Σούρουπο Ιουλίου στην πόλη. Βγήκα έξω να περπατήσω. Κινούμαι με αργά βήματα στα στενά της, δίπλα σε ψηλές πολυκατοικίες, κάτω από θλιβερά μπαλκόνια. Τα βλέμματα των λίγων περιπατητών, άδεια και απλανή. Τα ονόματα των δρόμων περνούν αστραπιαία και χάνονται ως φευγαλέα μνήμη. Τα αυτοκίνητα δημιουργούν ανυπόφορους θορύβους και τα σκουπίδια αναδύουν αποπνικτικές οσμές. Ο περίπατος στην πόλη είναι πράξη εκδίκησης στη ψυχική ισορροπία.
Περπατάμε μέσα από «φράκτες» και «τείχη» που ορθώνονται σε κάθε βήμα. Τείχη με τούβλα και τσιμέντο. Ζούμε σε έναν πολεοδομικό φράκτη. Παρόλα αυτά, έχουμε τη ψευδαίσθηση ότι κινούμαστε μέσα στην ασφάλεια της πόλης. Εμείς είμαστε οι μέσα και οι άλλοι είναι οι απ’ έξω. Οι «τρίαινες» κρατούν αμπαρωμένες τις πόρτες και τα παράθυρα. Ελέγχουν τις εισόδους και θέτουν απαγορεύσεις στους απρόσκλητους. Τα ψηλά κτήρια είναι τα σύγχρονα τείχη. Αυτά που μας κρατούν μέσα, περίκλειστους και ελεγχόμενους. Περιορισμένους σε μία ευτελή και ανιαρή ιδιωτικότητα, ώστε να εξασφαλίζεται η υποτιθέμενη μυστικότητα της πανομοιότυπης και επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Φαντασιωνόμαστε ότι όλα κρατούνται κρυφά, ότι παραμένουν δικά μας και δεν τα μαθαίνουν οι άλλοι.
Την ίδια στιγμή, οι επαΐοντες των μέσων διαλαλούν το «όλα στο φως». Ποια όμως να βγουν στο φως; Να τα δουν όλοι; Τα δικά τους μυστικά; Τα δάνειά τους; Τα δανικά τους; Οι άνομες τους σχέσεις; Οι κρυφές τους συμφωνίες; Οι υποσχέσεις και οι εκδουλεύσεις; Αυτά θέλουν να παραμείνουν στο σκοτάδι. Τότε ποια είναι αυτά που θα βγουν στο φως; Ζητούν να γίνουν όλα γνωστά, αλλά ταυτόχρονα απαιτούν να υπάρξει μυστικότητα. Οι άρχοντες της ενημέρωσης κοινοποιούν τα τεκταινόμενα της «κλειδαρότρυπας», εισχωρώντας στα άδυτα της ιδιωτικότητας, ενώ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ανεξέλεγκτη δημοσιοποίηση των ιδιωτικών στιγμών και συνομιλιών. Το φαρισαϊκό μεγαλείο μιας κοινωνίας σε σπειροειδή κατήφορο.
Οι πόλεις που ζούμε είναι χώροι που το ιδιωτικό συναντάται με το δημόσιο. Ο γηγενής του κλεινόντος άστεως αντικρίζει τον περιπλανώμενο ξένο. Εμείς «μιλάμε» με τους άλλους. Μόνο που, το «εμείς» και το «εκείνοι» επιδέχεται ερμηνειών. Είναι ο κάτοικος της πόλης το «εμείς» και ο εγχώριος μέτοικος ή ο μετανάστης το «εκείνοι»; Μήπως οι αποκαλούμενοι ως «κάτοικοι της πόλης» είναι οι άστεγες ψυχές μιας «μεταδημοκρατικής» νεωτερικότητας; Μήπως είναι αυτοί που επινόησαν τα τείχη-πολυκατοικίες με σκοπό να προστατευτούν από τον ξένο, για να βρει καταφύγιο ο φόβος τους;
Οι αστικές αρχιτεκτονικές έχουν μαντρώσει τον φόβο. Ζούμε στις πόλεις έχοντας εγκλωβίσει μέσα μας τον φόβο. Αυτός έχει περικυκλώσει τις ζωές μας, έχει στρογγυλοκαθίσει στις καθημερινές μας λειτουργίες. Κυριαρχεί και εξουσιάζει. Είναι όμως πραγματικός φόβος; Ο φόβος του άλλου, του εισβολέα της ιδιωτικότητας, αυτού που παραβιάζει το προσωπικό άβατο; Αυτός ο φόβος (ή η αίσθησή του), μας κάνει υπάκουους, έτοιμους να σκύψουμε το κεφάλι στους εντολείς, να υποταχτούμε στην εξουσία. Η απειλή (υπαρκτή ή φανταστική) και ο φόβος που την ακολουθεί, μεταλλάσσει τους ανθρώπους σε ανθρωπόμορφα τέρατα.
Όμως τα πειράματα υπακοής του Milgram, υποταγής του Zimbardo, οι «συνηθισμένοι άνθρωποι» του Browning, η «κανονικότητα» του ναζί εγκληματία Eichmann, είναι η απόδειξη ότι οι καθημερινοί άνθρωποι των πόλεων – που διαμένουν σε διαμερίσματα – κελιά, περπατούν σε δρόμους δίχως να βλέπουν ορίζοντα και την πορεία του ήλιου – υπό το καθεστώς φόβου μπορεί να «μετακινηθούν» από την υποταγή στην αντίσταση.
Ποια είναι η κατεύθυνση θα ακολουθήσουμε εξαρτάται από το πόσο πιστεύουμε ότι είμαστε εγκλωβισμένοι στο φόβο και πόσο θεωρούμε ότι η ζωή στην πόλη, μας απελευθερώνει ή μας περιορίζει. Η πόλη μάς «κρατάει μέσα» της και «εντός των τειχών» της η ζωή μας επιβεβαιώνεται. Οφείλουμε να συγκατοικούμε με τους άλλους και να υπερβούμε τον επιβαλλόμενο φόβο.
Σε διαφορετική περίπτωση, ο φόβος οδηγεί το δάχτυλο που πατάει τη σκανδάλη. Και τότε η ζωή παύει να έχει νόημα.