Η μάνα του Τάσου Τούση θρηνεί πάνω από τον σκοτωμένο γιο της, στην Εγνατία οδό. Η φωτογραφία αυτή ενέπνευσε τον «Επιτάφιο» στο ποιητή Γιάννη Ρίτσο.

Ο «Μάης» του 1936, μετά από 80 χρόνια, έχει περάσει στη σφαίρα του επαναστατικού μύθου, έγινε αγιογραφία του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος μέσα από την ποιητική μνήμη του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου και τη μουσική έμπνευση του Μίκη Θεοδωράκη. Ένα ντοκιμαντέρ του 1984 σε σκηνοθεσία Φώτου Λαμπρινού, ρεπορτάζ Χρίστου Ζαφείρη και κεντρικό αφηγητή τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο, διέσωσε τους πρωταγωνιστές του παλλαϊκού ξεσηκωμού που μιλούν για τα δραματικά γεγονότα σαν να ήταν χθες.

Ο Μάης της Θεσσαλονίκης ήταν λαϊκή εξέγερση, της οποίας αφορμή θεωρείται η απεργία των καπνεργατών με τη συμπαράσταση και την καθολική συμμετοχή όλων των εργατικών κλάδων της πόλης. Στην πραγματικότητα, όμως, τα αίτια της εξέγερσης έχουν σχέση με τις άθλιες εργασιακές και οικονομικές συνθήκες των εργαζομένων, όλων σχεδόν των κλάδων, και την αυταρχική συμπεριφορά της αστυνομίας και του κράτους απέναντι στα χρόνια εργατικά αιτήματα.

Αφετηρία της παλλαϊκής κινητοποίησης στάθηκε η καπνεργατική απεργία που κήρυξε στις 3 Μάη του 1936 η Πανελλαδική Καπνεργατική Ομοσπονδία, με καθολική συμμετοχή των καπνεργατών σε όλες σχεδόν τις περιοχές που ασχολούνταν με τον καπνό, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, τη Δράμα και την Ξάνθη. Βασικά αιτήματα των καπνεργατών ήταν η αύξηση του ημερομίσθιου, η τήρηση των όρων υγιεινής στα καπνομάγαζα, η δραστηριοποίηση υπέρ των μελών του (!) του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών (ΤΑΚ), η επεξεργασία όλων των καπνών στη χώρα μας, η ρύθμιση ειδικών επαγγελματικών δικαιωμάτων, η αμνήστευση των διωκόμενων καπνεργατών κα. Στα αιτήματα των καπνεργατών οι καπνέμποροι απάντησαν με λοκάουτ, ενώ τις επόμενες μέρες η απεργία γενικεύτηκε με τη συμμετοχή και άλλων βασικών εργασιακών κλάδων, με αποτέλεσμα να τελματώσει η οικονομική και κοινωνική ζωή της Θεσσαλονίκης.

Παλλαϊκός ξεσηκωμός

Για ένα δεκαήμερο η πόλη είχε παραλύσει από την καθολική απεργία, με συνεχείς συγκεντρώσεις και πορείες. Το απεργιακό ρεύμα και το λαϊκό πάθος κορυφώθηκε στις 9 και 10 Μάη, με 30.000 απεργούς στους δρόμους. Τότε η αστυνομία, ανίσχυρη και αυταρχική μπροστά στον παλλαϊκό ξεσηκωμό, με απόφαση του διαβόητου αστυνομικού διευθυντή Ντάκου, χτύπησε τους διαδηλωτές βίαια και με όπλα. Αποτέλεσμα της επίθεσης, που εκδηλώθηκε σε πολλά σημεία της πόλης, ήταν έντεκα διαπιστωμένοι νεκροί και 280 τραυματίες από τους οποίους οι 32 βαριά. Για την εξασφάλιση της τάξης και για το φόβο να μην πάρουν τα γεγονότα ανεξέλεγκτες διαστάσεις, η κυβέρνηση διέταξε την επέμβαση του στρατού, που κράτησε όμως φιλολαϊκή στάση. Για 36 ώρες, μετά την αιματοχυσία και την κηδεία των θυμάτων, οι απεργοί είχαν καταλάβει διοικητικά κτήρια και έλεγχαν τις βασικέςλειτουργίες της πόλης. Ήταν μια πρόσκαιρη λαϊκή εξουσία, χωρίς αντίκρισμα.

Οι νεότερες γενιές αγνοούν τις λεπτομέρειες του αγώνα και τους χώρους όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα της παλλαϊκής εξέγερσης, από την πλατεία Ελευθερίας, το λιμάνι και την Εγνατία ως το πανεπιστήμιο. Παρά το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τον «ηρωικό Μάη» και τη συνειδητοποίηση ότι η εξέγερση ήταν παλλαϊκή κι όχι μόνο των συνδικάτων, απουσιάζει ακόμη κάποιο σημαντικό μνημείο στη Θεσσαλονίκη, που να διατηρεί τη μνήμη της εξέγερσης και να τιμά τα πολλά θύματά της.

Πουθενά, ούτε και στα ως τώρα δημοσιευμένα ξένα αρχεία, δεν διαπιστώθηκε «κομμουνιστικός κίνδυνος» στην απεργία, μια κατηγορία με την οποία το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά έστειλε εκατοντάδες αγωνιστές και συνδικαλιστές στις φυλακές και εξορίες. Το χτύπημα των διαδηλωτών αποδείχτηκε ότι ήταν μεθοδευμένο για να ανακοπεί η δυναμική του εργατικού κινήματος του μεσοπολέμου. Είναι γεγονός ότι ηγετικές κοινωνικές ομάδες και οι πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς πίστευαν ότι μόνο μια δικτατορία θα σταματούσε την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και τις ενοχλητικές διεκδικήσεις τους για το οικονομικό και κοινωνικό κατεστημένο εκείνης της εποχής. Με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και τις εκτοπίσεις εξουθενώθηκε πραγματικά το εργατικό κίνημα και οι λαϊκές διεκδικήσεις πήραν αναβολή για την επόμενη δεκαετία. Κάποιοι ιστορικοί, αλλά και αυτόπτες μάρτυρες, υποστήριξαν ότι η κινητοποίηση αφέθηκε να εξελιχθεί ανεξέλεγκτα προκειμένου να χτυπήσει, το ίδιο ανεξέλεγκτα και βίαια η χωροφυλακή. Ήταν, δηλαδή, ένα είδος προβοκάτσιας για να εφαρμοστούν με ευκολία τα δικτατορικά σχέδια.

Σύμβολο του αγώνα του «Μάη του ‘36» υπήρξε η κλασική φωτογραφία της τραγικής μάνας που κλαίει πάνω από το δολοφονημένο κουφάρι του γιού της, του 27χρονου αυτοκινητιστή Τάσου Τούση από το Ασβεστοχώρι, στο οδόστρωμα της Εγνατίας, δίπλα στην Παναγία Χαλκέων. Ήταν ο πρώτος απεργός νεκρός που σκοτώθηκε λίγο πριν από χωροφύλακες στη συμβολή των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων. Οι συναγωνιστές του ξήλωσαν μια πόρτα, έβαλαν πάνω της το νεκρό σώμα του και επιχείρησαν, εις ένδειξη διαμαρτυρίας, να το μεταφέρουν στο Διοικητήριο.το σημερινό υπουργείο Μακεδονίας Θράκης. Οι αστυνομικές δυνάμεις όμως διέλυσαν με πυροβολισμούς την πομπή και το αυτοσχέδιο φέρετρο του Τούση εγκαταλείφθηκε στη μέση του δρόμου, όπου το βρήκε, ειδοποιημένη από φίλους του νεκρού, η χαροκαμένη μάνα του. Αυτή η φωτογραφία, δημοσιευμένη στο «Ριζοσπάστη», ενέπνευσε τον «Επιτάφιο» στο Γιάννη Ρίτσο, ποίημα που μελοποιήθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε με πάθος στις εργατικές και ειρηνιστικές κινητοποιήσεις στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Τα φέρετρα με τους σκοτωμένους απεργούς από τις σφαίρες της αστυνομίας τον Μάη του 1936, λίγο πριν από την ταφή τους. Χιλιάδες διαδηλωτές μετέτρεψαν την κηδεία σε μεγαλειώδη διαδήλωση διαμαρτυρίας.

Ο αριθμός των νεκρών παραμένει ακόμη αδιασταύρωτος. Κυμαίνεται μεταξύ εννιά και 20 νεκρών, ενώ εφημερίδες της εποχής φτάνουν τους νεκρούς στους τριάντα. Η επερχόμενη δικτατορία Μεταξά και η δραματική δεκαετία του ‘40, δεν άφησαν περιθώρια για την αντικειμενική καταγραφή του αριθμού των θυμάτων. Παραθέτουμε τα ονόματα των, μέχρι τώρα γνωστών, νεκρών: Αναστασία Καρανικόλα, καπνεργάτρια, 23 χρόνων, μητέρα ενός παιδιού, Ίτο Γιακό Σρέντορ, 22 χρόνων, επινικελωτής, Γιάννης Πανόπουλος, 23 χρόνων, εργάτης βιοτεχνίας, Δημήτρης Αγλαμίδης, 25 χρόνων, σιδεράς, Σαλβατόρ Ματαράσο, 20 χρόνων, υπάλληλος, Δημήτρης Λαϊλάνης ή Λαϊνάς, 17 χρόνων, Σταύρος Διαμαντόπουλος, 23 χρόνων, Μανόλης Ζαχαρίου, 26 χρόνων, Ευθύμιος Αδαμαντίου, 18 χρόνων, υποδηματοποιός, Ευάγγελος Χολής, 32 χρόνων, καπνεργάτης.

Η χωροφυλακή δεν «πλήρωσε» για τις δολοφονίες και τους τραυματισμούς των πολιτών και απαλλάχτηκε, για τις ευθύνες της, όπως ήταν επόμενο, από τη δικτατορία του Μεταξά. Η υπόθεση της εξέγερσης έκλεισε τυπικά, για το δικτατορικό καθεστώς, δυο χρόνια αργότερα, στο δικαστήριο της Έδεσσας, όπου οι πέντε κατηγορούμενοι ως «κύριοι υποκινητές των ταραχών», (Σινάκος, Μελανιφίδης, Ασπρίδης, Κουκουρίδης, Ντάσια (Εβραίος) καταδικάστηκαν σε δυο χρόνια φυλάκιση.

Οι πρωταγωνιστές

Οι καπνεργάτες την περίοδο του μεσοπολέμου ήταν το πιο δυναμικό εργατικό τμήμα και το πιο οργανωμένο συνδικαλιστικά, με ισχυρή Πανελλαδική Καπνεργατική Ομοσπονδία και τοπικές οργανώσεις. Την εποχή των γεγονότων, μόνο στη Θεσσαλονίκη ήταν γραμμένοι στα σωματεία τους 12.000 μέλη από τα οποία το 77% ήταν γυναίκες. Με τους συνεχείς αγώνες κατόρθωσαν να προωθήσουν βασικά εργασιακά και συνδικαλιστικά αιτήματα όπως την αναμόρφωση του ταμείου τους, του ΤΑΚ.

Με τους αγώνες τους , αλλά και την ιδιόμορφη εργασιακή σχέση (εποχιακή εργασία, πολλές γυναίκες απασχολούμενες στον κλάδο) οι καπνεργάτες είχαν διαμορφώσει ένα αυτόνομο συνδικαλιστικό κίνημα που επέβαλε τους όρους του στους εργοδότες και αντιστέκονταν με επιτυχία στις εργοδοτικές αντιδράσεις και τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς. Στα καπνομάγαζα δημιουργήθηκαν βασικοί πυρήνες κομμουνιστικής δράσης και από τους κόλπους των καπνεργατών προήλθαν πολλά ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και του εργατικού συνδικαλισμού. Έτσι οι καπνεργάτες θεωρούνταν από την προπολεμική εξουσία ως οι βασικότεροι φορείς για «κοινωνική αναταραχή», με αποτέλεσμα οποιαδήποτε διαμαρτυρία να θεωρούνταν καλυμμένη μεθόδευση κατά του «κοινωνικού καθεστώτος» και να προκαλεί τη βίαιη καταστολή της.

Η μνήμη των νεκρών στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο

Ο Μάης του ‘36 δεν αποκαταστάθηκε ακόμη επιστημονικά μέσα από τη μελέτη του αρχειακού υλικού και των κοινωνικών παραμέτρων της, ούτε επιχειρήθηκε ανεξάρτητη μελέτη όλων των ιστορικών διαστάσεων υπό το φως και των διεθνών πηγών. Έγιναν κάποιες προσπάθειες, που αναμασούν τις υπερβολές καταγραφής του λαϊκού κινήματος και των ιδεολογικά προσκείμενων ιστοριογράφων του, μονοπωλήθηκε για πολλά χρόνια ως αποκλειστική εποποιία του ΚΚΕ και αποκλειστικός χώρος αγωνιστικής αναφοράς και ιστοριογραφικής έρευνάς του.

Σποραδικά δίνονται οι πολιτικές διαστάσεις της εξέγερσης και αποκαλύπτονται οι παρακρατικές συνωμοσίες της εποχής που είχαν ως αποτέλεσμα τη δικτατορική επέμβαση του Ιωάννη Μεταξά, δυο μήνες αργότερα. Αρχεία του Φόρειν Οφις, ακόμη και δικά μας αρχεία στελεχών του εργατικού κινήματος και πρωταγωνιστών της απεργιακής εξέγερσης δεν είδαν ακόμη το φως της δημοσιότητας. Οι τελευταίοι αυτόπτες μάρτυρές της, απλοί διαδηλωτές και συνδικαλιστικά στελέχη, χάθηκαν πια και οι διάφορες σκόρπιες μαρτυρίες τους σε συνεντεύξεις και επετειακές τηλεοπτικές εκπομπές περιμένουν το συλλογέα και τον σχολαστικό ερευνητή τους.

Πάντως, μια πρόσφατη σχετικά διδακτορική μελέτη (2000), που καλύπτει το εργατικό κίνημα της Θεσσαλονίκης από το 1908 ως το 1936, είναι η πληρέστερη έρευνα σχετικά με τα γεγονότα του «Μάη του ΄36» που τα βλέπει μέσα από το πρίσμα των σύγχρονων επιστημονικών προσεγγίσεων και τα εντάσσει στα διεθνή οικονομικά και εργασιακά προβλήματα των πρώτων δεκαετίων του 20ού αιώνα. Είναι η μελέτη του Κώστα Φουντανόπουλου, «Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη, 1908-1936. Ηθική, οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο», εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005.

Ακόμη, μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές εξεγέρσεις της Θεσσαλονίκης δεν πέρασε ως θέμα, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις και αυτοβιογραφικές σημειώσεις, στην τοπική λογοτεχνική παραγωγή. Το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί από τη γενικότερη στάση της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης του μεσοπολέμου, όπου τα κοινωνικά θέματα (πόλεμος, προσφυγιά, φτώχεια, κοινωνικές αναταραχές κλπ.) απουσιάζουν από το λογοτεχνικό είδος του «εσωτερικού μονόλογου», που καλλιέργησαν ιδιαίτερα οι τοπικοί δημιουργοί. Το κυρίαρχο, βέβαια, λογοτέχνημα για το Μάη του ‘36 παραμένει ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Ωστόσο, στη μεταπολεμική ιδίως λογοτεχνία, σε πολλά πεζογραφήματα γίνονται εκτενείς αναφορές και περιγραφές για τον «Μάη». Τέτοιες αναφορές βρίσκουμε στις «Σελίδες αυτοβιογραφίας» του Γιώργου Βαφόπουλου, στη «Μόνη κληρονομιά» του Γιώργου Ιωάννου, στη «Μεγάλη πλατεία» του Νίκου Μπακόλα, στην «Ξεριζωμένη γενιά – το χρονικό της προσφυγιάς» της Ιφιγένειας Χρυσοχόου στο βιβλίο «Θεσσαλονίκη, 9-11 του Μάη» του Θέμου Κορνάρου, στο «Συμεών ο πρόσφυγας» του Λεωνίδα Ζησιάδη, στο «Ρέκβιεμ για τρεις γενιές» του Γ. Πανάγου κ.ά.

Πέρα από τις ντοκιμαντερίστικες αναφορές με την καταγραφή αναμνήσεων και περιγραφών αυτοπτών μαρτύρων της εργατικής εποποιίας του 1936, η μοναδική κινηματογραφική προσέγγισή της είναι με την ταινία του Τάσου Ψαρρά (σενάριο-σκηνοθεσία) «Μάης» που γυρίστηκε το 1976 με ντόπιους ηθοποιούς και κατοίκους στους ίδιους χώρους της Θεσσαλονίκης όπου έλαβε χώρα η ιστορική λαϊκή κινητοποίηση. Στο συνοδευτικό κείμενο της ταινίας σημειώνονται τα εξής: «Οι ημέρες του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη και τα γεγονότα που οδήγησαν στις αιματηρές συγκρούσεις των καπνεργατών με τον στρατό, περιγράφονται σ’ αυτήν την ταινία με γλαφυρό τρόπο. Πρωταγωνιστεί ο λαός, και η αφήγηση δεν επιμένει στη δραματικότητα ή στις υπερβολές. Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης η παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο η χώρα οδηγήθηκε, μέσα από συγκεκριμένο σχέδιο, στη δικτατορία του Μεταξά, στις 4 Αυγούστου του 1936″.

Ένα ντοκιμαντέρ – ιστορική μαρτυρία για τον «Μάη του ’36»

Το 1984 είχα την ευτυχή συγκυρία, στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής συνεργασίας με την εκπομπή «Η ΕΡΤ στη Βόρειο Ελλάδα» του Χρίστου Χριστοδούλου, να συνεργαστώ με τον εξαίρετο σκηνοθέτη Φώτο Λαμπρινό σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Μάης ’36. Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης». Εγώ έκανα το ρεπορτάζ της τανίας, δηλαδή να βρω και να μιλήσω με επιζώντες πρωταγωνιστές της εργατικής εξέγερσης και να εντοπίσω τους χώρους όπου έλαβαν χώρα οι συγκρούσεις και οι πορείες των διαδηλωτών. Βασικός αφηγητής της ταινίας επιλέχτηκε να είναι ο νέος ερευνητής και φέρελπις ιστορικός Αντώνης Λιάκος, ο μετέπειτα καθηγητής της νεότερης ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος έκανε την περίοδο εκείνη αποκαλυπτική έρευνα για το εργατικό κίνημα στο μεσοπόλεμο στα αρχεία των δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης. Ήταν μια θαυμάσια εμπειρία και μια ουσιαστική συμβολή στην ιστορική έρευνα του εργατικού κινήματος της πόλης, γιατί διασώθηκαν τα πρόσωπα και οι μνήμες πολλών αυτοπτών μαρτύρων εκείνης της δραματικής εποχής, που εντωμεταξύ χάθηκαν -εκτός βέβαια του νεαρού τότε αφηγητή- ακολουθώντας τη βιολογική τους μοίρα. Αξίζει να δείτε το εν λόγω ντοκιμαντέρ, αν και η διαθεσιμότητά του στο youtube προσφέρεται σε τέσσερις ολιγόλεπτες συνέχειες…

Χ.ΖΑΦ.

>Δείτε το ντοκιμαντέρ της σειράς «Η ΕΡΤ στη Βόρειο Ελλάδα» με τίτλο «Μάης ’36. Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης», ρεπορτάζ Χρίστος Ζαφείρης, σκηνοθεσία Φώτος Λαμπρινός, διεύθυνση φωτογραφίας Γιώργος Φράστανλης, διεύθυνση παραγωγής Κυριάκος Γεωργίου, υπεύθυνος εκπομπής Χρίστος Χριστοδούλου. Πρώτη προβολή Μάης 1984:

Α’ μέρος : https://www.youtube.com/watch?v=gZpKfsWfx3Q

Β’ μέρος https://www.youtube.com/watch?v=jfYHd2NEXwk

Γ’ μέρος : https://www.youtube.com/watch?v=gn_C5FBs5IE

Δ’ μέρος : https://www.youtube.com/watch?v=Y_PChNEFU5I

Πηγή: thessmemory.wordpress.com/