Τρίτη 25 Απριλίου 2017 ώρα 19.00 στο Λαογραφικό & Ιστορικό Μουσείο Ξάνθης«Τελετουργικά έθιμα του Απρίλη και του Πάσχα» Με την Γαρυφαλλιά Γ. Θεοδωρίδου 

«Τελετουργικά έθιμα του Απρίλη και του Πάσχα»

Ο Απρίλης είναι το Πάσχα. Ήδη με το όνομά του προερχόμενο από το aperio που σημαίνει «ανοίγω», σημειοδοτείται το «άνοιγμα» των πάντων (της φύσης, των δέντρων, των λουλουδιών και του καιρού). Η ιδέα του Πάσχοντος και Θνήσκοντος Θεού που ανασταίνεται – εγείρεται μαζί με την φύση (θάνατος-ανάσταση) είναι κεντρική στα έθιμα του Πάσχα, τα οποία χαρακτηρίζονται από την έντονη βιωματικότητα του λαού: ήδη από το Σάββατο του Λαζάρου που εντάσσεται και αυτός στο σχήμα του θνήσκοντος και αναστώμενου ήρωα, και που προεικονίζει (οκτώ ημέρες πριν) την επερχόμενη Ανάσταση του Χριστού, η Μ. Εβδομάδα αποτελεί μία από τις πλέον παρασταστικές πλευρές της Ορθοδοξίας με πάμπολλα λαϊκά έθιμα και λαμπρές θρησκευτικές αναπαραστάσεις, αφού ο λαός τις απολαμβάνει συναισθηματικά, τις θαυμάζει, και βιώνει την θρησκεία ως τελετουργία (επιθυμεί να αισθανθεί τα γεγονότα). Ειδικότερα:

–     με αθρόα προσέλευση στις βραδινές συνάξεις («Καλονυχτιές»), την παρακολούθηση του θείου δράματος μέσα από τους εκκλησιαστικούς ύμνους και τα δρώμενα συντελείται η λαϊκή βιωματικότητα και εκφράζεται η λαϊκή έλξη προς το τελετουργικό· η αναπαράσταση μιμείται  ένα αρχέτυπο, ο χρόνος γίνεται «αιώνιο παρόν», «τώρα» («Σήμερον κρεμάται επί ξύλου»). (Π.χ.) στην ανατολ. Θράκη και αλλού τελούνται αναπαραστάσεις του Nιπτήρος από τον ιερέα που πλένει τα πόδια των άλλων ιερέων ή παριστάνεται συμβολικά η λειτουργική σκηνή της καθόδου του Χριστού στον Άδη με  διάλογο και θορύβους («Άρατε Πύλας»)

–                    με την τελετουργική εγκοίμιση των γυναικών (το ξενύχισμα του σταυρωμένου Χριστού) στην εθιμικά κρίσιμη στιγμή της Μ. Πέμπτης και την πηγαία λαϊκή θρησκευτικότητα όπως εκφράζεται στην απαγγελία του Μοιρολογιού της Παναγίας

–                    με το στόλισμα του κουβουκλίου του Επιταφίου και τον πάνδημο, γοερό και τελετουργικό θρήνο, συνοδευμένο από πάμπολλες λαϊκές παραδόσεις για την «προδότρα» λοιδοριά, που σε αντίθεση με τα άλλα δέντρα, δέχτηκε να δώσει το ξύλο της για τον Σταυρό, ή για τα άνθη που κοκκίνισαν από το αίμα του Εσταυρωμένου (και τόσα άλλα θαυμάσια που η λαϊκή ποιητικότητα ενέπλεξε)

–                    με την φύλαξη του Χριστού από τις γυναίκες την Μ. Παρασκευή «σαν δικό τους νεκρό», και με ευρείες λαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες, που επικοινωνούν την παντοδυναμία της νίκης επί του θανάτου (μια αρχέγονη ανθρώπινη λαχτάρα)

–                    με το αναστάσιμο φως της λαμπάδας, αυτήν την λυτρωτική, καθαρτήρια, εξαγνιστική, αναγεννητική δύναμη του πυρός, το σβήσιμο των παλιών φώτων και το άναμμά τους («Δεύτε λάβετε φως»).

Μελετούμε τον πάνδημο καθαρισμό των σπιτιών, τους αγερμούς του Λαζάρου, και το θεατρικό κτύπημα με τα βάγια – θαλερά κλαδιά της ομώνυμης Κυριακής (που στοχεύει στην μετάδοση της γονικότητας), το βάψιμο των αυγών ως μήτρα ζωής, καλή αρχή, ελπίδα (που θα τοποθετηθούν στο εικονοστάσι για να χρησιμοποιηθούν -εάν χρειαστεί- στην κατάπαυση μιας δυνατής θύελλας ή χαλαζιού, με το θάψιμο του αυγού της προηγούμενης χρονιάς στο χώμα για να φέρει ευκαρπία στην γη ή την προσφορά του στον προσφιλή νεκρό). Με το άλευρο που χρησιμοποιήθηκε στο μυστήριο του Ευχελαίου της Μ. Τετάρτης και κατέστη ιερό, θα ζυμωθούν πρόσφορα και θα παρασκευαστεί το ευλογημένο προζύμι της χρονιάς· (μελετούμε) την παρασκευή των κουλουριών (τσουρεκιών) και των γλυκών («ιερή τροφή»), που αντανακλούν την φροντίδα, επιμέλεια, ομορφιά και χάρη, την λαϊκή ποιητικότητα των γυναικών· το τριπλό πέρασμα από τον Επιτάφιο, για να είναι οι άνθρωποι γεροί όλον τον υπόλοιπο χρόνο· την φύλαξη των λουλουδών του ώστε να κρατήσουν την δύναμη του θείου νεκρού· την αίσθηση της Ανάστασης που πληρεί με χαρά τις μαύρες ημέρες του πένθους· τα πάνδημα γεύματα γύρω από το τραπέζι με το ψητό αρνί (και όχι τον οβελία, όπως σε άλλα μέρη της Ελλάδας)· την «Δεύτερη» Ανάσταση, την  «αγάπη»  (έθιμο βυζαντινής προέλευσης)· τις επισκέψεις στα σπίτια και στους νονούς για φιλοδωρήματα (αντί-δωρο και αντί-χαρη) και τόσα άλλα.

Το Πάσχα συνδέεται στενά με την γιορτή του Άη Γιώργη, το ανοιξιάτικο σύνορο του χρόνου, αφού μαζί με τον Άη Δημήτρη αποτελούν τα δυο συνοράτα (για γεωργούς, κτηνοτρόφους, αλλά και για τον αστικό πληθυσμό της πόλης). Μέσα σε όλα αυτά είναι εντονότατη η παρουσία των νεκρών μέχρι το Ψυχοσάββατο του Ρουσαλιού, όπου κάθε νεκρός πηγαίνει στον τόπο του.

Γαρυφαλλιά Θεοδωρίδου

Υποψ. Δρ. Λαογραφίας ΔΠΘράκης