Θυμόμαστε σήμερα το άρθρο του Στέφανου Τσιτσόπουλου από το 2016:
Η Ξάνθη των αρχών του ’80 ήταν μελαγχολική. Ψέματα. Δεν ήταν. Εγώ την έβλεπα έτσι. Μια χαρά ήταν η Ξάνθη, με τις καριόκες του Παπαπαρασκευά, το μεγάλο ρολόι, το πάρκο με θέα τον ποταμό Κόσυνθο, τον Ερμογένη, την ομάδα μπάσκετ, να παλεύει να ανέβει Β’ Κατηγορία και την ΑΟΞάρα, την ποδοσφαιρική ομάδα δηλαδή, να προθερμαίνεται για τα σαλόνια της Α’ Εθνικής. Καλό φαγητό στο εστιατόριο «Κληματαριά», καθαρός αέρας, έθνικ χρώματα, πανέμορφα κορίτσια, άπειρα σινεμά, με πιο αγαπημένο μου «Τα Ολύμπια». Έβλεπα ταινίες και ίσως γι’ αυτό ήμουν μελαγχολικός. Αναρωτιόμουν αν ποτέ θα συναντήσω τη Νέα Υόρκη του «Σέρπικο», αν θα με αξίωνε ο Θεός να περάσω τα σύνορα του Νέστου και να χαθώ στον κόσμο. Ήθελα να πιω καφέ με τον Αλ Πατσίνο, αν οι χρησμοί του Έρικ Μπάρτον έβγαιναν αληθινοί: we’ve got to get out of this place.
Στο κέντρο ο Ντέιβιντ Γκίμπσον, Άγγλος καθηγητής στον Στρατηγάκη Ξάνθης. Η μπάντα του, ο Θείος Εδουάρδος, με αριστερό κιθαρίστα τον Θόδωρο Γαβρινό και εκ δεξιών τον Γιάννη Χυτήρογλου, ήταν η πρώτη ροκ μπάντα που είδα στη ζωή μου. Έπαιζαν το “Play with the fire” των Stones καλύτερα και από τον Κιθ Ρίτσαρντς. Όχι, αλλά εγώ έτσι νόμιζα.
Το πιο δυνατό όμως χαρτί της πόλης ήταν πως η Ξάνθη των αρχών του ’80 άκουγε εξαίσιο ροκ εν ρολ λόγω της Φωνής της Αμερικής, που οι αναμεταδότες της για τη Μέση Ανατολή ήταν στημένοι στο παραθαλάσσιο χωριό Μυρωδάτο. Οι djs του «αμερικάνου», όπως αποκαλούσαμε οι ντόπιοι αυτούς που κάναν πρόγραμμα, έπαιζαν ένα ανελέητο ροκαμπίλι αλλά και κάντρι. Άκουσα Τζόνι Κας στα 14, αν και τα «ευρωπαϊκά» μου άρεζαν πιο πολύ. Δεν τα έπαιζε κανένας, τα αγόραζα όμως από το δισκοπωλείο «Ντο Ρε Μι» του κυρίου Νίκου Μετζιδιέ. Κι όταν μιλώ για «ευρωπαϊκά», εννοώ πανκ και νιου γουέιβ, τα γούστα μου, γιατί από λαλατζίδικα ντίσκο μια χαρά χόρευε η πόλη μου στην ντίσκο «Πήγασος».
Ένα απόγευμα χαλβαδιάζοντας τους XTC, ένας μαλλιάς μαυροφορεμένος στα πέτσινα σήκωσε μια ντάνα με Sex Pistols, Clash, Siouxie. Έστησα αυτί καθώς μιλούσε με τον δισκοπώλη. «Θα ανοίξω μια ροκ παμπ. Θα την πω Guernica. Θα έχω συνέταιρο τον Λάζαρο Σκονίδη και θα παίζουμε ροκ». Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Λάσκαρη Κοτόρνο. Η Ξάνθη τότε ήταν μια καραδεξιά πόλη και δεν μιλώ μόνο για το ότι έβγαζε Νέα Δημοκρατία με 90 τοις εκατό, αλλά αναφέρομαι στον συντηρητισμό της. Ευαίσθητη περιοχή λόγω Θράκης και ελληνοτουρκικών σχέσεων, και κουμπωμένη λόγω του Πολυτεχνείου, που ανέβαζε για σπουδές ένα κάρο «επικίνδυνους» Αθηναίους. Θυμάμαι έναν τεράστιο σε όγκο, με μακριά μαλλιά και γένια, φτυστός ο Φρανκ Ζάπα – αυτό και το παρατσούκλι του. Διάβαζα σαν φυτό και άκουγα δίσκους, αυτό έκανα την εποχή εκείνη. Έπαιρνα εγκύκλια γνώση για να περάσω στο πανεπιστήμιο και να δραπετεύσω και απομνημόνευα όλες τις τοποθεσίες-πληροφορίες των βινυλίων ώστε μια μέρα να επισκεφτώ τις γαίες της ελευθερίας. Το Άσμπουρι Παρκ του Μπρους Σπίνγκστιν και τις Δίδυμες Πολυκατοικίες της Γλασκόβης στο εξώφυλλο του «New Cold Dream» των Simple Minds.
Η δισκοθήκη του Λάσκαρη Κοτόρνου. Άπειρες νύχτες σκέφτηκα να μπω σαν κλέφτης και να σηκώσω αυτά τα διαμάντια.
Με το που άνοιξε η «Guernica Pub», έγινε πρώτο θέμα συζήτησης. Η μαμά μου μού είπε: «Ένας μαλλιάς με έναν φίλο του άνοιξαν ροκ μπαρ δίπλα σχεδόν από το σπίτι μας. Είμαι σίγουρη πως συχνάζουν παιδιά που παίρνουν ναρκωτικά, και κορίτσια σουρλουλούδες. Πρόσεξε μην τυχόν και…» Αυτή ήταν η επέλαση του ροκ εν ρολ στην Ξάνθη. Κι έτσι έγινε δεκτή: εμείς είχαμε τρελαθεί από τη χαρά μας και οι «μεγάλοι» από τον φόβο τους για τα χρηστά ήθη που κινδύνευαν. Το όνομα Λάσκαρης Κοτόρνος προκάλεσε διφορούμενα συναισθήματα. Έτσι αποφάσισα μόνος μου να περάσω το κατώφλι και να κάνω πράξη τις προσταγές του Ίγκι Ποπ. Gimme danger!
Ο Λάσκαρης στο πόστο του. Χιλιάδες νύχτες με τσιγάρα Astor και ροκ εν ρολ στο πικάπ.
Πήγα νωρίς, στις 9, μόλις είχαν ανοίξει, καλά καλά δεν είχαν χαμηλώσει τα φώτα. Παράγγειλα ρόσο αντίκο με πορτοκαλάδα, εντελώς φλώρος, και χάζεψα τη διακόσμηση. Δίπλα στα πικάπ, ένα πόστερ του Μπόουι. Πίσω από τη μικρή πίστα ήταν ζωγραφισμένο το ομώνυμο έργο του Πικάσο. Ο Κοτόρνος σχεδόν με αγριοκοίταξε, μου πήρε χρόνια για να καταλάβω πως αυτό το μουρτζούφλικο ύφος του, σήμα κατατεθέν, κάθε άλλο παρά ζοχάδα και τσατίλα κουβαλάει. Πως είναι η πανοπλία του, πολλώ δε τότε που τα πράγματα ήταν ζόρικα. Καρατρυφερός ήταν και συνεχίζει να είναι μέχρι σήμερα. Λιπόσαρκος, νευρικός, και με ιδιαίτερη προφορά θρακιώτικη με μασημένες λέξεις και συνεχείς χειρονομίες.
Ο Λάσκαρης βαράει One Step Beyond από Madness και η Ξάνθη καίγεται από τον χορό.
Το μαγαζί άρχιζε να γεμίζει. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, που έπρεπε να φύγω, είχαν σκάσει μύτη όλα τα «περίεργα» παιδιά της πόλης. Ο Νάκης –Τζίνο- Φιλιππίδης, αρχιερέας του χέβι μέταλ Ξάνθης με το τζιν φετιχιστικό μπουφάν του και τις εκατοντάδες κονκάρδες. Το τρίο των αφιονισμένων πανκ ρόκερ, που το απάρτιζαν ο Γιάννης και η αδελφή του Βίκυ Σινανά, με τον Γιώργο Κιετζή. Το περφέκτο του Γιάννη έγραφε: «η ζωή είναι κώλος, αν δεν τη γαμήσεις, σε έχεσε». Στην «Guernica» εκείνη τη νύχτα ένιωσα υπέρτατα ευτυχισμένος. Ένιωσα πως αποτελώ μέλος του επικίνδυνου κόσμου. Αισθάνθηκα πιο ζόρικος και από τον Σιντ Βίσιους, ροκ εν ρολ, γαμώ την πουτάνα μου. Πού ήταν όλοι αυτοί κρυμμένοι; Στο σπίτι τους, ήταν η απάντηση, και επιτέλους που άνοιξε το μαγαζί και οι φυλές άρχισαν να συσπειρώνονται. Ήταν δακτυλοδεικτούμενοι στην Ξάνθη τότε όσοι δεν φορούσαν ρουχαλάκια από τους νεωτερισμούς «Mode» ή Lacosteάκι look καλού παιδιού, προτιμώντας αγκράφες, παραμάνες και σχισμένα τζιν.
Νάκης -Τζίνο- Φιλιππίδης και Νίκος Ανταμπούφης. Από την εποχή που έπαιζε στη διαπασών το “The kids are allright” των Who.
«Πού ήσουν;» ρώτησε η μάνα μου. «Στη Ροτόντα για μπιλιάρδο, και ξεχάστηκα». Όλη νύχτα από την έξαψη δεν κοιμήθηκα, πήγα για πρώτη φορά σε ροκ κλαμπ και σημείωνα τα τραγούδια που έπαιζε ο Κοτόρνος κι εγώ δεν τα ήξερα. Γιατί εγώ ήμουν ασκούμενο πουλί, ενώ ο τύπος έπαιζε παπάδες. Romeo Void και Spherical Objects. Fad Gadget και Throbbing Gristle. Ο Λάσκαρης Κοτόρνος έφερε το ροκ εν ρολ στην Ξάνθη. Κάθε Σάββατο αλλά και στη ζούλα μερικές καθημερινές έπιανα στασίδι μπροστά του. Τρίτη ή τέταρτη φορά, με ρώτησε ποιος είμαι. Του συστήθηκα αλλά μάλλον δεν του έκανα εντύπωση. Γύρω μου υπήρχαν ατομάρες που όχι απλώς άκουγαν αλλά και το ζούσαν: ο Μάκης Μάλαμας με τη μηχανάρα του, τα μέλη των συγκροτημάτων TNT, Remembering και Θράκες, με τις μορφές (ανακατεμένα τους μνημονεύω) Γιάννη Δούκογλου, Γιώργο Μιχαλιτσλή, Δημήτρη Μελίδη, Κούλη Γιάντσιο, Θεολόγη Αλεξανδρίδη.
Kick out the jam motherfuckers! Λάσκαρης Κοτόρνος και Κούλης Γιάντσιος χορεύουν MC5.
Σε κάποια φάση έβαλε Velvet από «Banana» και η Αλεξία Γιανναρά, κουκλάρα της εποχής και επιθυμία τρελή για όλα τα αγόρια, σηκώθηκε στην πίστα και χόρεψε το «Waiting for the man». Ερωτισμός, κίνδυνος, μαλμποριές, μουσικάρες. Στην «Guernica» ζούσα πάντα σε έκσταση. Και η Ξάνθη άρχισε να ξεπερνάει τις πρόστυχες φήμες και όλη η πόλη, φοιτητές και ντόπιοι, να ροκάρει. Motorhead και Bauhaus, Iron Maiden και Clash, η ροκ μηχανή-Κοτόρνος έπαιζε για όλον τον λαό, δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακούσεις το τραγούδι σου. Ο τύπος κατείχε το άθλημα όπως ο Μπούμκα το επί κοντώ και ο Ρον Τζέρεμι τα μυστικά του σεξ. Την ημέρα άραζε στο κεντρικό καφενείο της πλατείας. Απέναντι άφηνε πάντα τη μηχανάρα του, ένα μαύρο πετούμενο όπως στο Mad Max. Ο Λάκης Κοτόρνος ήταν, είναι και θα είναι το πιο ροκ άτομο που έβγαλε η Ξάνθη. Ήταν αναπόφευκτο να γίνουμε φίλοι, να τον διορίσω γκουρού μου και να του ζητώ να μου γράφει σε κασέτες τους θησαυρούς του, αφού η τσέπη μου δεν άντεχε πέρα από τρεις δίσκους τον μήνα, αλλά η ψυχή μου ήθελε όλη τη δισκοκριτική του «Ποπ και Ροκ».
Στην παμπ “Guernica” άκουσα και χόρεψα πρώτη φορά με live συγκροτήματα. Ντόπια, δικά μας, Ξανθιωτάκια αφιονισμένα.
Σήμερα η παμπ «Guernica» παρτάρει για να γιορτάσει τα 36 της χρόνια. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που κατρακυλώ στις αναμνήσεις. Αδυνατώ να είμαι εκεί, θα θυμάμαι όμως πάντα πως εξαιτίας της μουσικής που μου έμαθε κατάφερα να δημοσιογραφήσω και να κάνω την τύχη μου πέρα από τον Νέστο. Να μην μπλέξω με τα μπουζούκια ή τις ντισκομαλακίες, να μάθω να ντύνομαι και να φέρομαι μαύρα πέτσινα και σωστά και, όταν ακούω το «My My, Hey Hey», να ουρλιάζω Νιλ Γιανγκ και ρολ εν ρολ can never die. Βαρούσε τα καλύτερα ο Κοτόρνος ο ροκ θεός. Στη Νέα Υόρκη με το «CBGBs», στο Μάντσεστερ με τη «Hacienda» και στη Θεσσαλονίκη με το «Berlin», οι άνθρωποι τιμούν ακόμα και μνημονεύουν την ιστορία με τα καλύτερά τους χρόνια. Το ίδιο θέλω να πιστεύω πως συμβαίνει και με την Ξάνθη. Όχι μόνο απόψε, αλλά και κάθε νύχτα στην πλατεία Αντίκα, όπου η «Guernica» μετακόμισε μετά από μια μακριά παύση. Η πόλη άλλαξε, εκσυγχρονίστηκε, η ποδοσφαιρική ομάδα εδραιώθηκε στην Α’ Εθνική, οι καριόκες παραμένουν σήμα κατατεθέν, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τον Λάσκαρη. Μουντρούχος και ζοχάδας, αλλά είπαμε, μην κρίνεις από το φυζίκ, είναι καρδιά τεράστια και ψυχή μεγάλη. Εκεί, κάθε βράδυ, δίπλα στον μπάρμαν, γουστάρει μουσική το άτομο. Είναι σκέτη μουσική από μόνος του.
Alive and kicking. Ο Λάσκαρης Κοτόρνος μια ζωή dj, στο γνώριμο πόστο.
Πάω τακτικά και το καλωσόρισμά του στο πρόσωπό μου γίνεται ως εξής: μου στέλνει μια βότκα πορτοκαλάδα, αφού δεν βγαίνει πια ρόσο αντίκο, και στο καπάκι ρίχνει Green On Red «Time Ain’t Nothing» και «Swimming» από Zounds. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο, κανένα παραισθησιογόνο και κανένα όπιο σαν αυτά που τραβούσε ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον κινέζικο τεκέ της ταινίας «Κάποτε στην Αμερική». Και επιστρέφω σε κείνη την Ξάνθη των αρχών του ’80, στα όνειρα, τις επιθυμίες, τις νεανικές παρέες, που σήμερα μπορεί να γκριζάρισαν, μα τότε είχαν το μαλλί κοκκόρι και όταν ο τυπάρας έσπρωχνε στα ηχεία το «I fought the law» σε εκτέλεση Clash, στο μαγαζί ράγιζαν τα πατώματα. Τιμή και δόξα επομένως στον άνθρωπο αλλά και στο στέκι που κόμισαν στην Ξάνθη διεθνή πολιτισμό. Αλλιώς, άνευ πλάκας, ακόμα Σαλαμπάση και «Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς» θα ακούγαμε. Το φετινό καρναβάλι, αν σε βγάλει ο δρόμος, αφού η Ξάνθη είναι πρωτεύουσα της μασκαράτας και της χαράς, πέρνα για ένα γεια. Μπορεί να με πετύχεις να κάθομαι στη γωνία. Μπορεί και όχι. Αλλά τον Λάσκαρη θα τον βρεις σίγουρα εκεί. Να του δώσεις χαιρετίσματα πολλά.