Σε όλους είναι γνωστή η Ελληνική κωμωδία του Ντίνου Δημόπουλου «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», με τον αφελή και ηλικιακά ανώριμο «Ντίνο Διαμαντίδη» (Λάμπρος Κωνσταντάρας) συνεπαίρνεται από τα κάλλη και τη νιότη της «Κορίνας Μαλτέζου» (Νόρα Βαλσάμη), βοηθούμενη από την πονηράδα της μητέρας της («κυρία Μαλτέζου» η Μέλπω Ζαρόκωστα) και τη μπαγαποντιά του δήθεν φίλου του («Βούλης» ο Χρόνης Εξαρχάκος).
Εκτρέπεται και βρίσκεται προ των πυλών της προσωπικής και οικονομικής κατάρρευσης. Στο παραπέντε διασώζεται και συνετίζεται χάριν της πιστής «Ρίτας» (Μπέτυ Αρβανίτη) και του πραγματικού φίλου και θεράποντος ιατρού «Σπύρου Καρλάφτη» (Διονύσης Παπαγιανόπουλος). Μια ταινία που χαιρόμαστε να τη βλέπουμε, παρόλο που γνωρίζουμε από έξω τις ατάκες. Πολύ δε περισσότερο, που δεν έχουμε αγωνία για την κατάληξη του ήρωα.
Τι σχέση μπορεί να έχει η παραπάνω ταινία με τον τίτλο του άρθρου; Η αναφορά του τίτλου στα «βολεμένα παλικάρια» έχει να κάνει με εκείνους που οι «Σειρήνες» μιας κατ’ επίφαση εξουσίας και της φαντασιακής τους ένταξης σε ένα δεδομένο εξουσιαστικό λόμπυ -με συνδαιτυμόνες επιφανή στελέχη του παλαιού και κραταιού πολιτικού συστήματος από το οποίο ποτέ δεν αποκολλήθηκαν- τους κάνει αδικαιολόγητα να κομπάζουν ότι έχουν κατακτήσει κάτι σημαντικό, ικανοποιώντας το ανύπαρκτο εγώ τους.
Η τυπική ένταξη και συμμετοχή ενός ατόμου σε έναν πολιτικό φορέα, ειδικά σε κείνον που βρίσκεται στην Αριστερά, δεν σημαίνει a priori την πολιτική του ανωτερότητα και το ηθικό ανάστημα που πρέπει να έχει. Είναι πολύ εύκολο να θεωρήσει κάποιος ότι δεν τον αγγίζει οτιδήποτε (όπως κατ’ αντιστοιχία πίστεψε ο «Ντίνος Διαμαντίδης») και ότι η εξουσία τον καλεί να την κυριεύσει (όπως νόμισε ότι μπορούσε να κάνει στην «Κορίνα Μαλτέζου» ο αφελής ήρωας της ταινίας).
Δυστυχώς, στη ζωή και όχι στον κινηματογράφο, η απόσταση από την πολιτική άνοδο στην πτώση είναι ελάχιστη. Διανύεται τόσο γρήγορα, όσο ταχύτατα ξοδεύεται η ζωή κάνοντας ασυλλόγιστες πράξεις και παίρνοντας αφελείς αποφάσεις. Στην πολιτική, η αντίπαλη πλευρά (ο «Βούλης») δεν είναι ο κουτοπόνηρος που χάνει για να δικαιωθεί ο ήρωας της κινηματογραφικής ταινίας και να ικανοποιηθούν οι θεατές. Στην πολιτική, οι άλλοι είναι ετοιμοπόλεμοι και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να βρεθούν στα καίρια πόστα.
Κλείνοντας, δύο είναι τα σημαντικά σημεία που πρέπει να προσέξουμε από την «ανάγνωση» των κουρασμένων παλικαριών». Το πρώτο είναι ο ρόλος του «Βούλη». Του καταχθόνιου και μιαρού τύπου, που κοιτάζει το ιδιοτελές του συμφέρον. Είναι έτοιμος να «αδειάσει» τον υποτιθέμενο φίλο από τα παλιά. Τέτοιοι τύποι υπάρχουν παντού και πάντοτε. Στην πολιτική σκηνή «ανθίζουν» με μεγάλη ευκολία και «μεταπηδούν» χωρίς αιδώ από τον έναν «πολιτικό κήπο» στον άλλον. Δεν έχουν πιστεύω, πέραν της πίστης στο τομάρι τους. Δεν έχουν τύψεις γι’ αυτά που κάνουν. Αρκεί να έχουν προσωπικό όφελος. Όσοι νομίζουν ότι αλλάζοντας «στρατόπεδο», αλλάζουν οι προβληματικές συμπεριφορές, τότε είτε είναι πολιτικά αφελείς, είτε αδαείς.
Το δεύτερο σημείο είναι το αναμενόμενο τέλος. Η «σωτηρία» του ήρωα. Η «ανακάλυψη» του ορθού δρόμου (ο ήρωας επιστρέφει στην αγκαλιά της «Ρίτας»). Αυτό γίνεται χάριν των ειλικρινών και ανιδιοτελών φίλων που έχει. Όμως τέτοιες εξελίξεις υπάρχουν στις κωμωδίες του ’60. Δεν είναι χαρακτηριστικά της πολιτικής εξιστόρησης. Όσοι νομίζουν ότι στην πολιτική υπάρχει ο «από μηχανής θεός» που σώζει «την παρτίδα», τότε η παραμονή τους στον πολιτικό στίβο είναι επιζήμια και επιβλαβής.
Πόσο δε μάλλον, όταν οι πολιτικές τους πράξεις και συμπεριφορές, δίνουν «αέρα» στα πολιτικά «ερείπια» να εγερθούν. Να «στυλωθούν» με τα δεκανίκια εκείνων που εξυπηρετούν. Να φωνάζουν για δικαίωση των κριμάτων τους που υποθήκευσαν μελλοντικές γενιές. Να βγάζουν γλώσσα ζητώντας «τα ρέστα» για τα δικά τους πεπραγμένα. Και για όσους δεν το έχουν αντιληφθεί, τώρα πια η γλώσσα τους φλέγεται.