Η προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής και της διπλωματίας από την αριστερά συνήθως δεν είχε ολιστική αντιμετώπιση αλλά γινόταν με βάση τη συγκυρία.
Το σίγουρο είναι ότι δεν υπήρξε αναλυτική προσέγγιση του νέου περιβάλλοντος που διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση του διπολισμού Ανατολής Δύσης. Παρά τις σημαντικές προσωπικές συνεισφορές σύγχρονων θεωρητικών, ο κορμός της αριστεράς παρέμεινε σε μια κριτική με βάση ένα ιδεολογικό, πολιτικό και αξιακό φορτίο απότοκο μιας άλλης εποχής, που έκρυβε ταυτόχρονα στο πυρήνα της μια μακροχρόνια εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στον αριστερό πατριωτισμό και στο ταξικό χαρακτήρα αυτής της κριτικής.
Από την άλλη πλευρά, η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής είναι διαχρονικά από τα δυσκολότερα πεδία στα οποία κρίνονται οι ελληνικές κυβερνήσεις, λόγω του περίπλοκου γεωπολιτικού περιβάλλοντος της χώρας.
Επίσης είχε την παθογένεια ότι τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξε δέσμια της αντίληψης ότι αυτή μπορεί να ασκείται κυρίως στο κλειστό και προστατευμένο περιβάλλον της ΕΕ. Οπότε κάποιες στιγμές τα μεγάλα λόγια συμβάδιζαν με την παθητικότητα, τους συμβιβασμούς και την αδράνεια.
Χρειαζόμαστε και εφαρμόζουμε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που θα διασφαλίζει τα συμφέροντα τις χώρας και όλου του λαού. Κάτι τέτοιο έχει δυσκολίες έχει πολυπλοκότητα , αντιφάσεις, ταλαντεύσεις, δεν είναι μια ευθύγραμμη διαδικασία, χρειάζονται αναπροσαρμογές για να μας δώσει πολιτικούς οικονομικούς χώρους για διεθνή διεισδυτικότητα στο διεθνή καταμερισμό πολιτικής και εργασίας.
Η κυβέρνηση της αριστεράς από την πρώτη στιγμή στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής παίρνει υπόψη τα οικονομικά, πληθυσμιακά και γεωγραφικά μεγέθη της χώρας, τους συσχετισμούς δυνάμεων και συμφερόντων και επιχειρεί να αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της όπως τη γεωστρατηγική θέση της χώρας , την αξιοποίηση των αντιφάσεων – αντιθέσεων στην περιοχή, επιδιώκει να κερδίζει την εμπιστοσύνη κυβερνήσεων και λαών και να ενισχύεται ο αναπτυξιακός μοχλός . Και κυρίως να διασφαλίζει η χώρα τα συμφέροντα της σε μεταβολές που εμφανίζονται σε διεθνή επίπεδο.
Από τη μια η γεωγραφική θέση της Ελλάδας της προσφέρει αντικειμενικά τη δυνατότητα να διαδραματίσει έναν αυξημένο ρόλο μέσα στο διεθνές σύστημα ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή. Από την άλλη όμως υπάρχουν παράγοντες αστάθειας και εν δυνάμει κινδύνων, όπως οι συνεχείς διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και η συνεχιζόμενη κατοχή μέρους της Κύπρου, οι εθνικιστικές εξάρσεις μετά το 1989 στα Βαλκάνια.
Η εξίσωση έγινε ακόμη περισσότερο περίπλοκη με την υπαγωγή στο καθεστώς των μνημονίων και την ανάγκη οικοδόμησης διεθνών συμμαχιών για την επίτευξη μιας πολιτικής λύσης για την ανάκτηση της οικονομικής ανεξαρτησίας της χώρας και την ελάφρυνση του χρέους.
Ακριβώς σ’ αυτή τη συγκυρία ανέλαβε για πρώτη φορά την κυβέρνηση η ελληνική αριστερά. Φέροντας όλο το αξιακό φορτίο των πάγιων ανθρωπιστικών και ειρηνιστικών θέσεων της, που αντικειμενικά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με πρακτικές που εφαρμόζοντες επί χιλιετίες στις διεθνείς σχέσεις όπως το δίκαιο του ισχυροτέρου για το οποίο μιλά με αποτροπιασμό ο Θουκυδίδης στον Διάλογο των Μηλίων.
Κάθε προοδευτική και αριστερή κυβέρνηση στον πλανήτη εδώ και έναν αιώνα σχοινοβατεί ανάμεσα στα πολιτικά προτάγματα της και στις αναγκαιότητες της εξωτερικής πολιτικής. Η επιτυχία ή όχι αυτής της δύσκολης άσκησης ισορροπίας έχει πολλές φορές κρίνει τις συνολικές εξελίξεις.
Σ’ αυτά τα πρώτα τρία χρόνια της διακυβέρνησης φαίνεται από τα πραγματικά γεγονότα ότι η ελληνική κυβέρνηση της αριστεράς έχει θέσει έναν τριπλό στόχο.
* Να αποκαταστήσει το διεθνές γόητρο, κύρος και ρόλο της χώρας και να αξιοποιήσει αυτή την αναβάθμιση για την πολιτική λύση στο μεγάλο πρόβλημα του χρέους και της οικονομικής εποπτείας από το εξωτερικό. Χωρίς φυσικά να παραγνωρίζουμε την μεγάλη προσπάθεια που γίνεται με αντίστοιχα μεγάλη επιτυχία στο καθαρά οικονομικό και δημοσιονομικό πεδίο.
* Να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα εθνικά – λαϊκά συμφέροντα, να μην προβεί σε καμιά παραχώρηση σε αυτά λόγω των πιέσεων και δυσκολιών που φέρνει η αρνητική οικονομική συγκυρία.
* Να τηρήσει στάση αρχών στα μεγάλα ζητήματα της αλληλεγγύης και της φιλειρηνικής πολιτικής.
Στην πράξη ο συνδυασμός και των τριών στόχων σημαίνει: Να συνομιλεί και να αξιοποιεί κάθε γεωστρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας με όλους τους ισχυρούς του πλανήτη. Με τους εταίρους μας στην ΕΕ, με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα. Βρίσκοντας τρόπους να κατοχυρώνει με τον καθένα πολιτική και οικονομική συνεργασία ή καλή σχέση. Παράλληλα όμως να στηρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία απέναντι στις διεθνείς πιέσεις όπως στις πρόσφατες συνομιλίες στη Γενεύη, να διασφαλίζει τα ελληνικά δίκαια και συμφέροντα στο Αιγαίο. Και επίσης παράλληλα να δίνει από την πρώτη στιγμή τον αγώνα για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης απέναντι στο δράμα των προσφύγων και όχι για μια «Ευρώπη – φρούριο».
Η Ελλάδα αυτά τα χρόνια επιτυγχάνει ταυτόχρονα να διασφαλίζει τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο όπως επιθυμούν ΕΕ και ΗΠΑ και να διατηρεί καλές σχέσεις με το Ιράν και μια σειρά αραβικά κράτη που έχουν προβληματικές σχέσεις με τη Δύση. Να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ αλλά να εκφράζει την αντίθεση της στην παράταση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Μια τέτοια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική είχαν ακολουθήσει και οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου την δεκαετία του 80 και είναι από τα θετικά σημεία που τους αναγνωρίζει η ιστορία.
Η αστάθεια και οι ταλαντεύσεις στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν αποτελούν για την Ελλάδα «ευκαιρία» όπως φαντάζονται κάποιοι γιατί πολύ απλά η Ελλάδα δεν επιθυμεί κανένα ρόλο χωροφύλακα στην περιοχή. Επιθυμούμε σταθερότητα όχι δια της επιθετικότητας και της απομόνωσης κρατών αλλά μέσα από τις σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με όλους.
Με αυτονόητη υποχρέωση την διατήρηση του αξιόμαχου και της αποτρεπτικής ικανότητας των ενόπλων δυνάμεων στο επίπεδο που απαιτεί το συγκεκριμένο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Γνωρίζοντας όμως ότι η αποτελεσματικότερη αποτροπή είναι οι διεθνείς σχέσεις συνεργασίας και ασφάλειας. Και αξίζει να σημειώσουμε ότι όλοι οι ισχυροί διεθνείς παράγοντες έχουν εκφραστεί ότι η Ελλάδα είναι πολύτιμη διεθνώς ως φιλειρηνική δύναμη και παράγοντας σταθερότητας ακριβώς μέσα από τη συμμετοχή της στους διακρατικούς θεσμούς ως μια φωνή σύνεσης μέσα σ’ αυτούς.
Η αναβάθμιση της γεωστρατηγικής σημασίας της χώρας δεν αποτελεί λοιπόν αυτοσκοπό αλλά το μέσο για την οικοδόμηση συμμαχιών προς ταχύτερη επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, την διασφάλιση οικονομικής σταθερότητας σε όφελος των επενδύσεων και της ανάπτυξης, την στήριξη ειρηνιστικών και αλληλέγγυων πολιτικών στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας. Δεν ασκούμε κυνική ρεαλπολιτίκ αλλά πολιτική αρχών με κριτήριο αποτελεσματικότητας.
Και οπωσδήποτε ασκούμε εξωτερική πολιτική με στόχους, συνέπεια και σχέδιο. Ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση στο πιο κρίσιμο από όλα τα κρατικά ζητήματα, απλώς παραπαίει με ερασιτεχνισμό.
* Ο Παναγιώτης Σκούτας είναι διευθυντής υπουργού ΨΗΠΤΕ και μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ
Από το news247.gr