To Kαρναβάλι του 2017 τελείωσε με μια αίσθηση ικανοποίησης στους περισσότερους γιατί ο καιρός βοήθησε και η προσέλευση φαίνεται να ήταν μεγαλύτερη από τα προηγούμενα χρόνια. Όμως o ζωτικός προβληματισμός για το ζήτημα των ΘΛΕ δεν πρέπει να κρυφτεί κάτω από το χαλί της ευδαιμονίας του τριημέρου. 

Είναι ένα σημαντικό οικονομικό μέγεθος για την περιοχή και τον τουριστικό της τομέα, όσο και αν ορισμένες παράμετροι προφανώς και δεν ικανοποιούν. Είναι ένα σημαντικό ζήτημα για τη φήμη της πόλης και μια μεγάλη κατάκτηση της λαϊκής βάσης που συνέχει το θεσμό με την παράδοση του δημιουργεί, χωρίς να επηρεάζεται από τις πολιτικές ή άλλες συγκυρίες. Μαζί με το διοικητικό μηχανισμό που επίσης είναι σε θέση να κινεί το θεσμό άρτια, ίσως καλύτερα χωρίς την καθοδήγηση.

Είναι όμως και ένα μεγάλο ερωτηματικό το σκέλος της στρατηγικής και του πολιτισμού καθώς ολοένα και περισσότερο η ηγεσία αρχίζει να επιβαρύνει το θεσμό με αχρείαστα προβλήματα και προφανώς δεν το αντιμετωπίζει ως πολιτιστικό ζήτημα αλλά ως μια μικροπολιτική υπόθεση και με αισθητική που δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτή των νυχτερινών κέντρων. Και θα ήταν απολύτως καταστροφικό να υποστηρίξει κανείς ότι τα περιορισμένα οικονομικά μέσα είναι η αιτία της προσέγγισης του “φτηνού” ως “λαϊκού” που υπάρχει σήμερα. Ευτυχώς που δεν υπάρχουν μεγαλύτεροι οικονομικοί πόροι γιατί, μέσω κάποιου μάνατζερ από το Λαγκαδά, θα κατέληγαν και πάλι στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα, από άλλο δρόμο.

Έχουν ειπωθεί πάρα πολλά και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν καθώς θα παρέπεμπε σε εμπάθεια απέναντι σε πρόσωπα που εκτίθενται δημόσια και κάνουν, μοιραία, λάθη όπως ίσως κάνουν και σωστά. Είναι όλα γνωστά έτσι κι αλλιώς αλλά το ζήτημα δεν είναι τα πρόσωπα.

Η ροή και η αντίληψη της  παρέλασης

Ελλείψει άλλου περιεχομένου λοιπόν, ο θεσμός επικεντρώνεται στο θετικό οικονομικό αντικείμενο και καταλήγει σε ένα πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα που αποτυπώνεται στην, για πολλοστή φορά, κακή ροή της Κυριακάτικης Παρέλασης που την έθεσε εκτός τηλεοπτικού χρόνου. Μάλλον γιατί  δεν υπάρχει ο νους που να αντιλαμβάνεται ότι στην Ελληνική Τηλεόραση δεν αποτελεί ενδιαφέρον θέαμα ένα καρναβάλι όπου ο χρόνος αναλώνεται σε συλλόγους που “σταθμεύουν” στην πλατεία και χαριεντίζονται με την “εξέδρα των επισήμων” (παγκόσμια πρωτοτυπία σε Καρναβάλι) και τις κάμερες, με διαλόγους πανομοιότυπους εδώ και δεκαετίες, ίσως και εικόνες που δεν τιμούν το θεσμό.

Η συμμετοχή και η ζωντάνια των Συλλόγων, η ενέργεια και η παράδοση που κουβαλούν – κάποιοι ενσωματώνοντας γενιές εθελοντισμού και αντίληψης του πολίτη για την πόλη του- είναι ο σκελετός του καρναβαλιού αλλά κάποιος πρέπει να τους καθοδηγεί και να τους διευκολύνει. Έτσι διαπιστώνεται πως οι υπάρχοντες επισκέπτες έλκονται σχεδόν αποκλειστικά από το τελευταίο διήμερο και εκεί ακριβώς βρίσκεται ένας ακόμη προβληματισμός για το μέλλον του θεσμού. Μπορεί ο χαρακτήρας του καρναβαλιού να έχει διάφορα διονυσιακά  στοιχεία διασκέδασης και φυγής από την τάξη των πραγμάτων αλλά όταν αρχίζει να παραπέμπει σε μια ευκαιρία να συγκεντρωθούν όλοι οι στερημένοι της Βόρειας Ελλάδας για να “τερματίσουν” υπερβολικά τα όριά τους, προφανώς κάτι πάει στραβά. Και αυτό που πάει στραβά είναι η έλλειψη άλλου πολιτιστικού και καλλιτεχνικού περιεχομένου,  η έλλειψη προοπτικής για ένα άλλο άνοιγμα, που συρρικνώνει το θεσμό και τον κάνει θελκτικό σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, ως μια φτηνή διαφυγή.

Ποσότητα και όχι ποιότητα στην τοπική οικονομία

Με τον τρόπο αυτό επιβαρύνεται και το οικονομικό αντικείμενο καθώς παρατηρείται έξαρση του παράνομου και φτηνού εμπορίου, όπου οι στεγασμένες επιχειρήσεις βρίσκονται σε δυσμενή θέση και όπου η ποιοτική διασκέδαση και εστίαση, που προσφέρουν οι επιχειρήσεις της πόλης κατά παράδοση, υποβαθμίζεται. Ίσως υπάρχει καιροσκοπισμός και από κάποιες επιχειρήσεις αλλά αυτές είναι ελάχιστες μέσα στο γενικό κανόνα καθώς με τη ροή των πραγμάτων και τις γενικότερες εξελίξεις και ισορροπίες στον οικονομικό τομέα, υπάρχουν πια επιχειρηματίες της πόλης που αμφιβάλλουν αν η μεγαλύτερη προσέλευση κόσμου έχει αισθητά θετικά αποτελέσματα. (Βέβαια, για να ακουστούν οι επιχειρήσεις πρέπει πρώτα να εκπροσωπηθούν αλλά αυτό είναι μια άλλη θλιβερή ιστορία αυτής της πόλης).

Επί του προκειμένου, αυτό που χρειάζεται είναι ένα σοβαρό 20ήμερο εκδηλώσεων με βάθος -όπου θα βρει χώρο να εκφραστεί με μεγαλύτερη εξωστρέφεια και η λαογραφία-  που θα εξασφαλίζει μια σταθερή ροή επισκεπτών, οι οποίοι θα απολαμβάνουν ποιοτικές υπηρεσίες και φιλοξενία, αντάξια της φήμης της πόλης ενώ θα γνωρίζουν όλη την περιοχή και τις εμπειρίες της και όχι μόνο δύο δρόμους του κέντρου της Ξάνθης. Αυτό θα είχε μακροπρόθεσμα προστιθέμενη αξία.

Mε το βλέμμα στο μέλλον

Γενικότερα,  το Καρναβάλι είναι ο κόσμος του με το εθελοντικό πνεύμα και αυτοί το συνεχίζουν ως παράδοση, πια. Ρεαλιστικά έτσι θα συνεχίσει τα επόμενα χρόνια και ο καθένας μπορεί να καταλάβει, από αυτά που βλέπει, ότι δεν υπάρχει ούτε η σκέψη αλλά ούτε και οι άνθρωποι που προβληματίζονται για μια νέα προοπτική και φιλοδοξίες αλλά αντιθέτως αρκούνται στο περιεχόμενο και την αισθητική όσων παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια. Ένας θεσμός που αντιμετωπίζει τη λαογραφία ως “εύκολη λύση” για να γεμίσει το πρόγραμμα και αντιλαμβάνεται τον πολιτισμό ως νυχτερινή πίστα,  με μια αρκετά κατανοητή εχθρότητα προς κάθε τι υψηλό καλλιτεχνικά, που εξοβελίζεται σταθερά.

Άρα οι Ξανθιώτες με τις δικές τους δυνάμεις θα κρατήσουν το θεσμό και θα ελπίζουν στο μέλλον να υπάρξει ένα όραμα για να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, όπως ένα όραμα είχε οδηγήσει κάποτε τους θεσμούς της πόλης στην έκρηξη και είχε διώξει τα “κοράκια”, που άρχισαν πάλι να μαζεύονται γύρω τους. Με την προσδοκία άνθρωποι της δημιουργίας που απομακρύνονται σταθερά από το θεσμό (και κάποιοι πλέον μαζικά επιλέγουν να λείπουν από την πόλη), να βρουν κάποτε ένα λόγο να επιστρέψουν.

Προφανώς οι δυνάμεις της πόλης και ο πολιτισμικός πλούτος της έχουν αποδείξει ότι αυτή η αισθητική που κάποιοι προωθούν δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ κυρίαρχη. Οι θεσμοί είναι υπεράνω των προσώπων.

Γιάννης Σιδηρόπουλος
isidister@gmail.com