Το νέο υπουργείο μεταναστευτικής πολιτικής από τον Σεπτέμβριο του 2015, ενταγμένο αρχικά στο υπουργείο Εσωτερικών και από τις 4 Νοεμβρίου 2016 ως αυτόνομο υπουργείο, είχε να αντιμετωπίσει μια πολυεπίπεδη κρίση που προκαλούσε η προσφυγική και η μεταναστευτική ροή προς την Ελλάδα και από την Ελλάδα αλλά και να διαχειριστεί τις πολιτικές της συνέπειες.
Είχε να αντιμετωπίσει επίσης τις πάγιες και τρέχουσες ανάγκες σε ζητήματα που αφορούν εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες στη χώρα μας. Καμία λοιπόν αντίρρηση για τη σύσταση ενός υπουργείου για το θέμα αυτό. Το αντίθετο μάλιστα. Ούτε και για την επιλογή του προσώπου, του Γιάννη Μουζάλα, ο οποίος προερχόμενος από τον χώρο του ιατρικού ακτιβισμού στον χώρο του προσφυγικού έδειχνε ότι θα μπορούσε να αξιοποιήσει γνώσεις και εμπειρίες που δεν προέρχονται από το γραφείο αλλά από το πεδίο.
Η πρώτη περίοδος ασφαλώς είχε πολλές και ειδικές δυσκολίες: απουσία διοικητικής υποστήριξης και δομών που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Η κατάσταση πραγμάτων απαιτούσε άμεση λήψης αποφάσεων σε ζητήματα που τραβούσαν σαν μαγνήτης την κακόπιστη κριτική. Έπρεπε ασφαλώς να συνδιαμορφωθούν κοινές ευρωπαϊκές στρατηγικές, προτάσσοντας κοινές νομικές λύσεις. Οι λύσεις αυτές δεν θα έπρεπε να αντιβαίνουν στο ενιαίο κεκτημένο των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του κράτους δικαίου που αποτελεί αξιακό, πολιτικό και κανονιστικό θεμέλιο λίθο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Ο υπουργός μετανάστευσης, λοιπόν, είχε έναν μπούσουλα που του υπαγόρευε το κεκτημένο αυτό εντός του οποίου έπρεπε να βρει τις λύσεις σε έναν περίπλοκο ομολογουμένως γρίφο, της υποδοχής και διαχείρισης προσφύγων και μεταναστών σε ένα αρνητικό ευρωπαϊκό περιβάλλον. Ωστόσο, τα δύο αυτά χρόνια έδειξαν ότι ο Γιάννης Μουζάλας δεν προσπάθησε να υιοθετήσει τα δικαιώματα του ανθρώπου ως απαράβατες εγγυήσεις κατά την άσκηση εξουσίας. Δεν επιχείρησε να αποτρέψει την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας ως προς την υποχρεωτική επιστροφή προσφύγων και μεταναστών στην Τουρκία. Αντίθετα, την υπερασπίστηκε και την εφάρμοσε, αν και εν τέλει χωρίς ιδιαίτερο πρακτικό αποτέλεσμα, όπως θα προσδοκούσαν οι υποστηρικτές της.
Η άποψη του υπουργού ότι η Τουρκία συνιστά αδιακρίτως “ασφαλή χώρα”, όχι μόνο δεν είναι υποστηρίξιμη αλλά και υποσκάπτει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα των δικαιωμάτων με ευρύτερες πολιτικές συνέπειες για τις δικαιοκρατικές σταθερές των κοινωνιών μας. Αλλά και στα ειδικότερα θέματα, όπως η παρέμβαση στο έργο και τη σύνθεση των δευτεροβάθμιων επιτροπών για το άσυλο που δεν ήταν αρεστές στην κυβέρνηση, η επιβολή γεωγραφικού περιορισμού στα νησιά, η μη έκδοση κανονισμών στα κέντρα φιλοξενίας, η πλημμελής προστασία των ανηλίκων και άλλων ευάλωτων ομάδων και η αδιαφορία για το μέλλον των “χωρίς χαρτιά” ανθρώπων, ο υπουργός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε πρωταθλητής των δικαιωμάτων.
Μάλλον το αντίθετο. Τα προτάγματα των δικαιωμάτων του ανθρώπου όφειλε να τα έχει πυξίδα και οδηγό, δεν ήταν απλά δευτερεύουσες ή διακοσμητικές επιλογές. Το ερώτημα, λοιπόν, πέρα από την κριτική που μπορεί να ασκήσει κανείς σ’ έναν υπουργό ακόμα και αδικώντας τον, αφορά την υποψηφιότητα του Γιάννη Μουζάλα για την θέση του Επιτρόπου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης που προωθεί η ελληνική κυβέρνηση. Η υποψηφιότητα φαίνεται να προκρίνει τις πολιτικές αποτροπής μεταναστών και προσφύγων, που έγιναν ίσως με έναν λιγότερο βάναυσο τρόπο αν συγκριθούν με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά εν τέλει λειτούργησαν σε γκρίζες και θολές ζώνες εκτός δικαιωμάτων.
Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η επιλογή αυτή φιλοδοξεί να επιβραβευτεί από τους Ευρωπαίους εταίρους μας για την πλήρη συμπόρευση της ελληνικής κυβέρνησης με τη βούληση της ΕΕ σε πολιτικές και πρακτικές που παρέκαμψαν αν δεν παραβίασαν τα δικαιώματα του ανθρώπου. Δεν θα είναι αντιφατικό, λοιπόν, σε έναν εμβληματικό θεσμό-φύλακα της κοινής σταθεράς των δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, -που παρεμπιπτόντως έχει ήδη ασκήσει κριτική στη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας- να προτείνεται να είναι επικεφαλής ένας άνθρωπος που κατά τη διάρκεια της υπουργικής του θητείας αδιαφόρησε για το αντικείμενο που θα κληθεί να υπηρετήσει;
* Κωστής Τσιτσελίκης, διδάσκει δικαιώματα του ανθρώπου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας