Οι Γιορτές Παλιάς Πόλης της Ξάνθης έρχονται στο προσκήνιο με πολλά παράπονα για το πρόγραμμα και το ύφος που παραπέμπει σε μπουζουκλερί, κατά πολλούς. Και είναι ευκαιρία για συμπεράσματα και κάποιες χρήσιμες διαπιστώσεις για τον πολιτισμό.
Τα “μπουζούκια” λοιπόν είναι μια μορφή διασκέδασης για ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας και μάλιστα λόγω της οικονομικής κρίσης, απρόσιτης στους περισσότερους. Είναι επιλογή του καθενός ο τρόπος διασκέδασης αλλά αυτή δεν αφορά την τέχνη ή τον πολιτισμό με τη στενή έννοια του όρου. Το λαϊκό επίσης – που συχνά βρίσκεται σε αυτούς τους χώρους σε διάφορες εκδοχές- δεν είναι κάτι κατακριτέο και είναι κτήμα του απλού κόσμου. Άλλωστε η δημώδης έκφραση μέσα στους αιώνες αποτέλεσε και επιβίωση της παράδοσης στη ζώσα πραγματικότητα όπως πχ το ρεμπέτικο τραγούδι που αποτέλεσε πεδίο έρευνας για τους μεγαλύτερους συνθέτες. Σε κάποιες περιπτώσεις το λαϊκό συμβαίνει να κατακτά υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, σε κάποιες άλλες όχι. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο για τον ίδιο λόγο πχ που κάποιος λαϊκός ζωγράφος του 19ου αιώνα παραμένει αξεπέραστος ενώ ένας σύγχρονος -επίδοξος- τοπικός ζωγράφος συναγωνίζεται σε καλλιτεχνική αξία ένα παιδί τρίτης δημοτικού και δεν υπάρχει κάποιος να το επισημάνει. Έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί την όποια δημιουργική του έκφραση αλλά είναι αδόκιμο να βρίσκει θέση σε πολιτιστικούς θεσμούς όπως οι Γιορτές Παλιάς Ξάνθης.
Όμως οι δημόσιοι φορείς έχουν υποχρέωση να προάγουν και να καλλιεργούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο και πάνω από αυτό και να αναθέτουν την καλλιτεχνική διεύθυνση αυτών των ενεργειών σε άτομα με μέση και ανώτερη πολιτισμική συγκρότηση. Όταν λοιπόν συμβαίνει το αντίθετο και οι δημόσιοι φορείς ανταγωνίζονται τις πίστες των “σκυλάδικων” ή τη ζωγραφική επιπέδου Δημοτικού Σχολείου (παράδειγμα), τότε ακολουθούμε την αντίστροφη πορεία από την πρόοδο προς την εξαχρείωση.
Πολιτική, πολιτισμός και ψυχανάλυση
Από άποψη πολιτική αυτός είναι ο λαϊκισμός και η δημαγωγία που κατέστρεψε την Ελλάδα κατά τη μεταπολίτευση, διέσυρε και πολτοποίησε τη νεοελληνική σκέψη την οποία οδήγησε στη φτήνια (και καλλιεργήθηκε από τις δυνάμεις που σήμερα ενδύονται το ρόλο των τιμητών και πολέμιων του λαϊκισμού). Αυτός ο πολιτικός και δημαγωγικός λαϊκισμός συναντάται στη γνωστή ρητορική «αφού αυτά θέλει ο κόσμος», ταυτόσημη πχ με τα μεσημεριανά «ελαφρά» προγράμματα της παρακμιακής τηλεόρασης και άρα ακολουθεί τη φθίνουσα πορεία από τον πολιτισμό προς τη βαρβαρότητα και τα πρωτόγονα ένστικτα. Είναι ο ίδιος λαϊκισμός με τη μορφή κυρίαρχης ιδεολογίας ως υπόστρωμα για την εκδήλωση φασιστικών φαινομένων όταν η κρίση δημιούργησε ανασφάλεια, φαινόμενα που ετεροκαθορίζονται με μίσος απέναντι σε ο,τιδήποτε υψηλά πνευματικό.
Από άποψη πολιτισμική, είναι η μοιραία ταύτιση της αισθητικής του μπουζουξίδικου με την αισθητική όσων έχουν την ευθύνη να αποφασίζουν για τους θεσμούς και άρα να αισθάνονται ευτυχείς όταν ένας θεσμός με μεγάλη λαϊκή βάση και απήχηση προσομοιάζει με την αισθητική της ψυχαγωγίας τους, δηλαδή την πίστας. Αλλά τότε καταδικάζουν ένα θεσμό, στον οποίο έχουν εμφανιστεί καλλιτέχνες με τεράστιο και διεθνές κύρος, σε μια μπουζουκλερί, αγνοώντας πλήρως ακόμη και τη Βαλκανική διάσταση που θα είχε τεράστιο πλούτο να εισφέρει. Για το λόγο αυτό ακόμη και χωριά ή κωμοπόλεις της Περιφέρειας όταν συμβαίνει να έχουν απλώς ανθρώπους με μέση αποδεκτή αισθητική, διοργανώνουν πλέον φεστιβάλ με πλήθος και ποιότητα ονομάτων, υψηλού επιπέδου, πολύ μακριά πια από τις φημισμένες (κάποτε) Γιορτές Παλιάς Ξάνθης…
Από άποψη ψυχαναλυτική αυτή η υποβάθμιση του επιπέδου εξηγείται για ανθρώπους που ίσως έτσι αισθάνονται ασφαλείς και καταπολεμούν τα σύνδρομά τους, όταν το επίπεδο φτάνει εκεί που μπορούν να το χειριστούν Είναι ένα σύνηθες φαινόμενο που τέμνει πια όλους τους θεσμούς γιατί διαφορετικά αισθάνονται κάποιοι όταν στη σκηνή βρίσκεται ο Μπρέγκοβιτς, πχ, και διαφορετικά όταν είναι ο Τσαλίκης ή κάποιος άλλος από αυτούς που εμφανίζονται στα νυχτερινά κέντρα της περιοχής (κατά μία σύμπτωση πρόκειται ακριβώς για τα ίδια ονόματα), όπου μπορεί να έχουν πετάξει μερικούς δίσκους με λουλούδια. Και καλά έκαναν καθώς είναι επιλογή τους αλλά αυτό δεν μπορεί να επιβάλλεται στην κοινωνία ως η επικρατούσα μορφή τέχνης. Άλλωστε η τέχνη (όχι μόνο η ελληνική) έχει αποδείξει ότι μπορεί να προσεγγίζει μεγάλα πλήθη, διατηρώντας το υψηλό της επίπεδο χωρίς να ευτελίζεται από το λαϊκίστικο στοιχείο.
Η κρίση ταυτότητας και η αποσύνδεση από τον παραδοσιακό οικισμό
Σε μια ευρύτερη κοινωνική ανάλυση ένας θεσμός με λαϊκή βάση δεν μπορεί να αφορά μόνον την υψηλή τέχνη. Αλλά δεν είναι δυνατόν να μην μπορεί να κατακτήσει ούτε την αξιοπρεπή έκφραση της μαζικής κουλτούρας, που βρίσκεται στον άλλο πόλο. Καθήκον της πολιτικής και της πολιτείας όπως εκφράζεται, δεν είναι να αναπαράγει την υποκουλτούρα και τη φτήνια αλλά να εκπληρώνει τον παιδευτικό ρόλο του πολιτισμού.
Όμως αν το πρόγραμμα είναι πολύ λαϊκό ή όχι είναι απλώς μια αφορμή για το θεσμό των Γιορτών Παλιάς Πόλης. Ούτως ή άλλως ο θεσμός έχει εδώ και χρόνια μια κρίση ταυτότητας, που δεν είναι τόσο ευθύνη όσων σήμερα επιλέγουν τους καλλιτέχνες αλλά μαρτυρά την ανάγκη επανακαθορισμού του στίγματος. Άλλωστε, και μακριά από την κεντρική σκηνή των Γιορτών Παλιάς Πόλης, στα στέκια, επικρατεί συχνότατα η ίδια αισθητική με το φετινό πρόγραμμα, αυτή του νυχτερινού κέντρου, παρότι η αφορμή και η αφετηρία είναι θεωρητικά ένας έξοχος διατηρητέος οικισμός της Belle Epoque, κοσμοπολίτικος και με ανώτερη αρχιτεκτονική και πολιτισμική αξία. Άρα αν κάποιος θέλει να διοργανώνει ένα μεγάλο πανηγύρι με πλαστικά τραπέζια και μπόλικα ντεσιμπέλ, δεν έχει παρά να επιλέξει ένα γήπεδο, μια πλατεία ή μια όχθη ποταμού για να ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη του κοινού να διασκεδάσει, να καταναλώσει σουβλάκια, να χορέψει με λαϊκούς ήχους, σαν μια “γιορτή κρασιού”. Αλλά αυτό τι σχέση μπορεί να έχει με τον διατηρητέο οικισμό της Ξάνθης, τον ωραιότερο της χώρας; Είναι η εισβολή των αξιών και της αισθητικής που κομίζει ο σύγχρονος οικισμός, όμοιος με κάθε έκτρωμα της μεταπολεμικής Ελλάδας της αντιπαροχής, σε αντιδιαστολή με την πανέμορφη Παλιά Πόλη. Όπως ακριβώς το περιέγραψε ο Χατζιδάκις, συγκρίνοντας τις δύο όψεις της γενέτειράς του, πολλά χρόνια πριν.
Άρα ο χαρακτήρας των Γιορτών μέσα στο δίπολο του λαϊκού πανηγυριού ή του πολιτιστικού θεσμού είναι μια συναπόφαση που ποτέ δεν ελήφθη, βαρύνει ως ευθύνη και όσους αποτελούν τη λαϊκή του βάση αλλά διολίσθησε υπερβολικά στο ένα άκρο και απομακρύνθηκε πλήρως από το όραμα που γέννησε το θεσμό.
Γιάννης Σιδηρόπουλος
isidister@gmail.com