Στα κλασικά στρατιωτικά πραξικοπήματα έπρεπε πρώτα από όλα να καταληφθεί η τηλεόραση, αλλά στη εποχή μας δεν αρκεί αυτό: αν δεν ελεγχθούν και τα social media, μπορεί ο κάθε υπό ανατροπή πρόεδρος να στείλει μέσω αυτών το διάγγελμα του, καλώντας τους υποστηρικτές να βγουν στο δρόμο. Έστω και αν ο ίδιος δεν τα συμπαθεί καθόλου και τα έχει απαγορεύσει παλιότερα.
Αν τίποτα από τα δύο δεν συμβεί, όπως έγινε με το διάγγελμα του Ρ. Ερντογάν που και εκπέμφθηκε μέσω facetime αλλά και αναμεταδόθηκε live από το τηλέφωνο της παρουσιάστριας στο τουρκικό CNN, τότε το πραξικόπημα είναι δύσκολο να πετύχει. Πολύ περισσότερο που στη περίπτωση της Τουρκίας χθες, ούτε ο δεύτερος βασικός κανόνας του εγχειριδίου των καλών πραξικοπημάτων έγινε σεβαστός: η σύλληψη του υπό ανατροπή ηγέτη, ώστε να αποθαρρυνθούν οι οπαδοί του και να αντιδράσουν. Ειδικά όταν πρόκειται για τον Ερντογάν,ο οποίος απολαμβάνει ακόμη της υποστήριξης σημαντικής μερίδας των πληθυσμού και έχει κερδίσει πρόσφατα τις εκλογές, έστω και με έναν τρόπο ελάχιστα δημοκρατικό.
Γιατί, κατά τα άλλα,είναι αυτή η σταδιακή μετεξέλιξη του καθεστώτος Ερντογάν σε καλυμμένη δικτατορία, που προμήνυε από καιρό ότι οι τουρκικές εξελίξεις θα βάφονταν με αίμα. Με ακόμη περισσότερο αίμα για την ακρίβεια, καθώς μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2015, όταν απέτυχε να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο Κοινοβούλιο, ήταν ο ίδιος ο Ερντογάν που αναθέρμανε τον εμφύλιο πόλεμο με τους Κούρδους του PKK, προκειμένου να επαναλάβει και να κερδίσει τις εκλογές.
Ψηφίζοντας ύστερα την άρση της ασυλίας δεκάδων βουλευτών της φιλοκουρδικής αριστεράς, καταλαμβάνοντας το ένα μετά το άλλο τα μέσα ενημέρωσης με πρακτικές που θα ζήλευαν οι καλύτεροι δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής, στέλνοντας στη φυλακή δημοσιογράφους και ακαδημαϊκούς για ένα άρθρο ή μια δήλωση, ο Τούρκος πρόεδρος δεν είχε αφήσει κανένα περιθώριο δημοκρατικών πολιτικών εξελίξεων. Αυτή είναι η βασική αιτία του πραξικοπήματος, έστω και αν έτρεξε αμέσως να το αποδώσει στον πρώην συνεργάτη του και σήμερα ορκισμένο εχθρό του εξόριστο ιεροκήρυκα Γκιουλέν,παρότι ο τελευταίος είχε προηγουμένως καταδικάσει την απόπειρα. Απλώς ο εμφύλιος μεταφέρθηκε χθες, από τα νοτιανατολικά της Τουρκίας σε όλη την επικράτεια.
Στις πρώτες αντιδράσεις του, ο Ερντογάν έδειξε δεν μπορεί ή δεν θέλει να μάθει από την χθεσινή περιπέτεια του, την σοβαρότερη της καριέρας του. Δεν αρκεί παρά να διαβάσει κανείς την συνέντευξη και την ομιλία του στο πλήθος, μόλις έφτασε στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης: ούτε μια φορά αναφορά στη λέξη δημοκρατία, επίθεση στο Γκιουλέν λες και όλο αυτό το χάος και οι εκατοντάδες νεκροί αποτελούν ένα εσωκομματικό ζήτημα, με την υπόσχεση μάλιστα ότι “έτοιμοι να πεθάνουμε για να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους ανθρώπους”, του εχθρού του, όχι της δημοκρατίας ή του Συντάγματος, στο οποίο επίσης δεν αναφέρθηκε. Οι βομβαρδισμοί στην Άγκυρα, οι μάχες και οι πυροβολισμοί στη Κωνσταντινούπολη εναντίον του πλήθους,οι νεκροί και οι τραυματίες, οι εικόνες από τη κακομεταχείριση από το πλήθος απλών στρατιωτών που παραδίδονταν μετατρέπουν το εμφυλιοπολεμικό κλίμα σε μόνιμη κατάσταση πραγμάτων.
Με την οικονομία της να αντιμετωπίζει τελευταία σοβαρό πρόβλημα, τον τουρισμό, τραυματισμένο ήδη από τις τρομοκρατικές επιθέσεις, να δέχεται με την απόπειρα ακόμη σοβαρότερο πλήγμα, το πολιτικό της σύστημα να κατρακυλάει σε Σουλτανάτο, η Τουρκία μετατράπηκε χθες, και επισήμως, σε μεγάλο ασθενή της περιοχής. Οι εκκαθαρίσεις χιλιάδων αξιωματικών αδυνατίζουν πολύ το τουρκικό στράτευμα, που την ίδια στιγμή πρέπει να αντιμετωπίσει το PKK στις κουρδικές περιοχές και ενώ συνεχίζονται οι συγκρούσεις στη Συρία.
Φυσικά, όπως τα στρατιωτικά πραξικοπήματα δημιουργούν περισσότερα προβλήματα και δεν δίνουν λύσεις, ο Ερντογάν θα ξεχάσει ότι σώθηκε χάρις και στο facetime και πιθανότατα θα αισθανθεί τώρα ισχυρότερος. Αυτό ίσως αποδειχθεί και το μεγαλύτερο σφάλμα του