SIDIROPOULOS-EDITORIALΗ πολιτική κριτική για τα έργα και τις ημέρες της Ζωής Κωνσταντοπούλου, όχι μόνον μετά τη διαφοροποίησή της από την κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά από την πρώτη μέρα της ανάληψης των καθηκόντων, είναι μάλλον μάταιη.

Σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και για τις περιπτώσεις που η Πρόεδρος της Βουλής είχε δίκιο και κατάφερε να το χάσει, η κριτική της αντιπολίτευσης – πλην των υπερβολών και των σεξιστικών ή άλλων απρεπών σχολίων- είναι εύστοχη.  Η παραληρηματική συμπεριφορά του τελευταίου μήνα, με αποκορύφωμα όσα έγιναν κατά τη διάρκεια της ψήφισης του τελευταίου μνημονίου ήταν απλώς μια υπόμνηση ότι η επιλογή αυτή διαψεύστηκε στην πράξη. Όχι γιατί διαφοροποιείται πολιτικά και αυτό δεν είναι καθόλου ανέξοδο, αλλά γιατί διέψευσε τις προσδοκίες της ευρείας πλειοψηφίας με την οποία το κοινοβούλιο υποδέχτηκε μια νέα γυναίκα στη θέση της Προέδρου. Και εκεί τελειώνει η κουβέντα…

Είναι δύσκολο να επιχειρήσει κάποιος να εντάξει σε πλαίσιο πολιτικό όλη αυτή τη συμπεριφορά όσων διαφοροποιήθηκαν αλλά προφανώς διάφοροι παράγοντες  έχουν ξεκινήσει τον προεκλογικό τους αγώνα, εκμεταλλευόμενοι την προβολή, την εξουσία και τα προνόμια που τους έδωσε αυτό το διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ, με όποια χαρακτηριστικά έχει ο καθένας, ίσως μεγενθυμένα. Η συμπεριφορά τους δικαιώνει όσους πριν την ανάληψη της εξουσίας διαφωνούσαν με το πολυτασικό πείραμα και προέκριναν μια περισσότερο μονολιθική πολιτική, μοιραία προσωποκεντρική, που απομακρυνόταν από τις αρχές της Αριστεράς. Και το πείραμα αυτό δεν απέτυχε επειδή ήταν λανθασμένη η λογική του, αντιθέτως ήταν απολύτως συνεπής, αλλά γιατί πίσω από την προσμονή της εξουσίας που χάρισε η προσωπικότητα του Τσίπρα, στοιχήθηκαν ομάδες και τάσεις εντυπωσιακά ετερόκλητες, κάποιες από τις οποίες κουβαλούν όλες τις παθογένειες και τους δογματισμούς της Αριστεράς, έντιμες ιδεολογικά, αλλά προβληματικές για τη διακυβέρνηση, όπως αποδείχτηκε περίτρανα αυτούς τους 7 μήνες. Ομάδες που είχαν λανθασμένες αντιλήψεις για τις αλλαγές που μπορούν να γίνουν, που ανγοούν  τις συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία.

Ο καθένας άφησε το αποτύπωμά του

Ήταν μια αναγκαία δοκιμασία που το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν πέρασε με επιτυχία, αλλά οι πλειοψηφούσες τάσεις και οι επιλογές του Τσίπρα εξασφάλισαν την ομαλότητα στη χώρα, με μεγάλο ιδεολογικό και ηθικό κόστος, ενώ κάποιοι άλλοι αποδείκνυαν ότι πολύ συχνά, ακόμη και στην Αριστερά, η πίστη και στήριξη στις συλλογικές διαδικασίες και αποφάσεις είναι  a la carte. Άλλωστε, οι έξι μήνες της κοινής διακυβέρνησης όλων των τάσεων, άφησαν και ένα πολύ σαφές στίγμα για τις ικανότητες αλλά και την αποφασιστικότητα όλων αυτών των προσωπικοτήτων να επιβάλλουν αριστερές πολιτικές με σαφή δείγματα, πχ, στις Σκουριές και άλλα μέτωπα, εξόχως σημαντικά για την όλη την Αριστερά και τους κοινωνικούς της αγώνες.

Όμως όλοι αυτοί οι παράγοντες, αφού εξασφάλισαν αναγνωρισιμότητα και προβολή, χάρη στο ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται ήδη σε προεκλογική ετοιμότητα για μια νέα διαδρομή, που μάλλον δικαιώνει την κριτική των αστικών κομμάτων, ότι η Αριστερά αρέσκεται να ασκεί ανέξοδη κριτική, χωρίς να αναλαμβάνει ευθύνες.

Δεν αντιλαμβάνονται όμως κάτι σημαντικό:

Ότι ο Τσίπρας έχει  «εκκαθαρίσει» το πολιτικό σκηνικό και έχει προσεγγίσει ευρείες μάζες του εκλογικού σώματος εξασφαλίζοντας μια «εν λευκώ» επιταγή  για ανασυγκρότηση της χώρας, μια επιταγή που είναι «δίγραμμη» και προσωπική στο όνομά του, μια επιταγή που δεν «οπισθογράφεται», όπως στο παρελθόν, για όσα στελέχη «άγγιξαν» την εξουσία χάρη σε άλλα αξιόγραφα εις διαταγή μιας «συλλογικότητας».

Ότι το δημοψήφισμα – παρότι ο καθένας ψήφιζε με το δικό του προσωπικό δίλημμα σε ότι φανταζόταν ότι πραγματεύεται !– το σίγουρο είναι πως δεν έθεσε ως δίλημμα το «ευρώ ή δραχμή» αλλά μάλλον ήταν μια απάντηση σε μια υποθετική δημοσκόπηση «ποιον εμπιστεύεστε για τη διακυβέρνηση της χώρας» και με σαφή απάντηση το όνομα του Πρωθυπουργού. Άλλωστε δεν είναι κρυφό πια, ότι ο Τσίπρας κέρδισε ένα δημοψήφισμα για το οποίο δεν είχε μεγάλη διάθεση να παλέψει και ότι οι αντίπαλοί του υστερούν σε όλες τις μονομαχίες μαζί του.

Ότι ο αντιμνημονιακός χώρος, πέρα από αυτόν που ορίζεται μέσα στο πλαίσιο της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι κρίσιμη εκλογική μάζα στον υπόλοιπο αριστερό χώρο και ότι θα ήταν ιδεολογικός συμφυρμός αν ένας χώρος που υπερφηνεύεται για την πολιτική του συνέπεια, προσέγγιζε κομμάτια του εκλογικού σώματος που βρίσκονται κοντά στη δεξιά και ακόμη παραπέρα, χωρίς την παραμικρή αξιακή συνάφεια. Με λίγα λόγια, ένας πολιτικός χώρος που αυτοπροσδιορίζεται ριζοσπαστικός και θα συμπαραταχθεί με τμήματα της Επαναστατικής Αριστεράς, έχει πεπερασμένα όρια καθώς οι μεγάλες δεξαμενές των αντιμνημονιακών  βρίσκονται πολύ μακρύτερα, ιδεολογικά. (και αυτή ήταν και μια σαφής κριτική για την ιδεολογική ασάφεια του αντιμνημονιακού διπόλου που χαρακτήρισε το ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το Γενάρη). Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα είχε την τύχη του Αλαβάνου, αν δεν είχε προηγηθεί η υπερπροβολή αυτών των στελεχών τα τελευταία τρία χρόνια και, ιδιαίτερα, τους τελευταίους 7 μήνες, που τους εξασφαλίζει πολύ καλύτερες προοπτικές, αλλά μέχρι εκεί.

Ότι η απουσία ομάδων που «φοβίζουν» μεγάλο μέρος του ακροατηρίου που τώρα προσεγγίζει ο ΣΥΡΙΖΑ θα δράσει θετικά για τον Τσίπρα. Η εσωστρέφεια του κόμματος στοίχισε όλα αυτά τα χρόνια και στοίχισε και την αυτοδυναμία στις πρόσφατες εθνικές εκλογές. Το προσφιλές σπορ των συστημικών ΜΜΕ ήταν ανά τακτά διαστήματα να εκμεταλλεύονται δηλώσεις στελεχών του «ρεύματος» ή άλλων τάσεων που αμφισβητούσαν την πλειοψηφία του κόμματος και που διέσπειραν την πιθανότητα μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο, στη δραχμή, στον κομμουνισμό (!) κλπ. Με τη σχηματοποίηση όλων αυτών των δυνάμεων σε ένα κόμμα της «δραχμής» και μαζί με την παραφιλολογία που κατάφεραν να δημιουργήσουν για φαιδρά σενάρια επιθέσεων στο νομισματοκοπείο, «ξεκλειδώνουν» ένα μεγάλο μέρος του ακροατηρίου στο οποίο μπορεί να απευθυνθεί ο Τσίπρας και ήταν σήμερα διστακτικό με την Αριστερά.

Ότι τα επεισόδια στα οποία πρωταγωνίστησε μέχρι σήμερα η Ζωή Κωσταντοπούλου και την οποία, όφειλε να καλύπτει διαρκώς το Μαξίμου, στο εξής δεν θα «χρεώνονται» στο ΣΥΡΙΖΑ και θα απαλλάξουν τον Τσίπρα από αυτό το καθήκον. Για τη Ραχήλ Μακρή και την υπερπροβολή που της επιφυλάσσουν εντέχνως τα ΜΜΕ δεν χρειάζεται να γίνει κάποια ιδιαίτερη συζήτηση, απλώς η αποχώρησή της σβήνει από τη μνήμη ένα πολύ σοβαρό λάθος της ηγεσίας και το φορτώνει, στον επόμενο που θα είναι πρόθυμος να στεγάσει μια μιντιακή περσόνα χωρίς πολιτικό στίγμα.

Με το βλέμμα στις επόμενες εξελίξεις

Η πορεία όσων αποχωρούν είναι περίπου προδιαγραμμένη, η πορεία του Τσίπρα και των υπολοίπων σε μια επίπονη και μακρά διαδρομή που φαίνεται πως θα εξασφαλίσουν για να ανασυντάξουν την κατεστραμμένη χώρα θα κριθεί από τις επιλογές των προσώπων, όπως έχει γίνει σαφές. Η αποφασιστικότητα είναι αναγκαία και ο προσωποκεντρικός χαρακτήρας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πια ενώ η συντροφικότητα και η συνύπαρξη σε μια συνάρτηση με λιγότερες μεταβλητές, θα είναι πιο εύκολη αλλά θα πρέπει να οικοδομηθεί πάνω σε πιο ξεκάθαρους όρους και πολιτικό στίγμα, χωρίς εκπτώσεις.

Τέλος, η ψήφος εμπιστοσύνης είναι ένας από τους γρίφους που το Μαξίμου, αρέσκεται να βάζει, ίσως ένας ακόμη λαγός που θα «βγάλει από το καπέλο» ο Πρωθυπουργός, ίσως ένας αναγκαίος ενδιάμεσος σταθμός, για τις επόμενες εξελίξεις. Σίγουρα όμως δεν θα βαρεθούμε στο πιο «θερμό» καλοκαίρι μετά το ΄65…