημαντικές πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις, οι οποίες έτεμναν οριζόντια το πολιτικό σύστημα και οι οποίες διέβλεπαν την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου εθνικού σχεδίου προσαρμοσμένου στο πρόβλημα της μετάβασης στον 21ο αιώνα, επιβλήθηκαν τελικά στο κεντρικό πολιτικό πεδίο εθνικιστικές δυνάμεις.

Το κεντρικό πολιτικό σύστημα, παγιδευμένο στη δεξιά, εθνικιστική ρητορική του Σαμαρά και των δυνάμεων εκείνων που βρήκαν ευκαιρία να διεκδικήσουν δημόσιο, κεντρικό ρόλο στο όνομα μιας εθνικοφροσύνης άλλων εποχών, αντί να επεξεργαστεί ένα νέο εθνικό σχέδιο, ξαναδανείστηκε, από αδράνεια – οκνηρία ή και από συμφέρον, το σχέδιο μιας άλλης, μακρινής μετάβασης (αυτής από τον 19ο στον 20ο αιώνα). Μιας μεγάλης και επώδυνης μετάβασης, στη διάρκεια της οποίας ωστόσο η Ελλάδα είχε λήξει οριστικά και αμετάκλητα το ελληνικό Μακεδονικό.

Το τότε κεντρικό πολιτικό σύστημα, λοιπόν, επικαιροποιώντας με συγγνωστή ελαφρότητα τα εργαλεία του τέλους του 19ου – αρχών 20ου αιώνα, καθιστούσε τη χώρα μας μέρος του βαλκανικού προβλήματος του 21ου αιώνα. Συνέβαλε δηλαδή στη βαλκανοποίηση α λα τέλος του 19ου αιώνα της περιοχής αλλά και της χώρας μας: βαλκανοποίηση (κατακερματισμός, εθνικιστικοί και οικονομικοί ανταγωνισμοί) πολύ βολική για τις μεγάλες ευρωπαϊκές, και όχι μόνο, δυνάμεις.

Προσπάθειες δεκαετιών λοιπόν εξευρωπαϊσμού της χώρας κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος, γιατί -όπως αποδείχθηκε και με την κρίση- ακόμα και το εθνικό σχέδιο εξευρωπαϊσμού ήταν χτισμένο στην άμμο: ένα σχέδιο που, χωρίς συνείδηση των συνεχειών της γεωγραφίας, της ιστορικότητας και των πραγματικοτήτων της χώρας και της περιοχής, δεν διαμορφώθηκε αναστοχαστικά σε σχέση με την Ιστορία της χώρας, αλλά παθητικά ως μίμηση της πολιτικής των μεγάλων, ευρωπαϊκών ή διεθνών δυνάμεων στην περιοχή. Αυτό ήταν ο ευρωπαϊσμός και η εθνική πολιτική γι’ αυτές τις δυνάμεις. Γι αυτό άλλωστε εγκλωβίστηκαν τόσο εύκολα στην πίεση που άσκησαν οι πλέον αντιευρωπαϊκές δυνάμεις της χώρας.

Η Ελλάδα βέβαια γινόταν εκ των πραγμάτων σημείο σταθερότητας, συνέχειας και βεβαιότητας για το μέλλον για τους εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες που έρχονταν εδώ. Όμως το κεντρικό πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε αυτή την πραγματικότητα να την αξιοποιήσει στο πλαίσιο μιας εξωτερικής πολιτικής αλληλεγγύης και ισότιμης συνεργασίας με την άμεση γειτονιά της.

Δεν αντιλαμβανόταν ότι, στο περιβάλλον των ακραίων νεοφιλελεύθερων ανταγωνισμών που ανέπτυσσαν οι ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, η ισχύς της χώρας εξαρτιόταν από την ανάσχεση της βαλκανοποίησης της γειτονιάς της, επομένως και της ίδιας της Ελλάδας. Αντιθέτως άφηνε στην άκρη το «Μακεδονικό» θεωρώντας ότι θα το επιλύσει διά της (εξ)αγοράς.

Το 2008 το ελληνικό κεντρικό πολιτικό σύστημα αποδέχτηκε μεν, για τους γνωστούς λόγους, τη σύνθετη ονομασία, ωστόσο δεν έβρισκε συνομιλητή από την άλλη μεριά. Εκεί, μετά την ήττα των πιο μετριοπαθών δυνάμεων, είχαν επικρατήσει δυνάμεις του πιο γκροτέσκου αναθεωρητισμού και αρχαιοπληξίας με αλυτρωτικές απολήξεις, που, αντί να λύνουν το μείζον πρόβλημα του μικρού αυτού κράτους το βαλκανοποιούσαν με ταχύτητα.

Σήμερα, μετά τις περιπέτειες που έχει περάσει η χώρα, μετά τον απομονωτισμό και την αβεβαιότητα που βίωσε και βιώνει η ΠΓΔΜ, κυριαρχούν δυνάμεις και στις δύο πλευρές με βούληση να λύσουν το νέο «Μακεδονικό».

Καταρχάς στην Ελλάδα, υπάρχει στο κεντρικό πολιτικό σύστημα μια ισχυρή πλέον αριστερή, συμπαγής και αρραγής δύναμη (ΣΥΡΙΖΑ), ικανή να ενοποιήσει, στο πλαίσιο ενός νέου εθνικού σχεδίου προσαρμοσμένου στις πραγματικότητες του 21ου αιώνα, όλες τις αντιεθνικιστικές δυνάμεις που τέμνουν οριζόντια το πολιτικό, δημοκρατικό σύστημα. Στη γειτονική χώρα επίσης έχουν επιβληθεί στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο αντεθνικιστικές, αντιαλυτρωτικές πολιτικές δυνάμεις.

Δεύτερον, σε μια περιοχή μείζονος αβεβαιότητας και αναθεωρητισμού, γίνεται πια σαφές ότι νέο πολιτικό, εθνικό σχέδιο χωρίς συνέπεια και συνέχεια στη γεωγραφία, χωρίς ιστορική συνέχεια (και όχι με γεωγραφικά και ιστορικά άλματα στο κενό) δεν μπορεί να υπάρξει. Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα κυριαρχεί πια μια αριστερή πολιτική δύναμη για την οποία η ευρωπαϊκότητα συνδέεται άρρηκτα με τη γεωγραφικότητα, με τη συνεργασία στη βάση ισότητας και αλληλεγγύης με τη γειτονιά μας.

Αυτό μπορεί να ενοποιήσει οριζόντια δυνάμεις για τις οποίες η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκή χώρα, όχι γιατί μιμείται τη βαλκανική πολιτική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά γιατί γίνεται φορέας αποβαλκανοποίησης των Βαλκανίων. Είναι πλέον σαφές ότι, όσο βαλκανοποιούνται πολιτικά και οικονομικά οι γειτονικές μας χώρες, τόσο βαλκανοποιείται και η δική μας.

Τρίτον και σημαντικότερο, κυριαρχούν και στις δύο πλευρές πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν την αποκατάσταση των ιστορικών συνεχειών και όχι τις ρήξεις των ιστορικών αλμάτων. Έτσι, στην ονομασία ΠΓΔΜ το μεν Μ σημαίνει Μακεδονία, το δε Π σημαίνει πρώην και αναφέρεται στο «γιουγκοσλαβική». Όσο το πλαίσιο αναφοράς μιας χώρας ορίζεται ως πρώην (πρώην γιουγκοσλαβική), τόσο το κράτος είναι σε παρένθεση, επομένως το έδαφος του σε ενδεχομενική διεκδίκηση.

Αυτό που εξασφαλίζει την ιστορική συνέχεια με το πρόσφατο παρελθόν είναι το Μ στο όνομα ΠΓΔΜ που εμείς χρησιμοποιούμε. Αυτό που εκκρεμεί είναι να αντικατασταθεί αυτό που κατέρρευσε (γιουγκοσλαβική), ώστε να αποκατασταθεί η συνέχεια από τον 20ο στον 21ο αιώνα. Σύνθετες ονομασίες, με χρήση από όλους, όπως αυτή που, για παράδειγμα, ακούστηκε -«Νέα Μακεδονία»- σηματοδοτεί μεν το πέρασμα από τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία σε μια νέα, αλλά αποκλείει τη συμπερίληψη της παλιάς Μακεδονίας. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλες τέτοιου τύπου σύνθετες ονομασίες.

Έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να επιλύσουμε εμείς με τη γειτονική μας χώρα τα προβλήματά μας συναινετικά και αλληλέγγυα. Οι στείροι τακτικισμοί είτε αποκαλύπτουν την αδυναμία οραματισμού για ένα νέο εθνικό σχέδιο είτε καλύπτουν ακροδεξιούς, εθνικιστικούς ακροβατισμούς.

Η Σία Αναγνωστοπούλου εναι Καθηγήτρια Ιστορίας, βουλευτής

Aπό τα “Ενθέματα” της Αυγής