Η συνάντηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ με τους Συλλόγους που συμμετέχουν στις Γιορτές Παλιάς Πόλης έχει πολύ μεγάλη πολιτική σημασία, πολύ μεγαλύτερη από αυτή που φαίνεται να έχει η προσαρμογή που επιχειρεί να επιβάλει ως προς το θεσμικό πλαίσιο των φορολογικών δεδομένων. Δεν είναι μια τυχαία ενημερωτική συνάντηση, αλλά η εντύπωσή μας είναι πως σηματοδοτεί μια αλλαγή στάσης, γενικότερα, της φορολογικής διοίκησης έναντι των πιθανών στρεβλώσεων που επικρατούν στους θεσμούς της Ξάνθης και στη λειτουργία των Συλλόγων, ως σπονδυλικής στήλης τους.
Αν θέλουμε να αποδώσουμε με πολιτική βαρύτητα όσα τεχνικά ανέφερε ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ είναι πως ο κάθε σύλλογος θα ελεγχθεί ξεχωριστά και πως για να λάβει απαλλαγή από το ΦΠΑ θα πρέπει να αποδεικνύεται με ποιο τρόπο η οικονομική δραστηριότητα που αναπτύσσει στις Γιορτές Παλιάς Πόλης και τα έσοδα που αποκομίζει εξυπηρετούν το σκοπό του καταστατικού του, δηλαδή τον πολιτισμό. Αν λοιπόν, κάποιοι σύλλογοι εξαντλούν τη δράση τους σε αγορές και πωλήσεις κρεατικών και λειτουργούν ως ταβέρνες, τότε θα αντιμετωπιστούν ως τέτοιες και θα υποχρεωθούν να έχουν ταμειακές, έσοδα έξοδα κλπ.
Είναι μια αυτονόητη εξέλιξη που έρχεται να αντιμετωπίσει και να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τους ψιθύρους για τεράστιους τζίρους, για “μαύρες” προμήθειες, για πάρτυ φοροδιαφυγής, όπως κατηγορούν συχνά και οι επιχειρήσεις της εστίασης. Σε κάθε περίπτωση η υπερβολή έχει πλήξει το θεσμό και μάλλον βιώνουμε την εποχή που δεν υπάρχει κάποιος (ούτε μπορεί κιόλας) που θα πιέσει πολιτικά το Υπουργείο Οικονομικών για να κάνει διάφορες εξυπηρετήσεις. Έτσι όλα επαφίενται στην κρίση της φορολογικής διοίκησης. Ίσως πριν την Εφορία, αυτή η προσαρμογή έπρεπε να προέλθει ως αυτορύθμιση του ίδιου του θεσμού για να αντιμετωπίσει τα βασικά προβλήματα της φυσιογνωμίας του.
Ήταν πολύ συγκινητική η ανταπόκριση του κόσμου στο κάλεσμα του θεάτρου “Ανατολικά του Νέστου” για το “Όνειρο θερινής νυκτός” και εντυπωσιακό ότι οι νεαροί ηθοποιοί έπαιξαν μπροστά σε ένα κατάμεστο θέατρο, που στο παρελθόν δεν έχουν καταφέρει να γεμίσουν μεγάλα ονόματα. Η Ξάνθη, λόγω και της έλλειψης ενός ΔΗΠΕΘΕ δεν ευτύχισε να αναπτύξει το θέατρο στο βαθμό που το έκαναν γειτονικές πόλεις, τις περασμένες δεκαετίες. Όμως η εικόνα πια είναι πολύ θετική για όλες τις θεατρικές ομάδες που τα τελευταία χρόνια εργάζονται σε βάθος, έχουν ανθρώπους με όρεξη και μεταδοδικότητα και με αρκετό κόσμο να τους ακολουθεί.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει την συμβολή του Κώστα Λειβαδίτη, ο οποίος επέμεινε για δεκαετίες να δημιουργήσει συνθήκες για να εκφραστούν δημιουργικά όσοι αγαπούν το θέατρο, ίσως πιο ριψοκίνδυνα από τους υπόλοιπους. Όμως το αποτέλεσμα δικαιώνει παρότι πέρασαν αρκετές δεκαετίες από τις μοναχικές νύχτες που ανέβαζε μονόπρακτα στο “Άλλοθι” ως Δον Κιχώτης που πάσχιζε να μάθει θέατρο σε μια κρύα επαρχιακή πόλη. (αρκετά παλιά και για μας και σε μια εποχή που κάποιοι μεταχειρίστηκαν το θέατρο χυδαία και το απαξίωσαν στα μάτια της κοινωνίας ταυτίζοντάς το με τη φτήνια και την ηθική παρακμή) Όμως οι επόμενες γενιές πήγαν μπροστά !
Ο φίλος της στήλης Νίκος Αλμπανόπουλος σχολίασε, για το Μαρινόπουλο, πώς είναι δυνατόν μια εταιρία με τεράστιους τζίρους, που εισπράττει μετρητοίς και αποπληρώνει τις υποχρεώσεις με καθυστέρηση αρκετών μηνών, να πέσει έξω και να δημιουργήσει τέτοιο απίστευτο άνοιγμα. Είναι ακριβώς η διάψευση όλων των κανόνων της αγοράς, που κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν πως υπάρχουν. Και βασανιστικά τα ερωτήματα όπως για τα πάγια της εταιρίας και τα ακίνητα, που μεταβιβάστηκαν σε off shore των ιδιοκτητών στο Ντουμπάι. Οι επιχειρήσεις, πτωχεύουν, τα αφεντικά ποτέ. Ή τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις που θα έκαναν τις επιχειρήσεις ανταγωνιστικές αλλά απέτυχαν παταγωδώς.
Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν λειτουργεί, πολύ περισσότερο, όταν το αφεντικό είχε συγκεκριμένες πολιτικές διασυνδέσεις, που μάλλον δικαιολογούν για ποιο λόγο οι τράπεζες συνέχισαν να χρηματοδοτούν με λεφτά των φορολογούμένων -επι της ουσίας- μια θνησιγενή επιχείρηση. Είναι η επιχείρηση που δώριζε κάθε εβδομάδα 6 ευρώ σε κάθε αναγνώστη του Πρώτου Θέματος. Είναι η πρώτη περίπτωση παγκοσμίως που ένας αναγνώστης πληρώνεται και δεν πληρώνει για να διαβάσει μια εφημερίδα. Πρακτικά ο Μαρινόπουλος “δωροδοκούσε” κατά μία έννοια τους Έλληνες αναγνώστες, ώστε να φτάνει στα χέρια τους η -θεωρούμενη- επιτομή του σύγχρονου δημοσιογραφικού κιτρινισμού, που εξυπηρετούσε συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα. Αυτή ήταν η Ελλάδα !
Καλό μήνα !