Η υπόθεση με την προτομή του Κ. Καραμανλή (που δεν είναι εδώ ο χώρος να εκτιμηθεί η προσωπικότητα ή το πολιτικό αποτύπωμα) έχει πολλές αναγνώσεις και οι επισημάνσεις που έγιναν από την αντιπολίτευση στην Επιτροπή Ποιότητας Ζωής ήταν τόσο προσεκτικές όσο και εύστοχες, σε αρκετά σημεία. Όπως ότι όλη η πολιτική και η σύνδεση των αφιερωμάτων μνημειακού χαρακτήρα πρέπει να έχει ενιαίο και ομογενή σχεδιασμό στην πόλη.

Επίσης ότι είναι ώρα πρώτα να αφαιρεθούν όσα μνημεία ενισχύουν το διχασμό και, έπειτα, με συμφιλιωτική λογική να αποτυπωθεί στην πόλη ο χαρακτήρας της και η ταυτότητα των κατοίκων της. Προφανώς και είναι οι πλειοψηφίες αυτές που αποφασίζουν (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) αλλά οι πολιτικοί άρχοντες πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερη σοφία από το μέσο όρο.

Κάπως έτσι ο Μιχάλης Στυλιανίδης, προσπέρασε επιτροπές και γραφικές αντιδράσεις και με την ευκαιρία της νέας μαρμάρινης πλάκας στο Δημαρχείο αποκατέστησε τον Θεόφιλο Παπαδόπουλο και τον Ταχήρ Εφέντη, σε μια σπάνια κίνηση πολιτικής και ιστορικής και γενναιοδωρίας. Ομοίως στο παρελθόν, ο Δήμος έκανε το αυτονόητο, δίνοντας σε οδό το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου, παρότι είναι γνωστό ότι για 70 χρόνια η πόλη κυριαρχείται από το συντηρητικό χώρο.

Στον αντίποδα, όπως πολύ σωστά υπενθύμισε ο Νίκος Ανταμπούφης, αυτή η πόλη έχει αρνηθεί στο Στέφανο Ιωαννίδη ακόμη και μια μικρή προτομή μπροστά στο Κέντρο Πολιτισμού και είναι άγνωστο ποια είναι τα κίνητρα αυτής της εκδικητικής στάσης απέναντι σε μια προσωπικότητα που έδωσε μόνο και δεν πήρε τίποτε.

Όπως έχουμε επισημάνει στο παρελθόν, η Ξάνθη έχει επιφυλάξει στο μεγαλύτερο πνευματικό της εργάτη ένα …ράφι στη Δημοτική Βιβλιοθήκη που ονομάστηκε “πτέρυγα Στέφανου Ιωαννίδη” ! Την Κατίνα Βέικου Σεραμέτη την αγνοούν τα περισσότερα μέλη του δημοτικού συμβουλίου, μοιάζει με πολυτέλεια να συζητήσουμε σήμερα για αυτήν…

Ομοίως και ο Κώστας Γούναρης σε μια ανάρτησή του ανέφερε, χωρίς να κρίνει τις διαμάχες που ίσως ακολουθήσουν, ότι η πόλη δεν έχει τιμήσει στο παραμικρό τον άνθρωπο που έσωσε τον παραδοσιακό οικισμό από τη λαίλαπα της αντιπαροχής και, στην ουσία, έδωσε μέλλον σε ολόκληρη την πόλη και την οικονομία της (ειδικά σήμερα, η Παλιά Πόλη είναι το βασικό “καύσιμο” της τοπικής οικονομίας). Ο νομάρχης Θανόπουλος βέβαια δεν ήταν αριστερός αλλά η διάσωση της Παλιάς Πόλης είχε προκαλέσει αναφυλαξία σε ένα κομμάτι του κόσμου που έβλεπε χαμένα οικόπεδα για αντιπαροχή.

Ήταν ο κόσμος που έδιωξε τον Χατζιδάκι από τη γενέτειρά του και που είχε επίσης αλλεργία (διαχρονική) με τη ΦΕΞ, που πρωτοστατούσε τότε στην κήρυξη του οικισμού ως διατηρητέου. Δίπλα ακριβώς στο κτίριο της ΦΕΞ είχε αγοράσει ακίνητο ο Μάνος Χατζιδάκις θεωρώντας δεδομένο ότι θα δεχθούν με χαρά το Μουσικό Αύγουστο και τη γενναιοδωρία του, δεκαετίες πριν η Ξάνθη ανακαλύψει την Παλιά της Πόλη… (Αλλά ατύχησε)

Τέλος η παράμετρος της προσέγγισης και των διαστάσεων για τα γλυπτά, είναι ένα σοβαρό ζήτημα που ακριβώς επειδή είναι καλλιτεχνικό δεν έχει υποπέσει στην αντίληψη των πολιτικών αρχόντων. Όμως πρέπει να επιλέξει η πόλη αν θα ακολουθήσει την αρμονία και τις φυσικές διαστάσεις ή την υπερβολή και τις μνημειώδεις διαστάσεις για τις προτομές και τα γλυπτά που παραπέμπουν αλλού. (ψιλά γράμματα…)

Πάντως επειδή υπάρχουν διάφορες περίοδοι Καραμανλή και διαφορετικές εκτιμήσεις ανάλογα με την τοποθέτηση του καθενός, αυτό που θα στη δική μας ανάγνωση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καθοριστική ως συμβολή (περισσότερο από την είσοδο στην ΕΟΚ) είναι η τολμηρή μεταπολίτευση και ο απόλυτος εκδημοκρατισμός της χώρας το 74.

Συνενώνοντας την αποστροφή του για τους χουντικούς που έστειλαν στα μπουντρούμια και δεξιούς μαζί με τις (συνηθισμένους) αριστερούς και για τη μοναρχία που προκαλούσε μόνιμη αναταραχή, εκπαραθυρώνοντας και τον ίδιο πριν φύγει από τη χώρα, αντιλήφθηκε την ανάγκη να απαλλαγεί η χώρα τόσο από τους φασίστες όσο και από τη μοναρχία. Και αυτό ήταν κομβικό για τη σύγχρονη δημοκρατία που απέκτησε στέρεη βάση. Όπως και να έχει,  η προτομή θα τοποθετηθεί οπότε όσοι τρέχουν αυτό το πρότζεκτ, ας θυμούνται να αναδείξουν αυτά τα στοιχεία του Καραμανλή που ενώνουν τους Έλληνες και όχι αυτά που διχάζουν.