SIDIROPOULOS-EDITORIALΣτο ποδόσφαιρο υπάρχει ένας τύπος προπονητή που σπανίζει, αλλά λατρεύεται από το κοινό στις κερκίδες. Είναι αυτός που «παίζει ένα ματς» από το πρώτο λεπτό, διορθώνει τις κινήσεις στο τερέν, αλλάζει την τακτική του ανάλογα με την τροπή, κάνει αλλαγές ακόμη και από το πρώτο ημίχρονο και δεν διστάζει να ρισκάρει. Σε αντίθεση με τον συμβατικό τύπο προπονητή που παρακολουθεί την εξέλιξη του αρχικού του πλάνου και δεν αντιδρά πριν την πάροδο αρκετού χρόνου. Από άποψη πολιτικής ο Α. Τσίπρας επιχειρεί και μάλλον ενσαρκώνει τον πρώτο τύπο  καθώς σε 7 μήνες έχει παίξει όλα τα χαρτιά του, έχει διορθώσει λάθη στην «αρχική ενδεκάδα», έχει ρισκάρει και έχει μείνει ζωντανός, διατηρώντας την πρωτοβουλία των κινήσεων για να επιβάλει το δικό του ρυθμό στο «γήπεδο» της πολιτικής.

Αυτό ακριβώς εκφράζει και η άμεση προσφυγή στις κάλπες με προσήλωση σε ένα συγκεκριμένο πλάνο που είναι μια βιώσιμη κυβέρνηση που θα εφαρμόσει – στο ασφυκτικό πλαίσιο που του επιτρέπει το νέο μνημόνιο – τη δική του πολιτική ατζέντα. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη θα φανεί αν οι ψηφοφόροι «αγαπούν»  αυτό τον τύπο πολιτικού και αν η «ομάδα» του θα γίνει πιο ανταγωνιστική.

Επιβεβλημένη κίνηση, χωρίς αιφνιδιασμό

Η επιλογή Τσίπρα για εκλογές είναι, από κάθε άποψη, η επιβεβλημένη κίνηση και, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, το τοπίο που θα διαμορφωθεί θα είναι πιο υγιές από το σημερινό παράταιρο σκηνικό.  Από άποψη ορθολογισμού η κυβέρνηση έχει ανατραπεί από το εσωτερικό της και, δεδομένων, των συνθηκών που διαμορφώνονται το επόμενο διάστημα για την εφαρμογή του προγράμματος, προσφεύγει στις κάλπες για να εξασφαλίσει βιωσιμότητα. Από άποψη στρατηγικής, είναι ο ενδεδειγμένος και αναμενόμενος τακτικός ελιγμός τη δεδομένη στιγμή χωρίς να περιμένει άσκοπα ότι ένα θαύμα θα αλλάξει ριζικά το τοπίο, όπως πολλοί προκάτοχοί του, που «κάηκαν» χάνοντας πολύτιμο χρόνο.

Η  προσφυγή στις κάλπες δημιουργεί αμηχανία και εκνευρισμό στους πολιτικούς του αντιπάλους, η κριτική των οποίων στοχεύει τον ίδιο τον Α. Τσίπρα και επιχειρεί να αποδομήσει την εικόνα που έχει δημιουργήσει όλο αυτό το διάστημα, προσεγγίζοντας ένα ευρύ εκλογικό ακροατήριο που διαπερνά τα στενά όρια της αριστεράς και διεμβολίζοντας τους παραδοσιακούς πολιτικούς χώρους των αστικών κομμάτων. Δεν είναι όμως δεδομένο ότι αυτή είναι η κατάλληλη στρατηγική για τους αντιπάλους του σε μια μάχη όπου είναι αναγκασμένοι να τον ακολουθούν. Δεν ζούμε συνθήκες παλιού δικομματισμού, όπου με μαθηματική ακρίβεια οι δύο παίκτες «φούσκωναν» και «ξεφούσκωναν» με νομοτελειακό τρόπο και άρα ο Τσίπρας προσαρμόζεται πιο γρήγορα στις συνθήκες.

Ο νέος «παίκτης» και οι απώλειες για τους παλιούς

Ο νέος παίκτης του πολιτικού σκηνικού είναι το κόμμα Λαφαζάνη και αυτή είναι η μόνη πολιτική δύναμη που διαφοροποιεί τους συσχετισμούς  και θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον Τσίπρα. Όμως, καθώς το διακύβευμα των εκλογών  θα είναι η αξιοπιστία, ο χώρος που συγκροτεί πλέον η Λαϊκή Ενότητα αδυνατεί να πείσει άμεσα για κάποια ασφαλή εναλλακτική πρόταση. Είναι αρκετά δύσκολο να αποκηρύξει το ρόλο του «κόμματος της δραχμής» που θα του προσάψουν και δεν είχε και το χρόνο για να διαμορφώσει μια ξεκάθαρη πολιτική πρόταση και να διασκεδάσει τα κωμικά  σενάρια που απέδωσαν αρκετοί στο σχέδιο ρήξης του. Θα πει κανείς ότι και στο δημοψήφισμα κάπως έτσι ήταν η ρητορική του ΝΑΙ αλλά η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι στον αγώνα εκείνο «στο μπαλκόνι» βρέθηκε ο Τσίπρας… Όμως η ΛΑΕ παραμένει ένας υπολογίσιμος παίκτης που απειλεί το στόχο της αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ καλύπτοντας το κενό που άφησε το κυβερνών κόμμα στη μαξιμαλιστική ρητορική.

Όλοι οι υπόλοιποι έχουν κάτι να χάσουν και ελάχιστα να κερδίσουν​, όχι μόνο καταγράφοντας μια πιθανή πτώση αλλά κινδυνεύοντας σε πολλές περιπτώσεις, η πολιτική τους παρουσία να υποσκελιστεί συγκρινόμενη με σχήματα που μέχρι σήμερα δεν εκλήφθηκαν σοβαρά στο πολιτικό σύστημα.  Ανησυχία επικρατεί προφανώς και στον κυβερνητικό εταίρο των ΑΝΕΛ και είναι άγνωστο το σκηνικό των συνεργασιών που, έτσι κι αλλιώς, θα προκύψουν την επόμενη μέρα για την κυβέρνηση.

Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνά κανείς είναι ότι παραμένει υπαρκτή μια κατηγορία του κόσμου που δεν αντιδρά με πολιτικά χαρακτηριστικά και δεν έχει τίποτε να χάσει, είτε λόγω της εξαθλίωσης που προκάλεσε η κρίση είτε λόγω της κατάρρευσης παραδοσιακών πελατειακών μηχανισμών. Αυτό το κοινό δεν  διακρίνει στοιχειώδεις ιδεολογικές γραμμές, είναι ευάλωτο στην εύκολη αφοριστική δημαγωγία, είναι το κοινό που ενδεχομένως «μουντζώνει» τη Βουλή ή διακινεί συνομωσιολογικά σενάρια με εθνικοπατριωτικές κορώνες. Μέρος αυτού του  κοινού – που κάποτε μεταχειρίστηκε εργαλειακά ο ΣΥΡΙΖΑ – θα στηρίξει το εγχείρημα του Λαφαζάνη, παρότι θεωρητικά δεν έχει την παραμικρή ιδεολογική συνάφεια γιατί δεν τον ενδιαφέρει αν το σενάριο της ρήξης είναι ρεαλιστικό ή αξιόπιστο. Η συμμετοχή της Ραχήλ Μακρή άλλωστε στο κόμμα, είναι μια χαρακτηριστική ένδειξη ότι επιχειρεί να προσεγγίσει αυτό το κοινό που βολικά έχει χαρακτηριστεί «ψήφος οργής». Ποιος θα κατηγορηθεί περισσότερο για αμοραλιστής, ο Τσίπρας του παρελθόντος ή ο Λαφαζάνης του παρόντος, δεν μπορεί να ειπωθεί τώρα…

Ήταν βαρίδια ή όχι;

Το οριστικό διαζύγιο του ΣΥΡΙΖΑ με αυτό το ακροατήριο γίνεται δεκτό με ανακούφιση από ένα μέρος της κομματικής του βάσης που αρκετές φορές ένιωσε άβολα. Κάποιοι κάνουν λόγο για «βαρίδια» που φεύγουν αλλά ίσως ο όρος να είναι πολύ όψιμα επιθετικός γιατί άλλο ήταν το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και χρόνια. Για παράδειγμα, γνωρίζουν όλοι ότι ανάμεσα στους αποχωρούντες υπήρξαν πρόσωπα και πολιτικές απόψεις που κατηγορήθηκαν από την πλειοψηφία για εθνικολαϊκιστική ρητορική όλα αυτά τα χρόνια  και βρήκαν ζωτικό χώρο να την αναπτύξουν και να την εφαρμόσουν κατά τη συγκόλλησή τους με τους ΑΝΕΛ στο κυβερνητικό σχήμα. (Αλλά και αυτό ακόμη δεν εξαλείφθηκε πλήρως και θα ήταν πρόβλημα αν στο νέο στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσουν να ενδημούν απόψεις που ακολουθούν αφελή αφηγήματα για άλλες σφαίρες επιρροής και θεωρίες μαθητευόμενων μάγων και συμβούλων του «πατριωτισμού» άλλων δεκαετιών)

Πολλές διαφορές αυτού του τύπου με πρόσωπα και επιλογές, θεωρήθηκαν πολυτέλεια να «ανοίξουν» όλο το προηγούμενο διάστημα και δεν είναι ούτε τώρα η ώρα. Πολύ περισσότερο όταν δεν έχει «ανοίξει» το πλέον θεμελιώδες και επίπονο ζήτημα, που είναι  η διαπραγμάτευση και ο συμβιβασμός, κάτι που μετατίθεται για μετά τις εκλογές. Τώρα ο Τσίπρας αφήνει χώρο σε αντιπάλους για να προσεγγίσει ευρύτερες μάζες του εκλογικού σώματος, και διεκδικεί μια καθαρή εντολή.  Δεν συνιστά «απορρόφηση» από το σύστημα, ούτε μετάλλαξη σε ένα αστικό κόμμα γιατί αυτό δεν συναρτάται με τους ψηφοφόρους αλλά με το πολιτικό στίγμα που εκπέμπει κανείς. Όμως η ψήφος του εκλογικού σώματος εμπεριέχει μια συγκεκριμένη και ξεκάθαρη αποστολή για ανασυγκρότηση της χώρας και μεταρρύθμιση του κράτος. Και είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει στην φαινομενικά πιο «καθαρή» πολιτική δύναμη του υπάρχοντος σκηνικού.

A priori…

Η προκήρυξη των εκλογών όμως, είναι από μόνη της μια «αρχηγική» κίνηση που υποκαθιστά εσωτερικές διαδικασίες και θέτει τα ρεαλιστικά διλήμματα στη χώρα, πριν προλάβουν να τεθούν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως κατηγορηθεί ότι προκαταλαμβάνει ένα βίαιο μετασχηματισμό του κόμματος αλλά αυτό μοιάζει να ήταν επιβεβλημένο αυτή τη χρονική στιγμή. Αλλά δεν υπάρχει δρόμος προς τα πίσω πια…

Γιάννης Σιδηρόπουλος
isidister@gmail.com