Η εφαρμογή της σαρία κινείται αντίθετα με τις αξίες του δυτικού κόσμου ενώ ακόμη και στα φανατικά ισλαμικά κράτη, η εφαρμογή της συναντά αντιστάσεις. Η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που εφαρμόζει τον ιερό ισλαμικό νόμο σε περιπτώσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη και αναθέτει δικαστικές αρμοδιότητες σε θρησκευτικό ηγέτη. Οι πρόσφατες εξελίξεις για το ζήτημα επισπεύσθηκαν καθώς εκκρεμεί στην ευρεία σύνθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η υπόθεση γυναίκας που διεκδικεί κληρονομιά του πατέρα της, κόντρα στις αποφάσεις του ιεροδικείου.
Ο περιορισμός και η σταδιακή αποδυνάμωση της Σαρία που εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας αν και μοιάζει αυτονόητη για ευρωπαϊκή χώρα κινείται αντίθετα με το κλίμα της εποχής και για το λόγο αυτό κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική.
Δύσκολη εποχή για μεταρρυθμίσεις
Ας μη γελιόμαστε, εκτός από την ακροδεξιά ένα μεγάλο μέρος του συντηρητικού κόσμου, ίσως και παραπέρα, πιστεύει ότι τα ζητήματα της μειονότητας ήταν λυμένα με την καταπίεση 70 ετών και άρα κάθε μεταρρύθμιση και άρση διακρίσεων προκαλεί ενόχληση, άλλοτε ορατή και άλλοτε συγκαλυμμένη κάτω από γενικόλογες διακηρύξεις για ”ισονομία-ισοπολιτεία” με αμέτρητους αστερίσκους.
Η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ως απόρροια της επιθετικής στάσης της γείτονος και των εσωτερικών της προβλημάτων και η κοινωνική αναταραχή στο εσωτερικό, φέρνουν και πάλι αυτές τις απόψεις στο προσκήνιο. Η έξαρση των εθνικισμών προκαλεί γενικευμένη αμφισβήτηση και πίεση για πισωγυρίσματα σε όλες τις πολιτικές που οδήγησαν στην άρση της απομόνωσης τα τελευταία 25 χρόνια, με έμφαση στα εκπαιδευτικά ζητήματα.
Για την ακρίβεια, το κλίμα θυμίζει έντονα μέρες του ’90, όταν οι ίδιες δυνάμεις θεωρούσαν ότι οι διοικητικές διακρίσεις ήταν επιβεβλημένες και οι διεκδικήσεις θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη μειονότητα ήταν «εθνικό πρόβλημα». Οι απόψεις αυτές επανέρχονται στο δημόσιο λόγο επαναλαμβάνοντας ρητορικά σχήματα εκείνων των εποχών και προτάσεις για άσκοπες επιτροπές και άλλες ιδέες που δοκιμάστηκαν στο χρόνο και απέτυχαν. Το μόνο που πέτυχαν ήταν η αναβάθμιση των «επαγγελματιών σωτήρων» της Θράκης αλλά και σπατάλη τεράστιων ποσών ακόμη και με τη μορφή επιχειρηματικών επιδοτήσεων αφού σε αυτή την εργαλειακή ρητορική της «ευαίσθητης Θράκης» βασίστηκαν τα περιβόητα «κίνητρα» της Θράκης, που έφεραν μόνο σκάνδαλα και «κουφάρια» εργοστασίων, όπως επεσήμανε πρόσφατα και ο Πρωθυπουργός.
Περιέργως οι ακραίες απόψεις στο εσωτερικό ταυτίζονται με αυτές του Τουρκικού Προξενείου, καθώς αμφότερες στοχεύουν σε μια μειονότητα υποτελή και εγκλωβισμένη στους δύο εθνικισμούς. Η Σαρία άλλωστε αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα υποταγής σε ένα απαρχαιωμένο πλαίσιο, όπου το βάρος πέφτει στη χειραγώγηση των αποφάσεων και, συνεπακόλουθα, στη διαιώνιση ενός πελατειακού μηχανισμού, που συνιστά αρνητική διάκριση. Που δεν εφαρμόζεται ούτε στην Τουρκία.
Εξουσία και βαθύ κράτος – Πολιτική και υποκρισία
Δεν είναι μυστικό ότι η διακυβέρνηση δεν σημαίνει απαραίτητα και εξουσία, ότι μηχανισμοί του βαθέως κράτους παραμένουν ισχυροί και υπονομεύουν οποιαδήποτε πολιτική επιλογή , ακόμη και αν πρόκειται για προσωπική απόφαση του ίδιου του Πρωθυπουργού, που γνωρίζει μάλλον καλύτερα από όλους τους Υπουργούς του, τα ζητήματα της Θράκης. Τα πρόσφατα παραδείγματα είναι πολλά ενώ οι φωνές που έχουν ακουστεί ακόμη και στο πλαίσιο επιστημονικών συλλόγων σε σχέση με επιχειρούμενες αλλαγές, είναι ακραίες και επικίνδυνα εθνικιστικές.
Υπό την έννοια αυτή, λοιπόν, η εξαγγελία Τσίπρα για κατάργηση της υποχρεωτικής προσφυγής στο Μουφτή και ενίσχυσης του αστικού δικαίου, έρχεται κόντρα στο κλίμα που επικρατεί και πλήττει τον πυρήνα του βαθέως κράτους. Υπάρχουν βέβαια και οι απόψεις που ζητούν άμεση και πλήρη κατάργηση της Σαρία, όμως φαίνεται ότι ο δικαιωματικός χώρος προκρίνει τελικά τη λύση που επέλεξε η κυβέρνηση καθώς οδηγεί σε μια de facto και ουσιαστική κατάργηση της σαρία από την πραγματικότητα και την ίδια τη μειονότητα. Δεν είναι κάτι εντυπωσιακά αριστερό αλλά στην Ελλάδα το αυτονόητο έχει φτάσει να θεωρείται προηγμένο και η ατζέντα αυτή αριστερή ενώ σε όλο το δυτικό κόσμο είναι απλώς φιλελεύθερη.
Υπάρχουν και αυτοί που συμφωνούν δημόσια, όπως ο Ε. Βενιζέλος ή η Ν. Μπακογιάννη αλλά τα κόμματά τους ποτέ δεν τόλμησαν να νομοθετήσουν, ούτε στις «καλές» εποχές. Έτσι σύντομα στη Βουλή θα τεθούν προ των ευθυνών τους τα παλιά κόμματα, που στα χρόνια της κρίσης έχουν συντηρητικοποιηθεί επικίνδυνα. Σήμερα, μεταχειρίζονται μια επιλεκτική διγλωσσία, καθησυχάζοντας -από τη μία- τη μειονότητα χωρίς να παίρνουν ρητή θέση και ικανοποιώντας -από την άλλη- εθνικιστικούς και υπερσυντητηρικούς κύκλους, σε μια μικροπολιτική λογική. Άρα θα πρέπει να τοποθετηθούν στον πιο επίσημο τόνο για να διαμορφώσουν άποψη τα σύνοικα στοιχεία στη Θράκη .
Νομοθέτηση χωρίς πισωγυρίσματα
Απομένει να προχωρήσει η κυβέρνηση και να νομοθετήσει χωρίς πισωγυρίσματα και χωρίς να υποκύψει στις πιέσεις που θα ξεκινήσουν από πολλούς χώρους. Όταν ολοκληρωθεί, θα είναι μια από τις εξέχουσες θεσμικές αλλαγές στα μειονοτικά ζητήματα, ίσως η πιο σημαντική μετά την άρση των διακρίσεων και η πλέον χειροπιαστή σε νομοκανονιστικό επίπεδο στον αιώνα που έχει διανύσει η συνύπαρξη στη Θράκη. Ταυτόχρονα, αίρει το βαρετό επιχείρημα όσων χρησιμοποίησαν μέχρι σήμερα τη Συνθήκη της Λωζάνης ως πρόσχημα για να διαιωνίζουν στρεβλώσεις και αναχρονισμούς.
Ο σεβασμός των συνταγματικών κανόνων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να είναι επιλεκτικός ούτε να συναρτάται με το θρήσκευμα, την καταγωγή, τη γλώσσα, το πώς αισθάνεται κάποιος και πως επιβάλλουν κάποιοι ότι «θα έπρεπε» να αισθάνεται για να είναι αρεστός . Άρα η πρωτοβουλία της κυβέρνησης είναι μια καλή αρχή για να θίξει όλο το φάσμα των προβλημάτων στη Θράκη που συνθέτουν η εκπαίδευση, η θρησκευτική εκπροσώπηση, οι βακουφικές περιουσίες. Όχι γιατί είναι μια διμερής διαφορά αλλά γιατί ένα σύγχρονο κράτος οφείλει να λύνει τα προβλήματα των πολιτών του.
Και σύντομα θα υπάρξουν και άλλες προκλήσεις για όλες τις πολιτικές δυνάμεις και διλήμματα ανάμεσα στο μεσαίωνα και τον 21ο αιώνα…