Σαν σήμερα το 1923 υπογράφτηκε η Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία καθόρισε τα σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Συρία και το Ιράκ.

Η Τουρκία αναγνώρισε την Ελληνική κυριαρχία πάνω στα νησιά Λήµνος, Λέσβος, Χίος, Σάµος και Ικαρία, που είχαν απελευθερωθεί στο διάστηµα 1878-1913. Η Ελλάδα επέστρεψε στην Τουρκία την Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίµβρος και Τένεδος και παραιτήθηκε από τα δικαιώµατά της στη Σµύρνη στην Ανατολία, που της είχε παραχωρηθεί από την Οθωµανική Κυβέρνηση µε τη λήξη του Α’ Παγκόσµιου Πολέµου µε τη συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920 – ποτέ δεν εφαρµόστηκε). Και οι δύο χώρες συµφώνησαν στην ανταλλαγή μειονοτήτων, γεγονός που έφερε στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκους υπήκοους χριστιανικού θρησκεύματος. Μελετώντας το Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, η Φωτεινή Τομαή περιγράφει το παρασκήνιο της Συνθήκης.

Μετά από παρέμβαση των τριών Δυνάμεων – Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας – υπεγράφη στα Μουδανιά στις 11 Οκτωβρίου 1922 ανακωχή μεταξύ του Ισμέτ Πασά και των αρμοστών των τριών στην Κωνσταντινούπολη, ανακωχή την οποία απεδέχθη δύο ημέρες αργότερα και η Ελλάδα. Εναν μήνα αργότερα, στις 20 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, συνήλθε στη Λωζάννη η ομώνυμη Συνδιάσκεψη Ειρήνης υπό την προεδρία του βρετανού ΥΠΕΞ λόρδου Κώρζον. Στις εργασίες της, που διήρκεσαν ως τον Αύγουστο του 1923 με μια μικρή διακοπή μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου του ιδίου έτους, συμμετείχαν, εκτός από την Ελλάδα και την Τουρκία, η M. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμανία και η Σερβία. Επιπλέον προσεκλήθη η Σοβιετική Ενωση να συμμετάσχει αλλά μόνον όταν θα συνεζητείτο το καθεστώς των Στενών, ενώ επετράπη στη Βουλγαρία να εκθέσει τις απόψεις της περί εξόδου της στο Αιγαίο και περί καθεστώτος των Στενών. Στη διάσκεψη παρέστη και αμερικανός αντιπρόσωπος, ο Α.W. Child, και στη δεύτερη φάση ο αμερικανός πρεσβευτής στη Βέρνη J. Clark Grew. Την Ελλάδα αντιπροσώπευσε ο Ελ. Βενιζέλος και την Τουρκία ο Ισμέτ Πασάς.

Στη Λωζάννη, οι συζητήσεις είχαν μακρά διάρκεια και συχνά οξύτατο χαρακτήρα εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας και της υπεροψίας με την οποία προσήλθε η τουρκική αντιπροσωπεία, των Τούρκων θεωρουμένων ως «κατακτητών του κόσμου», όπως ανέφερε σε επιστολή προς τη γυναίκα του, λαίδη Κώρζον, ο βρετανός ΥΠΕΞ. «Διήλθομεν ημέρα ταραχώδη. Οι Τούρκοι καθίστανται ανυπόφοροι. Χθες επί του θέματος των μειονοτήτων ο Ισμέτ απήγγειλε λόγον άσχετον και μάλλον αναιδή. (…) Είπον ότι ούτε εγώ ούτε οι συνάδελφοί μου είμεθα διατεθειμένοι να μας μεταχειρίζωνται τοιουτοτρόπως. Αν τούτο συνεχίζετο, θα ανεχωρούμεν εκ Λωζάννης και η Τουρκία θα έπρεπε να αναλάβη την ευθύνη απέναντι του κόσμου. Ευρίσκομαι εδώ πέραν των τριών εβδομάδων και ούτε έν σημείον έχει τελικώς ρυθμισθή. H ημέρα παρέρχεται με συνεχείς έριδας. Εκάμαμεν κάθε δυνατήν παραχώρησιν, αλλ’ οι Τούρκοι μάχονται επί παντός σημείου ως να ήσαν οι κατακτηταί του κόσμου…». Στις 26 Δεκεμβρίου ο ίδιος έγραψε: «Τηλεγραφήματα καταφθάνουν από παντού ενδεικτικά ότι το πείσμα των Τούρκων είναι σκόπιμον και ότι προετοιμάζονται δι’ επανάληψιν των εχθροπραξιών. (…) Οι Τούρκοι γίνονται ημέραν με την ημέραν πλέον αναιδείς και ατίθασοι και αρχίζω να απελπίζωμαι» (ό.π.π.). Αλλά και στα επίσημα τηλεγραφήματά του προς το F.Ο. ο λόρδος Κώρζον ανέφερε τα ίδια. Από συνομιλία του με τον Ισμέτ Πασά η εντύπωση που απεκόμισε ήταν ότι «ήτο ως να ωμιλούσε κανείς με την πυραμίδα του Χέοπος» (Documents, First Series, τόμ. XVIII, αρ. 293, σελ. 415-416) εξαιτίας των διαρκών υπεκφυγών του συνομιλητή του, επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας.

Ο λόρδος Κώρζον
 ήταν πρόεδρος της πρώτης επιτροπής, των εδαφικών και στρατιωτικών ζητημάτων. Οι άλλες δύο επιτροπές ήταν η επιτροπή του καθεστώτος για τους αλλοδαπούς και τις μειονότητες στην Τουρκία (πρόεδρος ο ιταλός αντιπρόσωπος Μαρκήσιος Garroni) και η επιτροπή δημοσιονομικών και οικονομικών ζητημάτων (πρόεδρος ο γάλλος αντιπρόσωπος Camille Barrère).

Θέμα να αναλάβει 
την προεδρία μιας εκ των επιτροπών έθεσε με επίμονο και οξύ τρόπο ο Ισμέτ Πασάς, επιθυμία που πάντως απερρίφθη εξαρχής από τον Κώρζον «ως εφαρμογή επικρατούντος εθίμου όπως το αξίωμα τούτο κατανέμεται εναλλάξ μεταξύ των καλεσασών Δυνάμεων» (πρεσβευτής B. Δενδραμής προς ΥΠΕΞ N. Πολίτη ΑΠ 37/13672, 1923/A/22/1, Λωζάννη 21 Νοεμβρίου 1922). Στο ίδιο έγγραφο γίνεται λόγος και για την αξίωση του Ισμέτ Πασά να αντιπροσωπεύεται η Τουρκία εναλλάξ εις το προεδρικόν αξίωμα «ή έστω να διορισθή είς Τούρκος ως βοηθός του Γενικού Γραμματέως, Secrètaire Gènèral Adjoint», για να λάβει απάντηση από τον Μπαρρέρ ότι «είθισται εις όλας τα Συνδιασκέψεις είς να είναι ο Γενικός Γραμματεύς»(!).

Ο λόρδος Κώρζον έφθασε στη Λωζάννη αποφασισμένος να αποκαταστήσει τη βρετανική διπλωματική επιρροή καθοδηγώντας τις εργασίες της συνδιασκέψεως προς μία κατά το δυνατόν ευνοϊκότερη για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα συνθήκη. Στόχος του παρέμενε η διάσπαση της τουρκορρωσικής συμμαχίας και η απομόνωση της Γαλλίας και της Ιταλίας. Τις προθέσεις του εγκαίρως είχε διαβλέψει ο Ελ. Βενιζέλος, ο μόνος του αυτού διαμετρήματος πολιτικός στη συνδιάσκεψη, που σήκωσε μόνος, με τη βοήθεια του έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Δ. Κακλαμάνου και την καλυμμένη υποστήριξη των Βρετανών, τη βαριά αυτή ευθύνη επί οκτώ μήνες στη Λωζάννη. Εγραφε ο ίδιος από το Παρίσι, όπου είχε πάει για μία μόνον ημέρα, μόλις έμαθε για την εκτέλεση των «Εξι», στον K. Ρέντη, «Αγγλία και Γαλλία θα υποστηρίξωσιν ημάς και εις το ζήτημα Δ. Θράκης πλην Καραγάτς. (…) Μόνον διά Δωδεκάνησα είμαι ανήσυχος, διότι ενώ Αγγλία υποστηρίζει ημάς εκθύμως (…) φοβούμαι μήπως Γαλλία έχει υποσχεθεί εις Ιταλίαν υποστήριξιν. Καίτοι απόψεις επαναλήψεως εχθροπραξιών απίθανοι, καθήκον ημών είναι να συνεχίσωμεν μετά πάσης δραστηριότητος εργασίαν προς ενίσχυσιν στρατού δι’ αντιμετώπισιν παντός απροόπτου».

Τον Φεβρουάριο του 1923
, όταν η τουρκική αδιαλλαξία είχε οδηγήσει σε αδιέξοδο και οι Βρετανοί είχαν διχαστεί στους μεν που ήθελαν την ειρήνη πάση θυσία και στους δε, πάντοτε εντός του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος, και με επικεφαλής τον άγγλο πρωθυπουργό που απέβλεπε «υπέρ εντονωτέρας πολιτικής προς επίτευξιν ειρήνης και… εν ανάγκη ενόπλου αναμονής σφοδρώς αποστέργοντες οιανδήποτε προς Τούρκους περαιτέρω παραχώρησιν» (πρεσβευτής Γ. Μελάς από Λονδίνο, απόρρητο ΑΠ 337/1197, 12 Φεβρουαρίου 1923), ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε μία ημέρα προτού αναχωρήσει από τη Λωζάννη:

«Γνωρίζετε πόσον ειλικρινείς υπήρξαν προσπάθειαί μου όπως επιτευχθή ειρήνη. Πιστεύω ακόμη ότι αύτη δύναται να υπογραφή. Αλλ’ υπογραφή αυτής δεν εξαρτάται εκ μόνης ημετέρας δηλώσεως. Και οι Τούρκοι δεν αποκλείεται να φανούν αδιάλλακτοι. Και οι σύμμαχοι αν οι Τούρκοι υποχωρήσουν κατά τα λοιπά δεν αποκλείεται να εγκαταλείψουν ημάς εις ζήτημα πληρωμής αποζημιώσεων (σ.σ.: η Τουρκία ζητούσε από την Ελλάδα να πληρώσει ως αποζημίωση το ποσό των 1.341.639.505 τουρκικών λιρών, δηλαδή 178.885.267 στερλίνες!). Μόνη ασφάλεια έθνους κατά παντός απροόπτου είναι η ικανότης στρατού μας όπως ευθύς ως δοθή σύνθημα είναι έτοιμος όπως προελάση εις Ανατολικήν Θράκην. Αλλωστε εχθρός είναι εις θέσιν να γνωρίζη κατάστασιν στρατού μας, και ετοιμοπόλεμον αυτού δύναται να αναγκάση αυτόν καλλίτερον παντός άλλου επιχειρήματος εις υπογραφήν ειρήνης.» (αρ. τηλεγραφήματος 532)

H τιμή του τάπητος και οι συμφωνίες

Οι εργασίες της Συνδιάσκεψης διεκόπησαν στις αρχές Φεβρουαρίου του 1923 και επανελήφθησαν στα τέλη Απριλίου. Ο Κώρζον διέτρεξε τον κίνδυνο όταν διέκοψε τη συνδιάσκεψη στο τέλος της πρώτης φάσης να οδηγήσει με την απόφασή του σε επανάληψη των εχθροπραξιών. Αλλωστε η ετοιμότητα του ελληνικού στρατού και συγκεκριμένα της στρατιάς του Εβρου χρησίμευε ως όπλο διαπραγμάτευσης τόσο στον ίδιο όσο και στον Βενιζέλο. Ηταν όμως τέτοια η οξύτης που επήλθε μεταξύ αυτού, ως προέδρου της συνδιάσκεψης, και του Ισμέτ Πασά και τόσο βαριά τα λόγια που αντάλλαξαν ώστε η διακοπή επιβαλλόταν. «Ως γνήσιος Τούρκος εσκέπτετο ότι θα ηδύνατο να με προλάβη προτού στρίψω την γωνίαν του δρόμου διά μίαν τελικήν διαπραγμάτευσιν ως προς την τιμήν του τάπητος» έγραφε αηδιασμένος ο λόρδος Κώρζον (Documents, First series, τόμ. XVIII, αρ. 370, σελ. 506) αναφερόμενος στην αγωνία του Ισμέτ Πασά να τηλεφωνήσει δύο φορές μέσα σε μία ώρα στο διαμέρισμα του Κώρζον στο Beau Rivage για να διαπιστώσει εάν όντως ο λόρδος είχε εγκαταλείψει τη Λωζάννη (ώρα 9η εσπερινή με τρένο και προορισμό το Λονδίνο).

H επανάληψη των εργασιών της συνδιάσκεψης στα τέλη Απριλίου ολοκληρώθηκε με τις εργασίες της τρίτης επιτροπής τον Ιούλιο. Στις 24 του ίδιου μήνα η Συμφωνία υπεγράφη στο Palais de Rumine, κτίριο που ανήκει στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης.

Εκτός από τα γνωστά εδαφικά ζητήματα (της Σμύρνης και της A. Θράκης, που υποχρεώθηκε να εκκενώσει η Ελλάδα, της αναγνωρίσεως της ελληνικής κυριαρχίας επί των Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας – η Ιμβρος και η Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία – και της αναγνωρίσεως της ιταλικής κυριαρχίας εφ’ ολοκλήρου της Δωδεκανήσου), ιδιαίτερη σημασία είχαν οι συμφωνίες περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η υποχρέωση της Τουρκίας να αναγνωρίσει σε αλλοεθνείς μειονότητες πλήρη ισοπολιτεία, η παραμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, όπως και η ειδική σύμβαση περί του καθεστώτος των Στενών που ίσχυσε μέχρι της υπογραφής στις 20 Ιουλίου 1936 της Συμβάσεως του Montreux.

H Συνθήκη της Λωζάννης αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα τη βάση μιας διαρκούς ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τον θεμέλιο λίθο της οποίας είχαν θέσει οι δύο εμπνευστές της ελληνοτουρκικής φιλίας στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ, απεσταλμένος του οποίου υπήρξε ο Ισμέτ Πασάς”.

Από το tvxs.gr – Πηγή: το Βήμα