Εκεί που πρέπει να δρομολογηθούν εξελίξεις από το κυβερνών κόμμα είναι στη σχέση και στη θέση του ως προς τα συνδικάτα, τα αιτήματα και τις ηγεσίες τους. Ως γνωστό, η αντιμετώπισή τους από την εγχώρια σοσιαλδημοκρατία ήταν αμφίσημη: υποστήριξη (ως επί το πλείστο άκριτη) όποτε βρισκόταν στην αντιπολίτευση, διαπλεκόμενη και πατερναλιστική όταν κυβερνούσε.

Ως αποτέλεσμα, αναπτύχθηκαν και εδραιώθηκαν νοοτροπίες που αντιμετώπιζαν τα συνδικάτα ως το «μακρύ χέρι» του κυβερνητισμού και της διαιώνισης του πελατειακού κράτους· απαραίτητου στοιχείου για την παραμονή στην εξουσία και τη διατήρηση των αναγκαίων αλληλεξαρτώμενων δεσμών. Τα συνδικάτα και οι ηγεσίες τους, φρόντιζαν να διασφαλίζεται η απαιτούμενη ομαλότητα στην εκτέλεση των -με διάφορες εκφάνσεις- νεοφιλελεύθερων πολιτικών, στη νομή της εξουσίας και στην κατανομή των ρόλων για την εύρυθμη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης. Οι αντιδράσεις στις εφαρμοζόμενες πολιτικές -σε μεγάλο βαθμό- είχαν τυπολατρικό χαρακτήρα, καθώς οι «διαπραγματεύσεις» οδηγούσαν σε λύσεις επιδοματικού χαρακτήρα και εσωτερικών διακρίσεων και ανταγωνισμών εντός της δημοσιοϋπαλληλικής κάστας.

Σήμερα που «όλα είναι αλλιώς», με τα συνδικάτα κοινωνικά απαξιωμένα και τις ηγεσίες τους «δεμένες στο άρμα» του ancient regime, το δε πολιτικό σύστημα να βρίσκεται σε αναταραχή και σε μη προβλέψιμη πορεία, οι αποφάσεις απαιτούν ρηξικέλευθη και επιθετική λογική. Από την πρακτική της διακυβέρνησης, την υλοποίηση (και όχι απλώς τη ψήφιση) νόμων για την αναδιοργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης, οι υφιστάμενοι συνδικαλιστικοί ηγήτορες, πρέπει να απονευρωθούν. Να μην έχουν κυβερνητικά ερείσματα και να μη μπορούν να προσφέρουν «εξυπηρετήσεις» στην εκλογική τους πελατεία. Το «απόστημα» που έχει αρνητικά «γαλουχήσει» τις μεταπολιτευτικές γενεές, ταυτίζοντας τον συνδικαλισμό με το κομματικό ρουσφετολογικό κράτος, πρέπει να «σπάσει».

Από την άλλη πλευρά, δεν αλλάζουν οι προβληματικές και αντιδημοκρατικές συμπεριφορές τροποποιώντας ή μεταλλάσσοντας το πελατειακό σύστημα, αλλά καταργώντας αυτής της μορφής διαπλοκή και προωθώντας ανεξάρτητα και μη κρατικά και συνδικαλιστικά ελεγχόμενα συστήματα υπαλληλικής εξέλιξης, τοποθέτησης, μετακίνησης, αξιολόγησης. Αυτή μπορεί να είναι η δύσκολη επιλογή, όμως δημιουργεί παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές και οδηγεί σε διαγραφή της λέξης «ρουσφέτι» από το δημοσιοϋπαλληλικό λεξικό.

Το κυβερνών κόμμα πρέπει να «τοποθετείται» πολιτικά και να παίρνει θέσεις λέγοντας «τα του καίσαρος τω καίσαρι». Να μην «ευλογεί γένια», ούτε να φροντίζει να το ακούν «ευήκοα ώτα», αλλά οι θέσεις του να είναι ανεξάρτητες από ισορροπίες και συσχετισμούς δυνάμεων. Είναι καιρός να παραδεχτούμε ότι η αξιωματική θέση «ο εργάτης έχει πάντα δίκιο» είναι δεόντως προβληματική, όσο η αποδοχή της έννοιας περί «διευθυντικού δικαιώματος».

Το κόμμα οφείλει να έχει τις θέσεις του και να μη διαμορφώνονται σύμφωνα με τα «θέλω» των συνδικάτων. Εν τοιαύτη περιπτώσει, δεν θα λέγαμε ότι τα συνδικάτα και οι ηγεσίες τους γαλουχήθηκαν με την αξιοκρατία και ότι ήταν πάντα ταξικά συνειδητοποιημένα. Ως επί το πλείστον, συντεχνιακά λειτουργούσαν και συμφεροντολογικά αντιδρούσαν.

Οι θέσεις του κόμματος πρέπει να είναι ταξικά προσανατολισμένες και όχι συντεχνιακά ή κλαδικά καθοριζόμενες. Δεν στοχεύεις στη στήριξη ενός ή κάποιων δέντρων, αλλά στη σωτηρία του δάσους. Πολλώ δε μάλλον, που το δέντρο γέρνει πότε δεξιά και πότε αριστερά, ανάλογα από την φορά και την ένταση των ανέμων. Το δάσος όμως παραμένει σταθερό και ακλόνητο (εκτός και εάν καεί, οπότε παραδίδεται η κοινωνία «βορά στα διαπλεκόμενα όρνεα»). Σε αυτή την περίπτωση, ο δρόμος δεν είναι «στρωμένος με ροδοπέταλα», αλλά η ρήξη δεν μπορεί να είναι ίδια με την ενσωμάτωση.

Η τελευταία παρέμβαση είναι η διαρκής και ανελέητη μάχη με τη διαπλοκή. Όχι μόνο αυτή που ξέρουμε, που βιώναμε για δεκαετίες και πρέπει να είμαστε διαρκώς και αδιαλείπτως απέναντί της, εχθροί και πολέμιοι, αλλά με οποιαδήποτε άλλη μπορεί να γεννηθεί ή να αναπτυχθεί, ως απόρροια της παρούσας κυβερνητικής κατάστασης. Η κοινωνία είναι τραυματισμένη, είναι προδομένη, είναι χολωμένη, είναι όμως δέκτης μηνυμάτων και πληροφοριών (κατά βάση διαστρεβλωμένων) και αποδέκτης πολιτικών κινήσεων που στοχεύουν στην «εξυπηρέτηση» ατόμων και ομάδων, στα πρότυπα του παλαιοκομματικού συστήματος.

Το κόμμα πρέπει να βοηθάει και να παρεμβαίνει για εκείνους που έχουν ανάγκη, για να διατηρείται «όρθια η κοινωνία», να προστατεύεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, απαιτείται να είναι όμως ενάντια σε παρεμβάσεις για την «τακτοποίηση» ή το «βόλεμα» ημετέρων. Η πολιτική εμπειρία δείχνει ότι οι «δεσμοί εξάρτησης» είναι ευκαιριακοί, είναι σαθροί και στηρίζονται στο «δούναι και λαβείν».

Αν το κυβερνών κόμμα δώσει «γη και ύδωρ» για να παραμείνει στη διακυβέρνηση κτίζοντας μια «νέα πελατεία», τότε η μικρομεσαία, καθημερινή διαπλοκή απλά θα έχει «αλλάξει χέρια»· δίχως όμως να έχουν αλλάξει οι νοοτροπίες στην κοινωνία. Γιατί είναι γνωστό ότι «ουδείς πιο αχάριστος του βολευθέντος». Και αυτό, το «πληρώνουν» τα πολιτικά κόμματα, αργά ή γρήγορα.