Τρία χρόνια συμπληρώθηκαν από το θάνατο ιστορικού της Ξάνθης, Θωμά Εξάρχου, το Νοεμβρη του 2014.
Υπήρξε μια μεγάλη μορφή της πόλης, με το πλούσιο και πολύτιμο συγγραφικό του έργο, έφυγε σεμνά, όπως ακριβώς έζησε. Διέσχισε και κατέγραψε με τις έρευνές του ένα κρίσιμο και συχνά ταραγμένο διάστημα της ιστορίας της πόλης. Όχι μόνο ως ερευνητής αλλά και με την φυσική του παρουσία, μεταφέροντας στις επόμενες γενιές μερικά από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της πόλης.
Παρότι υπήρξε εμπειρικός ιστορικός, εντούτοις η μεθοδολογία και η συστηματική του εργασία σε συνδυασμό με το πλούσιο έργο του, τον κατατάσσουν στους πλέον σημαντικούς ιστορικούς της Ξάνθης. Στη διάρκεια της ζωής του έγραψε δεκάδες βιβλία για την ιστορία της πόλης.
Τον Θωμά Εξάρχου θυμήθηκε και ο Τάσος Τεφρωνίδης που συνεχίζει την προσπάθεια να διασωθεί το παρελθόν της πόλης και να εμπλουτιστεί η γνώση και το υλικό που παρέδωσε στις επόμενες γενιές. “Τρία χρόνια συμπλήρωσαν απο το πέρασμα στην αιωνιότητα αυτού του θαυμάσιου ανθρώπου που μάζευε τις σκόρπιες ψηφίδες της ιστορίας της πόλης μας και μας άφησε την υποχρέωση να συνεχίσουμε εμείςαυτήν την συγκομιδή για να ολοκληρώσουμε το ιστορικό ψηφιδωτό της ιστορίας της Ξάνθης μας . Αιωνία η μνήμη Θωμά Εξάρχου” ανέφερε.
Ποιος ήταν ο Θωμάς Εξάρχου
Ο Θωμάς Εξάρχου γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Ποντικάτες των Ιωαννίνων. Έρχεται στην Ξάνθη το 1927, τελειώνει την Α’ τάξη του Δημοτικού και επιστρέφει στο χωριό του. Ξανάρχεται στην Ξάνθη το 1934 και από τότε διαμένει μόνιμα. Φοιτά στο γυμνάσιο της Ξάνθης (1934-1940).
Μετά την αποφοίτηση του από το γυμνάσιο εργάζεται ως υπάλληλος στο Εμπορικό Επιμελητήριο και στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής εργάζεται αρχικά σαν καπνεργάτης και αργότερα χειρώναξ εργάτης υπαίθρου. Από τα αρχεία του Πρωτοδικείου Ξάνθης προκύπτει ότι τουλάχιστον 2143 Έλληνες της Ξάνθης μεταφέρθηκαν στην κατοχή ως όμηροι από τους Βούλγαρους σε καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο Θωμάς Εξάρχου. Δημοτικός υπάλληλος το 1946 και στη συνέχεια με την επέκταση του Ι.Κ.Α στην Ξάνθη, το 1949, διορίζεται στο Ι.Κ.Α. ύστερα από διαγωνισμό. Υπηρέτησε στο στρατό επι 40 μήνες ως έφεδρος ανθυπολοχαγός πυροβολικού.
Μετέχει στο Δ.Σ. της Φιλοπρόοδης Ένωσης Ξάνθης (Φ.Ε.Ξ.) ως μέλος ή ως πρόεδρος του Δ.Σ. για από επτά χρόνια σε μια γόνιμη περίοδο της Φ.Ε.Ξ. που σημαδευτηκε από την ίδρυση του Λαογραφικού Μουσείου, την ίδρυση της Κινηματογραφικής Λέσχης και την αγορά του αρχοντικού των κληρονόμων Δ. Κιουμουτζόγλου για λογαριασμό της Φ.Ε.Ξ. Μεσολαβεί μια απουσία έξι χρόνων από την Ξάνθη λόγω μετάθεσης στη Θεσσαλονίκη, επανέρχεται το 1981 και το 1982 εκλέγεται δηματικός σύμβουλος.
Το 1983 διορίζεται πρόεδρος του Δ.Σ. του Γενικού Νοσοκομείου Ξάνθης. Την τελευταία δεκαετία δεκαετία μετέχει στα Δ.Σ. Κέντρων που ασχολούνται με την προστασία των ηλικιωμένων. (ΚΑΠΗ, Γηροκομείο). Έχει συγγράψει αριθμό άρθρων και αυτοτελών βιβλίων που εκδόθηκαν από το περιοδικό «Φοροτεχνική και Θρακική προσέγγιση» και βιβλίων που εκδόθηκαν από το Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης και την Αδελφότητα Ηπειρωτών Ν. Ξάνθης. Για την προσφορά του στα γράμματα και την ιστορία του Νομού Ξάνθης, τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, από τη νομαρχία Ξάνθης με το βραβείο «Στέφανος Ιωαννίδης». Ήταν έγγαμος και είχε δύο κόρες και τρία εγγόνια.