Με ζεστή αγκαλιά, έτοιμη να υποδεχτεί όλα τα γιορτινά επουράνια αγγελάκια, μοιάζει το φιλόξενο σπίτι του Χρόνη Αηδονίδη, μια όμορφη μονοκατοικία στα Βριλήσσια, στολισμένη ασφυκτικά σε κάθε σπιθαμή με χριστουγεννιάτικα στολίδια, σουβενίρ απ’ τα ταξίδια του σπουδαίου θεματοφύλακα του δημοτικού τραγουδιού στην υφήλιο, κουκλίτσες και ζωγραφικές της συζύγου του, που είναι ο φύλακας άγγελός του και, σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, διαρκώς παρούσα («Εμένα έπρεπε να μου πάρετε συνέντευξη», λέει κάποια στιγμή).
Tης Ιωάννας Κλεφτόγιαννη. Από το propaganda
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος/ FOSPHOTOS
Ο οικοδεσπότης, κομψός και διαυγής, αφού έπιασε με ευδιαθεσία το νήμα από τα παιδικά του χρόνια έως την Ελλάδα της προσφυγικής κρίσης – όταν δεν τον κοίταζα στα μάτια, ρωτούσε «με παρακολουθείτε;», και συνέχιζε-, αποσύρθηκε για να φορέσει τη γραβάτα του ώστε να πάρει το δρόμο για το καφενείο της πλατείας.
Η μεγαλύτερη προσφορά μου ήταν τα θρακιώτικα τραγούδια. Με τα θρακιώτικα ασχολήθηκα περισσότερο. Προοδευτικά καταπιάστηκα και με άλλα, πανελλήνια τραγούδια. Και στο τέλος της καριέρας και της ζωή μου, με παρέσυραν να ασχοληθώ και με κάποια σύγχρονα τραγούδια, κάποιοι σημαντικοί άνθρωποι, που εκτιμώ την δουλειά τους. Αλλά με κάποιους όρους. Ήρθε πριν 4-5 χρόνια ο Νίκος Κηπουργός, ένας πολύ σημαντικός συνθέτης που ήταν βοηθός του Χατζιδάκι, και μου είπε «θέλω να μου πεις ένα τραγούδι, γιατί εγώ θα κάνω ένα δίσκο και θα βάλω 25 τραγουδιστάς για να περιλάβω όλη την γκάμα του ελληνικού τραγουδιού, από το λυρικό, το λαϊκό, το βαρύ λαϊκό, το ελαφρύ λαϊκό, το έντεχνο, το δημοτικό…ό,τι υπάρχει στην Ελλάδα». Κι έτσι είπα κι εγώ ένα τραγούδι με στίχους σύγχρονους, της Νικολακοπούλου, αλλά η μουσική είχε και παραδοσιακά στοιχεία. Ο Κηπουργός μού είπε «φέρτο στα μέτρα σου».
Τα σημερινά τραγούδια δεν έχουν την ψυχή των δημοτικών μας τραγουδιών. Το δημοτικό τραγούδι εκείνης της εποχής είχε βεβαίως άλλο στόχο. Το δημοτικό ήτανε το μέσον ενημέρωσης, ήταν η εφημερίδα, ήταν το περιοδικό, ήταν το ραδιόφωνο. Ο,τι γινότανε μαθευότανε με το τραγούδι. Οχι μόνο στη Θράκη, παντού. Αμα ρωτήσεις καμιά γιαγιά θα σου πει ότι ο λαϊκός τραγουδιστής συγκέντρωνε τα γεγονότα της εποχής, από ένα απλό γεγονός, ένα ερωτικό μέχρι ένα ιστορικό ή κοινωνικό, και το’κανε τραγούδι. Φερ’ειπείν, η Αλωση της Πόλης. Εχουν γραφτεί χιλιάδες τραγούδια για την Αλωση, αλλά και για πολέμους τοπικούς ή κοινωνικά γεγονότα. Τώρα δεν υπάρχει αυτή η ανάγκη. Τα νέα μαθαίνονται άμεσα με τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις. Γι’αυτό το λόγο πάντα στα σημερινά τραγούδια τα θέματα είναι ερωτικά και επί το πλείστον κοινωνικά. Ετσι δεν είναι; Το δημοτικό αφορά όμως όλα τα βιώματα του ανθρώπου, από την ώρα που θα γεννηθεί μέχρι την ώρα που θα πεθάνει υπάρχει τραγούδι. Και για τη γέννηση και για τη βάπτιση και για το γάμο και για την εργασία και για το θάνατο και για την ξενιτιά.
Εξήντα πέντε χρόνια ασχολούμαι με τη μουσική. Άμα δεν έχεις αυτό το ξεχωριστό, το ταλέντο που λέμε και το μεράκι, γιατί δεν φτάνει μόνο το ταλέντο, δεν γίνεται τίποτα. Και φαίνεται είχα και το ταλέντο το απαραίτητο της φωνής αλλά και την αγάπη. Αν δεν την ερωτευτείς την τέχνη δεν μπορείς να την αποδώσεις. Στην αρχή ασχολήθηκα με τα τραγούδια του χωριού μου. Οταν άρχισα να μεγαλώνω και πήγα στο Γυμνάσιο, είχα ένα τετράδιο και κατέβαινα στο Διδυμότειχο, πήγαινα στα καφενεία που μαζεύονταν για το παζάρι από τα διάφορα χωριά, οι ελληνοχωρίτες, οι βρυσιώτες, οι αρμενιώτες κ.ο.κ., και άκουγα μουσικούς και σημείωνα. Εκανα μια συλλογή χωρίς να μου το υποδείξει κανένας. Και ούτε κι εγώ φαντάστηκα ότι θα ασχοληθώ ποτέ έτσι συστηματικά με το παραδοσιακό τραγούδι. Ετσι τα έφερε η τύχη, η θεία πρόνοια.
Η μάνα μου ήταν καλλίφωνη και ήξερε πάρα πολλά τραγούδια. Ήξερε απ’έξω και ανακατωτά τα τραγούδια του χωριού της αλλά και του χωριού που γεννήθηκα και ζούσαμε. Τότε δεν υπήρχαν και τα ραδιόφωνα. Οταν πήγαινα σε κανένα πανηγύρι ακούγα τα τραγούδια κι από άλλα χωριά. Αυτό ήταν το ρεπερτόριό μου, τα χωριά τα γειτονικά γύρω από το Διδυμότειχο. Τραγουδούσε η μάνα μου, επειδή δεν υπήρχαν ούτε ραδιόφωνα, ούτε κασέτες, ούτε δίσκοι. Οι άνθρωποι όσο μπορούσαν τραγουδούσαν και οι υπόλοιποι άκουγαν διότι είχε την ανάγκη ο άνθρωπος, παρόλες τις δυσκολίες, τη φτώχεια, τις στερήσεις, να ακούει και μουσική. Κι άκουγες στα χωράφια εκεί που έσκαβαν, που έσπερναν, που κλάδευαν τραγούδια. Συνήθως από γυναίκες, πολύ σπάνια άκουγες να τραγουδά άνδρας. Ο πατέρας μου ήτανε ιερέας. Από αυτόν πάλι άκουγα όλη τη μέρα ψαλμωδίες. Και χωρίς να το καταλάβω από νηπιακή ηλικία κιόλας έφτιαξα ένα κράμα με αυτά τα δυο μουσικά είδη -η Θράκη, λόγω γειτνιάσεως με την Πόλη, είχε στα τραγούδια της έντονο βυζαντινό χρώμα.
«Οι άνθρωποι όσο μπορούσαν τραγουδούσαν και οι υπόλοιποι άκουγαν διότι είχε την ανάγκη ο άνθρωπος, παρόλες τις δυσκολίες, τη φτώχεια, τις στερήσεις, να ακούει και μουσική. Κι άκουγες στα χωράφια εκεί που έσκαβαν, που έσπερναν, που κλάδευαν τραγούδια. Συνήθως από γυναίκες, πολύ σπάνια άκουγες να τραγουδά άνδρας.»
Ως παιδί ήμουνα τζαναμπέτης. Έκανα αταξίες, ήμουνα πολύ ζωηρός. Κι έκανα και καλαμπούρι πολύ. Με είχανε ας πούμε για τον κλόουν της οικογένειας. Πείραζα τα άλλα παιδιά. Αλλά ξύλο δεν έφαγα ποτέ. Γιατί ήμουνα καταφερτζής. Ελεγε ο πατέρας μου «μα πώς να το δείρω που είναι και έξυπνο;». Πήγα μια μέρα στη λειτουργία του, πολύ μικρός ήμουνα, 4-5, ίσως μικρότερος, και την ώρα που έλεγε το Ευαγγέλιο στάθηκα μπροστά του και του είπα «να σου κάνω το μικρό σταυρό ;»(κάνει την αναπαράσταση σταυρώνοντας το πρόσωπο μόνο) και ο πατέρας μου φώναξε «πάρτε τον, πάρτε τον από εδώ».
Από τον πατέρα μου πήρα τα πρώτα μαθήματα βυζαντινής μουσικής. Μετά πήγα στον πρωτοψάλτη της Μητροπόλεως τον Μιχάλη Κεφαλοκόπτη, προχώρησα αρκετά, και ερχόμενος στην Αθήνα τελειοποιήθηκα στο Ελληνικό Ωδείο, με διευθυντή τον Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου. Εκανα και δυο χρόνια ψάλτης. Από τότε στο τραγούδι με βοήθησε πολύ η βυζαντινή μουσική, γιατί ειδικά το παραδοσιακό τραγούδι της ανατολικής Θράκης έχει πολλές ομοιότητες. Ελεγε επιγραμματικά ο Παπαχριστοδούλου «θρακιώτικο τραγούδι βυζαντινό τροπάρι». Κι εγώ τον πρώτο μου δίσκο που έγραψα έτσι τον ονόμασα «θρακιώτικο τραγούδι βυζαντινό τροπάρι».
Συστηματικά με το δημοτικό τραγούδι ασχολήθηκα όταν κατέβηκα στην Αθήνα. Ο Πολύδωρος ο Παπαχριστοδούλου, ο λαογράφος και γυμνασιάρχης, με καταγωγή απ΄τις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης, είχε μια εκπομπή, τους «Θρακικούς Αντίλαλους». Του έλειπαν τραγούδια της δυτικής και της βόρειας Θράκης. Εμείς στο Διδυμότειχο έχουμε πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και έτσι ήξερα τραγούδια της περιοχής αρκετά. Στα μέρη μου έχουμε τραγούδια και της Δυτικής και της Βόρειας αλλά και της Ανατολικής Θράκης. Εμαθε λοιπόν από τους καθηγητάς μου ότι υπήρχε ένα παιδί στο Γυμνάσιο που λέει στις εθνικές εορτές κάποια τραγούδια αλλά τώρα είναι στην Αθήνα. Τύχη, θεία πρόνοια, είχα στείλει στον καθηγητή μου, με τον οποίο επικοινώνησε ο Παπαχριστοδούλου, μια κάρτα με τη διεύθυνσή μου για την γιορτή του. Και ήρθε και με βρήκε ο Παπαχριστοδούλου . Ετσι ξεκίνησε η ιστορία.Εκείνη την εποχή εγώ ήμουνα στο Σισμανόγλειο το Νοσοκομείο, δούλευα στο λογιστήριο γιατί είχα βγάλει και μια σχολή λογιστών.
Πέρα από τη μουσική δεν αγάπησα κάτι άλλο. Δεν είχα μεράκι ούτε για το ποδόσφαιρο ούτε για το κυνήγι ούτε για το ψάρεμα. Ολη μου τη ζωή από μωρό παιδί είχα στο στόμα το τραγούδι. Είτε έψαλλα είτε τραγουδούσα. Αγαπούσα και τη δουλειά μου στο λογιστήριο αρκετά. Μου αρέσει πολύ η καθαριότητα και η τάξη και η λογιστική είναι μια δουλειά ευταξίας. Και η λογιστική τέχνη είναι, δεν είσαι απλός γραφιάς.
Έχω δουλέψει και ως δάσκαλος. Στον Εμφύλιο, το ’48, μόλις τέλειωσα το Γυμνάσιο. Στα σχολεία τα ακριτικά δεν είχαν δασκάλους είτε γιατί πηγαίναν στρατιώτες είτε γιατί πηγαίναν αντάρτες είτε γιατί φοβόντουσαν. Πολλά σχολεία από το ‘41μέχρι το ‘48 μείνανε χωρίς δασκάλους. Κι ο νομάρχης του Διδυμοτείχου, έλεγε σε κάποιους αποφοίτους, να αναλάβουν δάσκαλοι. Ημασταν σταλμένοι απ΄τη Νομαρχία, αλλά, βεβαίως, ήταν περιορισμένα τα καθήκοντά μας. Εγώ με ένα συμμαθητή μου πήγαμε για δυο σχολικές περιόδους στα Πετρωτά, κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Το επάγγελμα του δασκάλου μου άρεσε πραγνατικά και τα παιδιά με αγάπησαν πολύ. Σκέφτηκα μάλιστα να ακολουθήσω την Παιδαγωγική. Επειδή υπηρετήσαμε σε τόσο δύσκολες εποχές –τη μέρα στο σχολείο, το βράδυ στο πολυβολείο- το θεωρούσαν ηρωϊσμό. Ρίχνανε μπόμπες, όλμους τα παλικάρια από τη Βουλγαρία και υπήρχαν θύματα. Οπλο εγώ δεν έπιασα. Είχανε οι άλλοι. Μην νομίζετε ότι ήταν και τα όπλα τότε πολλά. Οι αγριότητες του Εμφυλίου, ειδικά στη δική μας περιοχή, στον Εβρο, ήταν πολύ μεγάλες. Στο χωριό μου το βράδυ άδειαζαν τα σπίτια, άλλος κοιμόταν κάτω απ΄τα ξύλα, άλλος σε κρυψώνες. Κανένας δεν κοιμόταν σπίτι του και σιγά σιγά κατεβήκαν όλοι στο Διδυμότειχο. Αδειάσαν τα χωριά.
Δεν μπορώ να πω «είμαι Βαλκάνιος», «είμαι ανατολίτης», «είμαι δυτικός», γιατί γεννήθηκα σε ένα χωριό που υπήρχε αυτή η μείξη των ανατολικοθρακιωτών με τους δυτικοθρακιώτες και του βορειοθρακιώτες. Τι αισθάνομαι; Αισθάνομαι Θρακιώτης, θρακιώτης αυτής της περιοχής. Ημουνα ντόπιος εγώ, γιατί εκεί γεννήθηκα. Δεν ήμουνα ούτε τουρκοπρόσφυγας, ούτε βουλγαροπρόσφυγας. Προβλήματα υπήρχαν όμως πάντα. Μέχρι το ’22, που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών και ήρθε κόσμος και από την Τουρκία και από την Βουλγαρία, οι δήμοι και οι αρχές γενικά δεν λειτουργούσαν όπως έπρεπε. Οι πιο πολλοί ήταν αγράμματοι. Μέχρι το ‘22-‘23 είχαμε Τούρκους. Πιο μπροστά είχαμε Βούλγαρους. Εγώ γεννήθηκα το ‘28. Οταν άρχισα να καταλαβαίνω, δεν υπήρχε τίποτα, ούτε Τούρκοι ούτε Βούλγαροι Αλλά οι απλοί άνθωποι, είτε Τούρκοι είναι είτε Βούλγαροι, είτε Θρακιώτες, συζούσαν υποχρεωτικά μαζί. Και τώρα υπάρχουν Τούρκοι στην Κομοτηνή και στην Θράκη αλλά δεν ακούω να έχουνε προβλήματα.
«Δεν μπορώ να πω «είμαι Βαλκάνιος», «είμαι ανατολίτης», «είμαι δυτικός», γιατί γεννήθηκα σε ένα χωριό που υπήρχε αυτή η μείξη των ανατολικοθρακιωτών με τους δυτικοθρακιώτες και του βορειοθρακιώτες. Τι αισθάνομαι; Αισθάνομαι Θρακιώτης, θρακιώτης αυτής της περιοχής.»
Είμαι 56 χρόνια παντρεμένος. Από έρωτα παντρευτήκαμε, ευτυχώς δεν έμπλεξα με προξενιά, παρόλο που τότε έτσι γίνονταν οι γάμοι. Γνωριστήκαμε στο Σισμανόγλειο. Ητανε νοσηλεύτρια η κυρά Φωτεινή κι εγώ στο λογιστήριο. Εγώ μουρμούριζα, δημιουργούσα με το μυαλό μου μουσικές και στο σπίτι και στο δρόμο, και η Φωτεινή μου έλεγε «ωχ, με ζάλισες πάλι!» ‘Ημουνα τυχερός που έμεινα 39 χρόνια στο Σισμανόγλειο -πέντε λεπτά από το σπίτι μου- από το οποίο και συνταξιοδοτήθηκα. Στο πόστο που ήμουνα κρατούσα τους λογαριασμούς των ταμείων. Πήγαινα στο γραφείο και Σαββατοκύριακα και απογεύματα και αργίες ετοίμαζα στις 20 του μηνός τη δουλειά που έπρεπε να είναι έτοιμη στις 30 του μηνός. Κι έλεγα στο διευθυντή «είμαι έτοιμος, μπορώ να πάω σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό για μια βδομάδα;». «Να πας, αφού είναι έτοιμη η δουλειά», μου απαντούσε. Ευτυχώς, είχα καλούς συνεργάτες.
Έχω ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο εκτός από την Κίνα και από την Ιαπωνία. Παρολίγο να πήγαινα με τους Ολυμπιακούς της Κίνας στη χώρα, αλλά στο τέλος η υποθεση χάλασε. Ελεγα «αν πας στην Κίνα είναι σα να έχεις πάει και στην Ιαπωνία. «Πού πήγες;», με ρωτάνε συχνά. Και απαντώ: «Καλύτερα να με ρωτάς πού δεν πήγα». Από τους τόπους που επισκέφτηκα το Παρίσι μού άρεσε πολύ. Και η Αμερική έχει πολλά αξιόλογα πράγματα να δεις. Πολλά ταξίδια κάναμε ειδικά στη Γερμανία γιατί έχει πολλούς μετανάστες εκεί. Καμιά φορά πήγαινα και δυο φορές το χρόνο. Με κούρασαν όμως τα ταξίδια. Πήγαινες Σάββατο βραδυ έκανες την εκδήλωση και τη Δευτέρα γυρνούσες πίσω.
Σήμερα που υπάρχουν και τα μέσα ενημέρωσης βλέπω ότι νέα παιδιά, από άλλες περιοχές, επειδή τους αρέσουν τα μουσικά αυτά χρώματα, έχουνε εντρυφήσει συστηματικά στο παραδοσιακό τραγούδι και το παίζουν πάρα πολύ ωραία. Σε σύγκριση με τις παλαιότερες εποχές σήμερα είναι σε καλύτερη μοίρα το δημοτικό τραγούδι απ΄την νεολαία. Καταρχήν, έχουνε γίνει πάρα πολλοί σύλλογοι πολιτιστικοί, λόγω της αστυφιλίας. Οι σύλλογοι αυτοί έχουν σκοπό να διασώσουν και να διαδώσουν τα ήθη τα έθιμα, τα τραγούδια και τους χορούς των περιοχών τους. Εκτός από τους συλλόγους, υπάρχουν και τα μουσικά σχολεία. Το Κράτος την τελευταία 25ετία έχει ιδρύσει σε όλες τις μεγάλες πόλεις μουσικά σχολεία. Σε αυτά πηγαίνουν τα παιδιά που έχουν κάποιο ταλέντο. Βοηθά κι αυτό πάρα πολύ. Οι δήμοι επίσης έχουν κάνει πνευματικά κέντρα και συγκροτήματα χορευτικά. Γι’αυτό λέω το δημορικό τραγούδι είναι καλύτερα από τις παλαιότερες εποχές.
Δάσκαλοι του δημοτικού τραγουδιού υπάρχουν. Είναι οι δάσκαλοι οι παλιοί, που είναι τώρα, 70, 80 ,90 ετών. Αλλά βεβαίως κι αυτοί λιγοστεύουνε. Αλλά κι οι δάσκαλοι αυτοί είναι πλέον καταγεγραμμένοι σε δίσκους. Επομένως, και να μην υπάρχουν δάσκαλοι, που καλό είναι να υπάρχουν, υπάρχουν μαρτυρίες. Σήμερα υπάρχουν και φωνές πολύ ωραίες και στιχουργοί και συνθέτες. Αλλά τι γίνεται; Υπάρχει τόση πληθώρα! Επειδή τα ξένα ακούσματα που έρχονται γύρω γύρω μάς κάνουν πλύση εγκεφάλου, τείνει το τραγούδι και η μουσική να συγχωνευτούν και να μην καταλαβαίνεις ποια είναι γερμανική, αγγλική, γαλλική, αμερικάνικη, αρμένικη ή ελληνική; Παλαιότερα με τις κλειστές κοινωνίες, που κάθε κοινωνία έφτιαχνε το δικό της τραγούδι, το δικό της χορό, υπήρχε το τοπικό ηχόχρωμα. Τώρα τείνουν τα πράγματα να γίνουν ένα. Ξένα τραγούδια δεν έχω τραγουδήσει. Τα ακούω μόνο. Στην καθημερινότητά μου ακούω τα πάντα. Και κλασικό τραγούδι και όπερα και ξένα παραδοσιακά αλλά και ξένα κλασικά. Πολλοί λένε ότι δεν μου αρέσουν τα κλασικά ή τα βαριά λαϊκά ή εκείνα ή τα άλλα. Οταν κάποια τραγούδια που έχουν καλή μελωδία , καλό στίχο, καλή ερμηνεία από ένα ταλέντο εσένα δεν σου αρέσουν δεν φταίει το τραγούδι, φταίνε τα αυτιά σου.
Εχω κουραστεί πάρα πολύ. Παλιά καθόμουν με τις ώρες σπίτι, άκουγα μουσική, έγραφα μουσική, έγραφα διάφορα λαογραφικά, αλλά έχω κουραστεί. Και ειδικά από πέρσι έχω μια ζαλάδα μόνιμη, η οποία δεν με αφήνει. Αλλά το πρωί θα βγω να πάω να πιω ένα καφέ στην πλατεία μας, μετά θα έρθω θα φάω, θα ξαπλώσω το απόγευμα, ύστερα το βράδυ θα δω λίγη τηλεόραση. Ετσι περνά πια η ημέρα. Κοινωνική ζωή δεν έχω. Μόνο στο σπίτι μου περνάω καλά. Η γυναίκα μου ευτυχώς που είναι καλά, κρατάει ακόμα, και αυτή τα κρατά όλα και τα κοινωνικά και τις υποχρεώσεις τις υπόλοιπες κι εμένα εξυπηρετεί και κουράζεται. Αλλά τι να κάνουμε;
Βλέπω τι γίνεται με τους πρόσφυγες που κατά χιλιάδες συρρέουν κάθε μέρα, ειδικά στα νησιά μας. Η Ελλάδα πώς να τους συντηρήσει; Εδώ δεν μπορούμε να συντηρηθούμε εμείς, με την οικονομική κρίση. Οταν έχουμε εμείς ένα εκατομμύριο ανέργους πώς να δεχτούμε άλλους τόσους πρόσφυγες; Ανεργοι δεν θα είναι κι οι άνθρωποι αυτοί; Την κρίση κι εγώ την αισθάνομαι, με τις κλειστές τράπεζες και τα capital controls. Τα μισά και παραπάνω από αυτά που σου δίνει η τράπεζα πρέπει να τα δώσεις για ένα λογαριασμό. Πώς θα πληρωθούν οι υπόλοιποι και τι θα φας; Εμείς, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχουμε πολλά οικογενειακά βάρη γιατί δεν έχουμε παιδιά. Αλλά για βάλτε μια οικογένεια που έχει τέσσερα παιδιά. Είναι ζήτημα να δουλεύει ο ένας από τους γονείς. Τα παιδιά πρέπει να σπουδάσουν, να ντυθούν, να φάνε!Μην τα συζητάτε. Είναι πολύ άσχημη η κατάσταση.
Με τα πολιτικά δεν ανακατεύομαι. Ποτέ δεν ανακατεύτηκα. Γιατί κάποιον να ευχαριστήσεις και κάποιον θα δυσαρεστήσεις. Με στενοχωρεί πολύ που βλέπω ότι δεν άλλαξε τίποτα από τα παλιά. Οι νεότεροι έπρεπε να αλλάξουν κάπως τον τρόπο διακυβέρνησης. Και βλέπουμε να είναι όπως ήταν πριν από 50 χρόνια η πολιτική. Δεν βλέπω καμία αλλαγή, για να πω «αυτοί είναι τα παλιά μυαλά κι ετούτοι βλέπουνε τα πράγματα με άλλο τρόπο». Πάλι τρώγονται μεταξύ τους, πάλι ασυννενοησία επικρατεί.
Περισσότερα στο propaganda.gr